Κείμενο – φωτογραφία: Νικόλαος Φουκαράκης
Στα τέλη Μαΐου του 1941 η Κρήτη πια είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς εκτός του νομού Λασιθίου που τον είχαν καταλάβει οι Ιταλοί.
Οι Ιταλοί αν και κατακτητές του Νομού με έδρα τους την Νεάπολη Λασιθίου οι Γερμανοί για να έχουν τον πλήρη έλεγχο μη έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη σ’ αυτούς έκαναν τακτική την παρουσία τους στην κωμόπολη του Λασιθίου.
Ήταν αρχές του Ιούνη του 41 λίγες μέρες μετά την κατάληψη του νησιού όταν μια ομάδα Γερμανών αποτελούμενη από δύο στρατιώτες και ένα Ανθυπασπιστή πήγαν και κάθισαν στου Κασσωτάκη το καφεπαντοπωλείο στην πλατεία της κωμόπολης και επιδόθηκαν σε οινοποσία.
Κάποια στιγμή ο Γερμανός ανθυπασπιστής έβγαλε την εξάρτηση με το όπλο του και τα τοποθέτησε πλησίον του σε μια άδεια διπλανή καρέκλα του καταστήματος.
Μέσα στο κατάστημα εκτός των Γερμανών υπήρχαν και ντόπιοι πελάτες και μεταξύ αυτών ήταν και ο νεαρός Μανώλης Βλαχάκης με καταγωγή από τις Βρύσες Μεραμβέλλου και κάτοικος στο κοντινό χωριό της Φουρνής έγγαμος με ένα παιδί.
Η οινοποσία τους κρατούσε ώρα και βλέποντας τους ο Βλαχάκης μεθυσμένους σκέφτηκε να προβεί στην παράτολμη κίνηση όπως και έπραξε να αρπάξει το όπλο του Γερμανού και να αποχωρήσει από το κατάστημα χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Έφτασε όμως και η ώρα που αποφάσισαν οι Γερμανοί να σταματήσουν την οινοποσία και να αποχωρήσουν και με μεγάλη έκπληξη ο Γερμανός ανθυπασπιστής διαπιστώνει ότι το όπλο του έγινε καπνός.
Οργή και απειλές στην συνέχεια στον καταστηματάρχη και σε όλους τους ντόπιους πελάτες που είχαν παραμείνει στο μαγαζί.
Εφόσον στον έλεγχο που έκαναν μέσα στο κατάστημα δεν ανευρέθη το όπλο θεώρησαν στην συνέχεια ως ύποπτους τους πελάτες που αποχώρησαν από αυτό πριν και μεταξύ αυτών υποπτεύθηκαν τον Βλαχάκη Μανώλη.
Τον αναζήτησαν στο Καστέλι της Φουρνής όπου διέμενε και απειλούσαν ότι θα έκαιγαν το χωριό αν δεν παραδινόταν.
Τον εντόπισαν τελικά στην τοποθεσία “Πέρα Μύλους ” και του έριχναν ριπές με τα ταχυβόλα τους ώσπου αναγκάστηκε να παραδοθεί.
Τον οδήγησαν στην Νεάπολη και μετά από μια σύντομη διαδικασία από έκτακτο στρατοδικείο που έστησαν τον οδήγησαν πίσω από τις Βασιλικές σχολές στην θέση “κολύμπα” και τον έστησαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα .
Ατάραχος και ψύχραιμος δεν δέχτηκε να του κλείσουν τα μάτια την στιγμή της εκτέλεσης .
Ρωτώντας τον πια είναι η τελευταία του επιθυμία είπε να δώσετε στην οικογένεια μου το πορτοφόλι μου και να τους πείτε ότι πέθανα για την Ελευθερία.
Οι Γερμανοί τον φωτογράφιζαν την ώρα αυτή άναυδοι από την περιφρόνηση που έδειχνε απέναντι τους αλλά και από την απαξίωση και ψυχραιμία που έδειχνε μπροστά στο θάνατο του.
Η Κρήτη σε όλη την διάρκεια της γερμανικής κατοχής αντιστάθηκε απέναντι στους γερμανούς πολλές φορές παράτολμα και με “κουζουλάδα ” μπορεί να πει κανείς γιατί η Ελευθερία μόνο έτσι τελικά κερδίζεται.