Η Ελένη Καργάκη – Ψαρογιώργενα με δύο από τα αγόρια της, τον Φανούρη αριστερά και τον Γιάννη δεξιά. Η φωτογραφία λήφθηκε από τον Κ. Κουτουλάκη στην Ιερά Μονή Βροντησίου αμέσως μετά την κατοχή. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας υπογράφει ο Καπετάν Πετρακογιώργης με σχόλιο:
«Απ’ αυτές τις αληθινές λέαινες που βγήκαν και πολέμησαν τους εισβολείς είναι και η Ψαρογιώργενα με τους δυο βλαστούς της. Γεώργιος Πετρακογιώργης, Αρχηγός Εθνικής Αντιστάσεως Κρήτης 1943».
Γράφει ο Γιώργος Καλογεράκης*
Η Ελένη Καργάκη – Λεράτου ήταν η γυναίκα του Οπλαρχηγού Γεωργίου Καργάκη ή Ψαρογιώργη, ενός από τους πρώτους αντάρτες του Καπετάν Πετρακογιώργη. Τα Βορρίζα λεηλατήθηκαν, βομβαρδίστηκαν και ισοπεδώθηκαν, στις 26 Αυγούστου 1943, μετά τη μάχη των ανταρτών του Πετρακογιώργη στο Τραχήλι.
Η Ελένη Καργάκη, σύζυγος του Ψαρογιώργη, ο οποίος ήταν επικηρυγμένος από τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, έπρεπε να ζει με όλους τους συνωμοτικούς κανόνες. Η σύλληψή της θα επέφερε την ταυτόχρονη σύλληψη και του άντρα της. Γι’ αυτό πέρασε τέσσερα δύσκολα και βασανιστικά χρόνια, από το καλοκαίρι του 1941 ως τον Οκτώβρη του 1944.
Με εφτά παιδιά και ένα ακόμη που γεννήθηκε την Κατοχή στο Μαγαρικάρι, αλλά πέθανε πριν κλείσει τον πρώτο μήνα της ζωής του. Ο γιος της Κωνσταντίνος Καργάκης, στο υπό έκδοση βιβλίο του´”Τραχήλι, μέρες κατοχής και Αντίστασης», περιγράφει τη ζωή της μητέρας του, αναφέροντας τα παρακάτω:
«…πολλές ήσαν οι γυναίκες που πήραν μέρος στην υπόθεση της Αντίστασης. Πολλές απ’αυτές υπηρέτησαν την Αντίσταση και τα τέσσερα χρόνια της Κατοχής, μέρα και νύχτα. Όντας στο βουνό μεγάλο μέρος του χρόνου, δίπλα στην ομάδα, ουσιαστικά ήσαν αντάρτισσες του βουνού, ήσαν μέλη αναπόσπαστα της ομάδας.
Όταν άρχισε να καταζητείται ο Ψαρογιώργης από το γερμανικό Φρουραρχείο και στη συνέχεια επικηρύσσεται, η γυναίκα του ακολούθησε την ίδια μοίρα. Με μια κουβέρτα στον ώμο, όπως λέει η κόρη της, Ελευθερία, πηγαινοερχόταν από τα παιδιά της στο βουνό. Γλίτωσε τη σύλληψη χάρη στον Ενωματάρχη των Καμαρών Φυντικάκη. Τις περισσότερες μέρες βρίσκεται στο λημέρι. Το σπίτι της στα Βορρίζα άδειασε, αφού ήταν συχνός στόχος των αποσπασμάτων και τα παιδιά της ζούσαν με τη μάνα της Φυλακτή. Βοήθησε τόσο πολύ την ομάδα, ώστε ο Πετρακογιώγης της είχε ιδιαίτερη εκτίμηση.
Ο Ψαρογιώργης λέει, σε μια μαρτυρία του, ότι μετά τη μάχη στου Παπά το Πέραμα, 9 Ιουλίου 1942, πήγε να τη γυρεύει. Λέει επί λέξει: Εγώ τράβηξα στ’ Αμαριώτικα, να πάω να γυρεύω τη Ψαρογιώργενα που εφευγοδίκα..
Επίσης σε άλλο σημείο των μαρτυριών του λέει: Εγώ παραπάντιζα στ’ Εγγλέζους γύρω από το χωριό. Η Ψαρογιώργενα εμαγέρευε κι όταν ερχότανε τ’ αποσπάσματα, εκείνη έπαιρνε μια κουβέρτα και εξώμενε με άλλες γυναίκες συγγενιές της σε σπηλιάρια..
Η κόρη της Ελευθερία, διηγείται όλη την οδύσσεια της μάνας της στα τέσσερα χρόνια της Κατοχής. Λέει μεταξύ άλλων: Θυμούμαι την κακομοίρα τη μάνα μας, μ’ ένα ζευγάρι φελλούς, ν’ ανεβοκατεβαίνει το βουνό, να μαγερεύει των ανταρτώ, να τσι πλύνει, να τσι ξεψειριάζει, ν’ απλώνει μπουγάδες μυστικά. Εννιά μήνες ανεβοκατέβαινε το βουνό βαρεμένη. Θυμούμαι κι άλλες γυναίκες, τη Διονύσαινα, τη Μανουσομανώλενα, να ζυμώνουν κι αυτές και να πλύνουν.
Βλέπουμε επίσης γυναίκες στην υπηρεσία της Αντίστασης στην ευρύτερη περιοχή. Ο Γεώργιος Μαρκάκης στη μαρτυρία για τον θείο του τον Σαρτζετάκη, λέει ότι η μάνα του, αδερφή του Νίκου Σαρτζετάκη, συνέχεια έστενε μπουγάδες για τσ’ αντάρτες που περνούσαν απ’ το χωριό του. Ο Στάθης Στιβακτάκης μας έχει πει ότι έβαναν γυναίκες έξω από το χωριό σκοπούς, για να βλέπουν τους γερμανούς καβαλάρηδες όταν έρχονταν από το Πορτί.
Επίσης βλέπουμε γυναίκες να πηγαινοέρχονται στις φυλακές της Αγυιάς, μήπως απελευθερώσουν τους άντρες τους που κρατούνταν φυλακισμένοι.
Η Αντιγόνη Φαραγκουλιτάκη, η αδερφή του Σκουτελογιώργη στην Απόλυχνο, βοήθησε με τον ίδιο τρόπο κι αυτή τους αντάρτες όταν κατέβαιναν στις σπηλιές. Επίσης γυναίκες απ’ την οικογένεια Πολιού Λιανουδάκη από τα Σκούρβουλα. Γυναίκες των Κρυοβρυσανάκηδων στη Λοχριά, των Στεφαναντώνηδων στις Κουρούτες, η γυναίκα του Ανωγιανωγιώργη στους Δρόσους και τόσες άλλες.
Ιδιαίτερο ρόλο βέβαια έπαιξαν πολλές Βορριζανές γυναίκες. Να αναφέρομε τις γυναίκες που κάθονταν στο Μεσίσκλι, γυναίκες των Ζαχαριουδάκηδων, την Γεναροκατερίνα, κόρη του γέρο – Γενάρη και γυναίκα του Κρομυδογιάννη. Εφρόντισε τα παιδιά του καταδιωκόμενου Ψαρογιώργη. Την Κρομυδογιώργενα, αδερφή του Μανουσομανώλη. Την Πολυδώρενα και την Νταντουλογιώργενα, συνέχεια στο ζυμωτό. Την Καραμανιτοκώστενα στο ζυμωτό.
Την Παπαδοδημήτρενα και την Ανεγνώστενα. Τα αγαπητά πρόσωπα του Καμπουρόκωστα και της γυναίκας του, Λερατομαρίας, που τόσο βοήθησαν την οικογένεια του Ψαρογιώργη. Την Καστελιανίνα, Σταματία που έπλενε τα ρούχα των ανταρτών στη Νίθαυρη, όταν πέρασε ο Κράιπε από εκεί. Τις γυναίκες του Πετρακογιώργη, τη μάνα Αντιόπη, αυτή την ηρωική μορφή, τη γυναίκα του Ευαγγελία και τις μεγάλες κόρες του, που για πολλούς μήνες φρόντιζαν τους καταδιωκόμενους συμμάχους στην αρχή της κατοχής.
Ύστερα άλλες που φυλακίστηκαν, όπως η Ωρνίενα (Ειρήνη Καργάκη – Βεϊσάκη) και η Κοκκινογιώργενα. Από τους 91 Βορριζανούς που καταγράφει ο Σκουτελογιώργης ότι συμμετείχαν στην Αντίσταση, ένα μεγάλο μέρος ήταν γυναίκες.
Η Ελευθερία Καργάκη – Δουλγεράκη μιλάει για την περιπλάνηση της οικογένειας από τις 26 Αυγούστου 1943 μέχρι το τέλος της κατοχής, για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της στους ανθρώπους που τους περιέθαλψαν στα δύσκολα αυτά δυο χρόνια. Λέει: Μετά που μας εκάψανε, πήγαμε ένα βράδυ, το πρώτο βράδυ στο Ζαρό, στους συγγενείς μας Κολομπότσηδες (Ασιθιανάκηδες), συγκεκριμένα στση γριάς Λυράρενας. Την επαύριο πήγαμε στη Νύβριτο. Είχαμε χάσει τα πράματά μας, ένα χρυσό σταυρό και μια κουβέρτα. Ο γκεσταμπίτης (ο Μαγιάσης) μας εκλούθα και μας ήλεγε όπου έχετε συγγενείς να πάτε.
Είπαμε λοιπόν να πάμε στους Δρόσους, στο χωριό της γιαγιάς μας της Ψαρίνας, της Ελένης Ασιθιανάκη. Επήγαμε. Σταματήσαμε στη βρύση. Εκεί ήταν ένας γέρος συγγενής μας και επότιζε τα βούγια. Ίσαμε να μας ε δει, μας ε λέει: Ηντά ’ρθετε επαέ να κάνετε, ήντα γυρεύετε επαέ, να μας ε σκοτώσουνε κι εμάς. Θυμούμαι πως εκατασκότωσε τα βούγια, τος εχτύπα με τη χαχαλόβεργα από το ζόρε ντου κι από το κακό ντου.
Εμείς ήπιαμε νερό οι κακομοίρηδες, εγεμώσαμε ένα μπρικάκι νερό. Εστέκαμε στη βρύση κι εκλαίγαμε τη μοίρα μας. Εκείνη την ώρα έρχεται μια γυναίκα, η Ανωγειανογιώργενα. Μας ε θωρεί και μας επήγε στο σπίτι της, η κακομοίρα και μας εκοίμησε. Μας εσκέπασε, και το πρωί που ξυπνήσαμε, ήμαστε όλα τα κοπέλια κατουρημένα. Κι εντράπηκε η γιαγιά μας η Φυλαχτή κι ήλεγε: Α, κουμπάρα, πως εκάμανε τα κοπέλια το στρώμα, και της έλεγε η Ανωγειανογιώργενα: Δε πειράζει, δεν πειράζει. Εκεί δεν ήταν ακόμη η μάνα, δεν ήτανε ο Φανούρης κι ο Γιάννης. Ήμαστε, ο Μανώλης, ο Στεφανής, η Μαρία, ο Διονύσης κι εγώ, κι είχαμε τη γιαγιά μας την κακομοίρα. Ο Γιάννης είχε σπάσει τον πόδα του κι ήτονε στους Κισσούς, στου Μπαμπιονίτη, που έσαζε τα σπασίματα. Μετά, ο Ανωγειανογιώργης μας ήβρηκε ένα σπιτάκι εκειά πάνω – κάτω, αχίρι, κι εμείς εσκάψαμε με τσι σκαλίδες, το καθαρίσαμε, τ ΄ασπρίσαμε κι εκάτσαμε.
Μετά ήρθε η θεια μας η Πέτρε με την κόρη της την Κυριακούλα. Είχανε φοβηθεί κι αυτές σαν το γέρο Ασιθιανογιάννη. Μετά εξεφοβηθήκανε οι συγγενείς μας και μας ε σιμώσανε. Μας εφέρανε τσικάλια, πιάτα, τέθοια.
Την πρώτη φορά επήγαμε με το Μανώλη, εβρήκαμε αγούδουρους κι εστρώσαμε χάμαι. Από πάνω εβάλαμε μια μποξαδένια σεντόνα, μας την είχε δώσει η Δαμιανομανώλενα και μια κουρελού.
Με τσι μποξάδες φαμένη μια κουβέρτα, κι εκοιμούμαστε εκειά απάνω, κι ήβγανε η γιαγιά μας τσι φουστανέλες τση και μας εσκέπαζε. Ετότες εκρύωσε ο Διονύσης. Τον έπιασε δυσεντερία. Επήγε ο Μανώλης και του γύρευε φάρμακα. Επήγε στου Τσιγκριτζή του γιατρού και του ’δωκε συνταγή και εστάθηκε στο Γεργιανό δρόμο κι επέρνα ο κουνιάδος μου ο Νικόλας ο Ντουλγκέρης, πήρε το χαρτί κι όταν εγύριζε από το Ηράκλειο του κράθιε τα φάρμακα.
Δεν είχαμε πιρούνια, κι εκάναμε με το Μανώλη πιρούνια με τσι τσίτες της αγριαχλαδιάς. Μετά μας επήρε ο γέρο – Ασιθιανογιάννης με το Στεφανή και εμαζώναμε ελιές και ο Μανώλης, και κάθ’ αργά μας εγέμιζε μια οκά λάδι. Ύστερα μας αγαπήσανε όλοι, μας εμιλούσανε, επηγαίναμε στα σπίθια ντος. Η Ανωγειανομανώλενα μας εφέρθηκε πολύ καλά. Ωραίοι άνθρωποι αυτοί.
Μετά από οχτώ μέρες, ήρθε η μάνα μας από το βουνό. Ήτανε επικηρυγμένη. Εφόριε φελούς. Ήτανε ένα – δυο μηνώ βαρεμένη. Εκρατούσε μια σεντόνα που την εσκεπαζότανε εκειά που εβραδιαζότανε. Ερχότανε αλλά έφευγε και πάλι κι επήγαινε στο βουνό. Δεν εκάθουνταν πολύ. Τήνε κυνηγούσανε, γιατί λέγανε θα πιάσομε τη γυναίκα ντου, θα σιμώσει ύστερα ο Ψαρογιώργης.
Από τους Δρόσους πηγαίναμε ξυπόλυτοι με το Στεφανή στου Λαλουμά, στης θειας μας της Σίμαινας, της Χαρίκλειας. Αυτή μας εβοήθησε πολύ, μας έδιδε απ’ όλα, τυράκια, παξιμάδι, πατάτες, λάδι, ρόδια και τα φέρναμε πίσω στους Δρόσους.
Στους Δρόσους μείναμε όλο το χειμώνα του 43. Την άνοιξη ήρθε με ένα μουλάρι από το Μαγαρικάρι, ένας κουμπάρος του πατέρα μου ο Χουστουλάκης, πεθερός μετά του Γιάννη του Καραντινού και μας επήρε. Επήγαμε στο Μαγαρικάρι σ’ ένα σπίτι του Μανασάκη. Η Μαυράκεα μας ε βοήθησε πολύ.
Στους Δρόσους εκάτσαμε 8 μήνες. Στο Μαγαρικάρι επήγαμε τον Απρίλη του 44. Εκεί εγέννησε η μάνα μου το κοπέλι. Την ξεγέννησε η καλή γυναίκα η Μαυράκενα. Το κοπέλι όμως ήτανε εξασθενημένο, γιατί το σήκωνε η μάνα στο αντάρτικο. Το κοπέλι θωρούσανε πως δε θελα βαστάξει, ήτανε άνηθο, αδύναμο, καχεκτικό. Στο βουνό η μάνα 8 μήνες, πώς θελα κάμει θεοτικό κοπέλι. Ένα βράδυ εκατεβήκανε οι αντάρτες, ο Μπαχρής, ο Σκουρομανώλης κι ο πατέρας μου και το βαφτίσανε κι η Μαυράκενα και ο Μανασοβαγγέλης. Την επαύριο που το ’χανε βαφτισμένο επόθανε το κοπέλι.
Τότε μας ε λέει η μάνα μας, εμένα και τση Μαρίας: «Αμέτε στη Γληγοριά, στου μπάρμπα σας του Νικολή του Μητσότη, να ’ρθεί, γιατί επόθανε το κοπέλι να το θάψει.
Επήγαμε στη Γληγοριά κι ήρθε ο μπάρμπας μας ο Μητσότης με τη Μητσότενα και το βάλανε απάνω σ’ ένα ταυλάκι και το πήγανε και το θάψανε το κακορίζικο σε μιαν άκρη του νεκροταφείου στο Μαγαρικάρι.
Μετά από λίγες μέρες εκάηκε το Μαγαρικάρι στση 4 του Μάη. Εβάλανε φωθιά οι Γερμανοί σ’ όλο το χωριό. Ήρθε ο Μητσότης και μας επήρε και μας επήγε στη Γληγοριά, σ’ ένα αχυράκι, που τ’ άδειασε και το ’σασε. Δεν είχαμε προλάβει να κάτσομε κι εφωνιάζανε μερικοί: Ήρθανε επαέ του Ψαρογιώργη τα κοπέλια να μας ε κάψουνε κι εμάς, να σηκωθούνε να φύγουνε. Μας ε λέει ο μπάρμπας μου ο Μητσότης: Ε, κακομοίρηδες, δε σας ε θένε επαέ, μόνο να πιάσετε να φύγετε. Εφύγαμε, κι η μάνα λουχούνα. Ήρθε αυτή η καλή γυναίκα, η Μαυράκενα στη Γληγοριά και μας ε πήρε. Είχε ένα περβόλι έξω από τσι Κισσούς, και λέει στη μάνας μου: «Συντέκνισσα, θα πάτε εκεί, έξω από τσι Κισσούς, έχω ένα περβόλι, να κάμετε μια καλύβα, να κάτσετε εκεί, να μη σας ε διώχνουνε από τα σπίθια. Εκειά στι Κισσούς, εκάναμε το καλοκαίρι, δυο τρεις μήνες. Μια στιγμή γροικούμε ότι σκοτώσανε δυο Γερμανούς, δίπλα μας, εκειά που μέναμε. Αμέσως αρχινίσανε οι σειρήνες και το πυροβολικό που έβαζε από το Τυμπάκι. Νύχτα, να χαλά ο κόσμος. Εκλαίγανε τα κοπέλια, ήκλαιγε ο Διονύσης, τεσσάρω χρονώ. Ήμαστε με τη γιαγιά μας τη Φυλαχτή. Η μάνα μας δεν ήτονε εκειά εκεινά τη μέρα.
Ήρθε εκείνο το βράδυ ο πατέρας μας και μας επήρε και μας επήγε οσόν το Μεσίσκλι από πάνω που το λένε Ροβάλωνα. Ήτονε εκειά δυο γερόντοι αθρώποι, ο γέρο Καπλάνης κι η γυναίκα του. Εφοβηθήκανε, γέροι αθρώποι, μην τσι σκοτώσουνε οι Γερμανοί. Εκοιμηθήκαμε κείνο το βράδυ στο σπίτι του. Ήτανε αποκρές, 15άρης, με το παλιό ημερολόγιο.
Το πρωί ήρθε και μας επήρε πάλι ο πατέρας μου. Εσήκωνε το Διονυσάκι στον ώμο ντου και του λέει: Θωρείς, Διονυσάκη πως μας εκάψανε οι Γερμανοί το σπίτι, και δεν έχομε σπίτι; Και τότε του λέει ο Διονύσης: Να, πατέρα, επαέ πέτρες, να χτίσομε ένα άλλο.
Εκατεβήκαμε στο Μεσομούρι, πιο κάτω από τα Ροβάλωνα κι εβρήκαμε δυο μιτατάκια πολύ μικρά, δε σ’ έβανε να σταθείς ορθός. Ήταν όμως καλοκαίρι και δε μας ένοιαζε. Ο Μανώλης έστενε τέλια κι ήπιανε λαγούς.
Μετά ήρθε μια καλή γυναίκα από κάτω από το Μεσίσκλι, η Κρεμυδογιάνενα, η Γεναροκατερίνα, του πατέρα μου αξαδέρφη. Ήρθε και θωρεί το χάλι μας και μας ε λέει: Θα σας ε πάρω, να σας ε πάω από κάτω από το σπίτι μου στο Μεσίσκλι.
Μας επήρε η γυναίκα κι εκατεβήκαμε από κάτω, στο Μεσίσκλι, κι είχε ένα σπιτάκι με τζίγγους. Το διαρμίστηκε αυτή, το ασβέστωσε, το κατάστεσε, κι εκάτσαμε εκειά ένα μήνα. Ήτανε το σπίτι της δίπλα, μας έφερνε φαϊ. Εκάτσαμε πιο λίγο, 15 – 20 μέρες. Εν τω μεταξύ εφεύγανε οι Γερμανοί.
Θυμούμαι πως μας εχτένιζε η Γεναροκατερίνα, κι ήλεγε: Ε! τα σκοτωμένα, να μην έχουνε μια κόνιδα! Μας είχε η μάνα μας καθαρά, μας ήπλυνε, μας εχτένιζε, μας εψείριζε, μας ήβγανε τσι κόνιδες. Η γιαγιά η Φυλαχτή δεν ήτονε στο Μεσίσκλι. Είχε φύγει απ’ την καλύβα στους Κισσούς. Είχε συγγενείς στον Καλοχωραφίτη.
Φύγανε οι Γερμανοί. Ήρθε ο πατέρας μας και μας επήγε στον Κάτω Ζαρό. Μας έδωσε ο Μπιρμπλικογιάννης (Ιωάννης Χαλκιαδάκης) ένα δωμάτιο κι εκάτσαμε. Εκάναμε εκεί 20 μέρες. Ύστερα ήρθε ο πατέρας μας στον Πάνω Ζαρό, βρήκε το Γραμματικό το Γιώργη Μελαμπιανάκη, ένα ευγενέστατο άθρωπο, λεγότανε κουμπάροι. Μας έδωκε το σπίτι που μείναμε στην αρχή στο Ζαρό, μέχρι να χτίσομε το δικό μας…”.
Η γυναίκα του αντάρτη (Ψαρογιώργενα)
Βαρύς ο χτύπος της καρδιάς, κι όσο περνά πληθαίνει
και του θανάτου την οσμή από μακρά ανασαίνει.
Την τουφεκιά του άντρα της, που εράισε τη μέρα,
καλά τήνε ξεχώρισε στις γάγλες του αέρα.
Αη Φανούρη απού θωρείς κι απ’άρματα κατέχεις
και το καλό του τόπου μας από παλιά ξετρέχεις,
δώσε βιτσά τ’αλόγου σου και μούγκρος να σηκώσεις,
το πένθος και την ορφανιά στο σπίτι μου μη δώσεις.
..
Εφτά παιδιά αξεσκόλιστα, εφτά άσπρα περιστέρια
σκεπάζει η καπετάνισσα κάτω απ’τα δυο της χέρια.
Πικρή γυναίκα, η λευτεριά της έκλεψε τον άντρα,
κι εκείνη μες στη νιότη της, τριάντα στα σαράντα,
πλυμένα ρούχα του άντρα της βαστά στην αγκαλιά της
κι ένα παιδί, αγέννητο, λαχτίζει την κοιλιά της.
Ως ήκουσε την ταραχή, το θρήνος του πολέμου,
ως ήκουσε τις μπαλωθιές να παίρνουνε τ’ανέμου,
να σέται η γης κι ο ουρανός, τα ζα να ξεσταλίζουν,
να ξεταιριάζουν τα πουλιά, τ’αψήλου να σκορπίζουν,
σύρθηκε μες στο κλαδερό, σκέπασε τα παιδιά της,
μα οι χτύποι πώς να σκεπαστούν στην τρυφερή καρδιά της,
που ακούει ζάλα Γερμανώ και πέταλα θανάτου,
και την ανάσα των σκυλιών στο σάλεμα του βάτου.
….
Τρεις τουφεκιές εγνώρισε στου Τραχηλιού το πλάι,
ύστερα δυο και πάλι τρεις κι ύστερα σταματάει.
Τ’αντρούς της είναι οι τουφεκιές, το μάλινχερ γνωρίζει
Και σ’αλοτεσινούς καιρούς ο νους τση ανεγυρίζει
που και πουλί πετάμενο ήριχνε με την πρώτη
κι εμέτρα του την αντρειά, το λόγο και τη νιότη,
μα τώρα σκοτεινά στοιχειά τον έχουνε ζωσμένο,
κι έχουν κι ονείρατα κακά το νου της τυλιγμένο.
…
Μπροστά στων έρμων των παιδιών τα φοβισμένα μάτια,
σπάει η καρδιά της σα γυαλί μα σφίγγει τα κομμάτια.
Εκεί τ’απομεσήμερο τη βρίσκει πετρωμένη,
ασάλευτη, αστέναχτη, ώρες να περιμένει.
Κάτω απ’τις φτερούγες της σκεπάζει τα παιδιά της,
κι ένα μπιστόλι εγγλέζικο κάτω από την ποδιά της.
Σφιχτά κρατεί τον πόνο της, και τα σκυλιά μυρίζουν
τη σκεπασμένη σιωπή, κι οι ώρες να μη γυρίζουν.
…
Η νύχτα έπεσε βαριά κι αστέρια δεν εβγήκαν
μέσα στο μαύρο ουρανό, πού πήγαν, πού χαθήκαν;
Κι εκείνη μες στην κόλαση τρεις μέρες να γυρίζει,
τσ’αποθαμένους να ρωτά, κανείς μην τη γνωρίζει.
Την τρίτη τα μεσάνυχτα, σ’αντρειωμένου σπίτι,
μαντατοφόρος πέζεψε, στου Παπαδοδημήτρη:
«Μήνυσε τση συντέκνισσας, μαντάτο τσ’έχω φέρει,
ο άντρας τσ’είναι αζωντανός με μια πληγή στο χέρι».
…
Ξύπνια τη βρήκε η αυγή με γλυκαιμένο κλάμα
στο’να της χέρι να κρατεί τ’Αη Φανουριού το τάμα.
Κωνσταντίνος Καργάκης
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος
Πηγή: patris.gr
Ο Γεώργιος Καργάκης – Ψαρογιώργης, ένας από τους πρώτους αντάρτες της Κατοχής της Ομάδος Πετρακογιώργη (Οπλαρχηγός), με τη γυναίκα του Ελένη (το γένος Λεράτου).
Τρίτο δεκαήμερο Ιουνίου 1942. Η ομάδα του Καπετάν Πετρακογιώργη στη θέση «Πισοκάμινο» στου Ρούβα. Τρίτος από δεξιά καθήμενος ο Γεώργιος Καργάκης – Ψαρογιώργης. (Φωτογραφία Πάτρικ Λη Φέρμορ).
Ο Γεώργιος Καργάκης – Ψαρογιώργης, ένας από τους πρώτους αντάρτες της Κατοχής της Ομάδος Πετρακογιώργη, (Οπλαρχηγός), με τη γυναίκα του Ελένη (το γένος Λεράτου).