Του Δημήτρη Χρ. Σάββα
Πάντοτε αυτή η περίοδος κυρίως των εορτών έφερναν στο προσκήνιο την “πράσινη τσόχα”. Τότε, καιρού επιτρέποντος, όπως θα έλεγα, άρχιζε η βασιλεία της και για να είμαστε ακριβείς, αυτή η περίοδος, η γιορταστική-χειμερινή, ευνοούσε αλλά και ευνοεί απόλυτα την χαρτοπαιξία.
Το κουμ-καν, το πόκερ, η πόκα έδιναν και έπαιρναν, τόσο στα σπίτια, όσο και στις λέσχες.
Οι βαλέδες, οι ντάμες και οι ρηγάδες, καθώς και όλη η παρέα της τράπουλας γλιστρούν αθόρυβα από τα κρινοδάκτυλα των κυριών και τα αδρά χέρια των κυρίων, κάτω από τις γενικές προσταγές του ενός και μόνου αρχηγού, του μπαλαντέρ. Το Ηράκλειο ήταν μια από τις πολιτείες που η χαρτοπαιξία είχε μεγάλη πέραση.
Η ψυχαγωγία, το πάθος αυτό, ήταν ανέκαθεν συνυφασμένο με την κοινωνική μας ζωή. Η πράσινη τσόχα απλωνόταν τέτοιες μέρες σαν ένα μεγάλο χαλί πάνω από το Μεγάλο Κάστρο, κάνοντας ακόμα πιο αθόρυβες τις κινήσεις και τα βήματα των Καστρινών τις χειμωνιάτικες νύχτες, αλλά και πιο μουντή και φυσικά πιο ήρεμη τη βουβή και πολλές φορές μονότονη ζωή της επαρχίας. Πάντοτε οι Ηρακλειώτες έπαιζαν χαρτιά και αγαπούσαν αυτή τη συνήθεια.
Υπήρχε κάποιος λόγος, κάποια αιτία, κάποιο κέρδος γι’ αυτό το πάθος ή την ψυχαγωγία; Που να πήγαιναν οι Καστρινοί για να περάσουν την ώρα τους;
Κυρίως στον κινηματογράφο! Αυτός ήταν το μόνο μέσο ψυχαγωγίας, του άλλοτε αυτού πνευματικού κέντρου του Ηρακλείου! Του Ηρακλείου του Καζαντζάκη, του Ξανθουδίδη, του Μουρέλλου, του Αλεξίου και τόσων άλλων πνευματικών μορφών της πόλης μας. Πού έπαιζαν όμως οι Ηρακλειώτες;
Τότε επίσημα λειτουργούσαν εννέα λέσχες, οι οποίες λειτουργούσαν με ειδική άδεια. Αυτές ήταν: Η Περιηγητική, η Λέσχη Ηρακλείου, η Λέσχη Ερασιτεχνών Αλιέων (Παπακαλιάτη), η Λέσχη Εφέδρων Αξιωματικών (Μπελαντή), η Πανεφεδρική Λέσχη (Ριζοπούλου), η Λέσχη Κυνηγών (Δραμουντάνη), η Λέσχη Εθνικής Αντίστασης Κρήτης (Εθνικόν), η Λέσχη Αντιστάσεως Μυλοποτάμου (Σταυρακάκη) και η Λέσχη Εθνικής Αντιστάσεως Ηρακλείου (Μακατούνη).
Στις Λέσχες αυτές πρέπει να προστεθεί και άλλη μία, η δέκατη τον αριθμό. Πρόκειται για τη Λέσχη Αξιωματικών, όπου γίνονταν παιχνίδια χωρίς να υπάρχει η σχετική άδεια. Έλεγαν βέβαια, ότι στη λέσχη αυτή έπαιζαν κουμ-καν με μπαλαντέρ, κάτι που απαγορεύονταν στις κανονικές Λέσχες, στις οποίες παίζονταν απλό κουμ-καν, πόκερ και πόκα.
Οι λέσχες λειτουργούσαν από τις 13.00 μέχρι τις 3 (μεσάνυχτα) και διέθεταν κανονισμό. Όσοι έπαιζαν δε σ’ αυτές έπρεπε να εγγράφονται μέλη του σωματείου, στο οποίο ανήκει η λέσχη. Στο μέγαρο “Αχτάρικα” στο δεύτερο όροφο της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης μετά τον πόλεμο του σαράντα λειτούργησε η Λέσχη Επιστημόνων Ηρακλείου.
Μάλιστα συγχωνεύτηκε με τη Λέσχη Θεοτοκόπουλος και τα μέλη της είχαν αφοσιωθεί για τα καλά στην χαρτοπαιξία. Φυσικά δεν ήταν αυτός ο χαρακτήρας της τα πρώτα χρόνια. Υπήρχε καταστατικό για την Λέσχη Επιστημόνων και ο βασικός της σκοπός ήταν η ηθική, πνευματική, κοινωνική προαγωγή των μελών της καθώς και η ψυχαγωγία τους. Αυτή η λέσχη λειτούργησε στα πρώτα χρόνια της ιδρύσεώς της σε κτήριο της οδού 25ης Αυγούστου. Συνήθως εκεί κατέφευγαν “ξέμπαρκοι και ξέμπαρκες” εργένηδες και δεσποινίδες και έκαναν… παρέα, διακόπτοντας προς στιγμήν ή και δια παντός τον μονήρη βίο τους.
Ο φίλος μου και πρώην γείτονάς μου, ο λόγιος συνταξιούχος φαρμακοποιός κατά τη δεκαετία του εξήντα θυμάται και μου λέει:
“Ένα βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα που διανυκτέρευα ήρθε αναμαλλιασμένος ένας τραχύς και απότομος επαρχιώτης, προφανώς από την χαρτοπαικτική λέσχη του μεγάρου “Αχτάρικα”. Μου είπε ότι ήθελε μια ασπιρίνη γιατί τον πονούσε η κεφαλή του. Τον ρωτάω να την τυλίξω; Και τότε εκείνος μου απαντά: Να την τσουλώ θέλει;”.
Για την παρακολούθησή τους, αρμόδιο ήταν το τμήμα Λεσχών και Ηθών της Ασφάλειας Ηρακλείου. Η σκοπιμότητα δε της λειτουργίας των έγκειτο στο ότι προστατεύει το κοινό από τους κινδύνους των παιχνιδιών με μία σειρά ειδικά μέτρα (απαγορεύεται η είσοδος ατόμων κάτω των 23 ετών, δεν έχουν αόριστη διάρκεια λειτουργίας, έχουν εγκεκριμένο κανονισμό κ.λπ.)
Συγχρόνως με τις λέσχες αυτές το κράτος επιτυγχάνει τρια βασικά πράγματα: α) Προστάτευε τους παίζοντες από τυχοδιώκτες και χαρτοκλέπτες, β) διέθετε τα παιγνιόχαρτα μονοπωλιακά και γ) εισέπραττε ειδικό φόρο μικτών παιγνίων (2.000 κάθε τριμηνία ως ανανέωση αδείας και στο τέλος του οικονομικού έτους γενικό φόρο μικτών παιγνίων). Για όλα αυτά οι λέσχες εισέπρατταν από 10 δραχμές την παρτίδα. Κύριο παιχνίδι των λεσχών ήταν το κουμ-καν από 10 έως 100 δραχμές την παρτίδα, ενώ η πόκα ήταν το πιο σπάνιο παιχνίδι τους.
Σε όλο το Ηράκλειο μόνο 40 περίπου παίκτες πόκας υπήρχαν για ν’ απασχολήσουν 2 από τα 9 μαγαζιά. Οι πιθανότητες κέρδους του παίκτη της λέσχης ήταν 1 προς 4, ενώ στο λαχείο είναι 1 προς 80.000. Μέσα στις λέσχες κυκλοφορούσαν 4-5 σεσημασμένοι χαρτοκλέπτες, όμως καθίστανται ακίνδυνοι.
Ένα πρόβλημα των λεσχών ήταν τα παιγνιόχαρτα που συχνά υπήρχε έλλειψη σ’ αυτά, με αποτέλεσμα οι λεσχεάρχες να γίνονται αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από ορισμένους περιπτερούχους. Πέραν όμως από τις λέσχες το κακό συνεχιζόταν και στα σπίτια. Υπολογίζεται ότι σε 1.000 σπίτια της πόλης μας, παίζονταν αρκετά παιχνίδια.
Και φυσικά κάτι τέτοιο απαγορευόταν. Το φανταζόμαστε να ήταν κάτι τέτοιο επιτρεπτό; Γενικά η Πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου και το κοινό της αγαπούσε το χαρτοπαίγνιο.
Δέσμια της πράσινης τσόχας. Και αυτό όχι για κανένα άλλο λόγο παρά γιατί μέσα στην τέλεια σχεδόν πνευματική καλλιτεχνική και ψυχαγωγική αποτελμάτωση, το χαρτοπαίγνιο ήταν κάποια διέξοδος και η πράσινη τσόχα μια φωτεινή ελπίδα στην τόσο σκληρή επαρχιώτικη μοναξιά.