Στις περισσότερες συνταγές που γνωρίζουμε, ο αρακάς χρησιμοποιείται χλωρός ή κατεψυγμένος. Πάντως, όχι ξερός. Και όμως, αυτό θα εξέπληττε τους προγόνους μας, αλλά και όλους τους Ευρωπαίους πριν από την Αναγέννηση, αφού μέχρι τότε τον ξεφλούδιζαν, τον αποξήραιναν και τον έτρωγαν όπως τα άλλα όσπρια σε σούπες και ζωμούς ή τον έκαναν φάβα και χυλό. Γενικά, τα ξερά μπιζέλια έσωσαν πολύ κόσμο από την πείνα κατά τον Μεσαίωνα και ήταν βασικό τρόφιμο των φτωχών πληθυσμών του Παλαιού Κόσμου, καθώς ήταν φθηνά, μπορούσαν να διατηρηθούν για καιρό και ήταν καλή πηγή πρωτεΐνης. Το pease pottage των Άγγλων, για παράδειγμα –όπου «pease» είναι η αρχική αγγλική λέξη για τον αρακά–, ήταν ένα δημοφιλές street food την εποχή του Ιακώβου Α΄ (τέλη 16ου-αρχές 17ου αιώνα). Πρόκειται για ένα είδος πηχτού ανάλατου πόριτζ από βρασμένα ξερά μπιζέλια που σέρβιραν με μπέικον. Πολύ δημοφιλής ήταν και η πουτίγκα από ξερά μπιζέλια, που έφτιαχναν βράζοντας τα όσπρια μέσα σε τουλπάνι μαζί με ζάχαρη, πιπέρι και λίγη μέντα, ενίοτε και μπέικον. (Σήμερα μας ξενίζει αυτό το γλυκάλμυρο μπλέξιμο, ωστόσο είναι ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τις πρώτες πουτίγκες. Ας μην ξεχνάμε ότι και η κλασική Christmas pudding τους προήλθε από μια αλμυρή εκδοχή, η οποία περιείχε αίμα ζώου και ήταν τυλιγμένη σε έντερο.) Στη Σκωτία πάλι φτιάχνουν αλεύρι από μπιζέλια, το λεγόμενο peasemeal, πoυ χρησιμοποιούν όπως το καλαμποκάλευρο σε ζύμες, χυλούς τύπου πόριτζ και άζυμα ψωμιά.