Η εικόνα της Μεσοπαντίτισσας και η μεταφορά της στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αδρία, μετά την κατάληψη της πολιτείας από τους Τούρκους, το 1669
«Βενετία, 22 Νοεμβρίου 1670
…Χθες ο Δόγης και το Κολλέγιο των Δουκών συμμετείχαν σε μια επίσημη λιτανεία, σύμφωνα με το πρόσφατο τάμα που έκαναν για την απαλλαγή από την τελευταία επιδημία πανούκλας. Η λιτανεία αυτή θα γίνεται κάθε χρόνο. Την ίδια ημέρα μια εικόνα της Παρθένου Μαρίας, που μεταφέρθηκε από τον Χάνδακα, τοποθετήθηκε με επισημότητα στο ναό Della Salute. Όλο το Ιερατείο της πόλης ακολουθούσε την πομπή, στην οποία συμμετείχαν ο Δόγης και όλο το σώμα της Συγκλήτου».
Η πληροφορία αυτή, που περιέχεται σε αδημοσίευτο βενετσιάνικο χειρόγραφο το οποίο έχουμε στη διάθεσή μας, αναφέρεται σε μια πραγματικά ιερή ιστορία για τον Χάνδακα, το Ηράκλειο, δηλαδή, κατά την περίοδο των Βενετών.
Η εικόνα της Παναγίας για την οποία γίνεται αναφορά είναι η περίφημη Μεσοπαντίτισσα. Κατά την εκκένωση της πόλης από τον Φραντζέσκο Μοροζίνι προκειμένου να παραδοθεί στους Τούρκους και στον Μεγάλο Βεζίρη Αχμέτ Κιοπρουλή, τον Σεπτέμβριο του 1669, τα κειμήλια και τα αρχεία του Χάνδακα φορτώθηκαν σε πλοία και μεταφέρθηκαν στη Βενετία. Ανάμεσα στα σημαντικά κειμήλια της σκλαβωμένης πολιτείας, ήταν η εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας, ιερό σύμβολο του Χάνδακα, μαζί με την Κάρα του Αγίου Τίτου, προστάτη και πολιούχου του νησιού, που επίσης μεταφέρθηκε την ίδια εποχή στη Βενετία. Η εικόνα θεωρείτο το παλλάδιο της χριστιανικής Κρήτης και μαζί με την Κάρα του Αγίου Τίτου, απολάμβανε ιδιαίτερης τιμής και λιτανευόταν κάθε Τρίτη. Στις λιτανείες, μάλιστα, αυτές, έπαιρναν μέρος τόσο οι ορθόδοξοι όλοι και οι καθολικοί του νησιού, με επικεφαλής τους Βενετούς αξιωματούχους.
Η παράδοση για την εικόνα
Η παράδοση αναφέρει ότι η εικόνα ήταν έργο του Ευαγγελιστή Λουκά κι είχε σταλεί στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη προκειμένου να σωθεί από το διωγμό στη διάρκεια της Εικονομαχίας και υπήρχε στο ναό του Αγίου Τίτου, στον Χάνδακα, έδρα της Αρχιεπισκοπής των Λατίνων κατά την Ενετοκρατία. Σʼ όλη αυτή τη μακρά περίοδο θεωρείτο σύμβολο συμφιλίωσης ανάμεσα στους Βενετσιάνους και στους ντόπιους Ορθοδόξους, καθώς μετά από μια από τις πολλές επαναστάσεις των κατοίκων της Κάνδιας οι αρχηγοί των τελευταίων, όταν συνθηκολόγησαν με τον Δούκα, του παρέδωσαν την εικόνα αφού έδωσαν πάνω σʼ αυτήν όρκο πίστης και υποταγής στη Γαληνοτάτη. Για το λόγο αυτό, ερμηνεύουν μερικοί ιστορικοί, πήρε την ονομασία Μεσοπαντίτισσα, δηλαδή Μεσίτρια. Κατʼ άλλους, όμως, η ονομασία δόθηκε επειδή η εικόνα βρισκόταν στον Άγιο Τίτο, στη «μέσα πάντα» του Χάνδακα. Η εικόνα, που θεωρούταν θαυματουργή, ήταν επί αιώνες το θρησκευτικό σύμβολο της πόλης. Μετά το 1379 γινόταν λιτανεία της κάθε Τρίτη αλλά και στις μεγάλες εορτές, ενώ την περιφορά της στους δρόμους και τις εκκλησίες της πολιτείας ακολουθούσε και παρακολουθούσε πλήθος πιστών, Λατίνων και Ορθοδόξων. Οι πρωτοπαπάδες, μάλιστα, των Ορθοδόξων συμμετείχαν υποχρεωτικά στις λιτανείες και απείχαν μόνο με ειδική άδεια του Δούκα. Σε διαφορετική περίπτωση απουσίας τους πλήρωναν χρηματικό πρόστιμο.1 Ενδεικτικό του γεγονότος ότι η εικόνα θεωρείτο θαυματουργή είναι ότι κατά τη διάρκεια της τελικής φάσης της πολιορκίας ο Αρχιστράτηγος Φραντζέσκο Μοροζίνι είχε αποτυπώσει στο λάβαρό του και την Παναγία τη Μεσοπαντίτισσα, μαζί με τον Εσταυρωμένο, τον Άγιο Τίτο και το σύμβολο της Βενετίας, τον φτερωτό Λέοντα. Το λάβαρο του Μοροζίνι υπάρχει σήμερα στο μουσείο Κορρέρ της Βενετίας.2
Οι τακτικές λιτανείες με την περιφορά της εικόνας συνεχίστηκαν και στη διάρκεια της πολιορκίας. Σʼ αυτήν προσεύχονταν οι κάτοικοι του Χάνδακα για να τους βοηθήσει νʼ αντέξουν, όπως περιγράφει χαρακτηριστικά ο Μπουνιαλής.
«Και τη Μεσοπαντίτισσαν όλοι παρακαλούσα,
την Τρίτη που τη βγάνασι μʼ ευλάβεια ʼκλουθούσα,
κʼ ελέγασι: “Παρθένα μου, τώρα βοήθησέ μας,
κι άγωμε ομπρός εις το Χριστό, συχώρεση έπαρέ μας”.»3
Ενώ ο Μπουνιαλής φέρει τον ίδιο τον Χάνδακα στη θέση να προσεύχεται στην Παναγία την Μεσοπαντίτισσα αλλά και στους άλλους αγίους του νησιού για να μην τον καταλάβουν οι Αγαρηνοί, δηλαδή οι Τούρκοι, αποδεικνύοντας τη λατρεία των χριστιανών στην εικόνα:
«Δέομαι με τα δάκρυα, Θεέ, απάκουσέ με,
κι από τα τόσα βάσανα οπού ʼχω λύτρωσέ με
εις τʼ άδικο που μʼ εύρηκε τόσους καιρούς και χρόνους
κʼ έχω πληγές εις την καρδιά αμέτρητες και πόνους.
Κʼ εσύ, ω υπερθαύμαστη κυρία Μαριάμ μου,
ξελύτρωσέ με τη φτωχή, Μεσοπαντίτισσά μου∙
κι Άγιοι Δέκα Μάρτυρες, κι Άγιε Τίτε δικέ μου,
σμίξετʼ εσείς οι έντεκα τώρα, βοηθήσετέ μου∙
μη μπούνε οι Αγαρηνοί να με καταπατήσου»4
Την αποκαθήλωσή της, μάλιστα, περιγράφει ο Μπουνιαλής, μαζί με άλλα ιερά σκεύη και αντικείμενα λατρείας, με την υπογραφή της συνθήκης παράδοσης του Χάνδακα:
«Άδειασαν την Τριμάρτυρο και τʼ άλλα όλα εκείνα
και το Χριστό του Κεφαλά, κι Αγιάν Αικατερίνα.
Το Άγιον Αίμα πιάνουσι τότες και κασελιάζου,
και τη Μεσοπαντίτισσα και λείψανα φυλάσσου∙
τους Άγιους Δέκα να χαλούν, κι όσες εικόνες ήτο
τρίγυρα εκεί στην εκκλησά που λέγαν Άγιο Τίτο».5
Ενώ την ίδια ώρα την αποχαιρετά με σπαραγμό το Μεγάλο Κάστρο:
«Πλιό παρακάλια δε γροικώ κʼ εσφάγηκʼ η καρδιά μου
κʼ εμίσεψες, Παρθένα μου, Μεσοπαντίτισσά μου»6
Η μεταφορά στη Βενετία
Όπως αναφέρει και η υπόμνηση από το αδημοσίευτο χειρόγραφο που παραθέσαμε στην αρχή του κειμένου, η εικόνα τοποθετήθηκε με δόξα και τιμή στη “Santa Maria della Salute”, στις 21 Νοεμβρίου 1670, ημέρα των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η πληροφορία επιβεβαιώνεται από το πρακτικό που συνέταξε ο σκευοφύλακας του ναού, ο οποίος την παρέλαβε μία ημέρα νωρίτερα από τον αντίστοιχο του ναού του Αγίου Μάρκου, όπου αρχικά είχε μεταφερθεί. Στο πρακτικό υπάρχει αναλυτική περιγραφή της εικόνας που ήταν επενδυμένη με πλούσια αναθήματα. Το μεγαλύτερο μέρος της Παναγίας και του Θείου Βρέφους ήταν επενδυμένο από πλάκες χρυσού. Σʼ ένα από τα επίσης χρυσά φωτοστέφανα υπήρχε ο θυρεός του Μοροζίνι. Η επιφάνεια της εικόνας έφερε δεκάδες πολύτιμα αντικείμενα, τα οποία σταδιακά τοποθετήθηκαν σʼ αυτή κατά τη διάρκεια της έκθεσης της στο ναό του Αγίου Τίτου και των λιτανειών στους δρόμους του Χάνδακα.7
Οι Βενετοί και σήμερα τιμούν με λαμπρές εκδηλώσεις την εικόνα, στις 21 Νοεμβρίου.
Ο αναφερόμενος, στην υπόμνηση, ναός Della Salute είναι ο περίφημος “Santa Maria della Salute”, που στην κυριολεκτική του μετάφραση σημαίνει «Παναγία της Υγείας». Άρχισε να κτίζεται το 1631 και είχε αφιερωθεί στην Παναγία ως ευχαριστήρια προσφορά μετά τη μεγάλη επιδημία πανούκλας που κόστισε τη ζωή 60.000 ανθρώπων μόνο στη Βενετία. 8 Δεν αποδίδομε στα ελληνικά την ονομασία του ναού, στον οποίο παραμένει η εικόνα, καθώς μια μετάφραση θα ήταν αδόκιμη.
Έκτοτε, κάθε χρόνο, στις 21 Νοεμβρίου, τιμάται με ξεχωριστή λαμπρότητα.
Σημειώνουμε ότι η μνήμη της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας γιορτάζεται στις 13 Ιανουαρίου, στο παρεκκλήσι του Αγίου Τίτου, όπου είναι το αφιέρωμά της.
1 Μαρία Σ. Θεοχάρη, “Περί την χρονολόγησιν της εικόνος Παναγίας της Μεσοπαντιτίσσης”, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, ανακοίνωση στη συνεδρία της 15ης Ιουνίου 1961, σ. 271-272
2 Χρύσα Μαλτέζου “Κι εμίσεψες Παρθένα μου…” Η οικειοποίηση των κρητικών συμβόλων από τη Βενετία, στο ένθετο εφημερίδας “Καθημερινή” “Κρητικός Πόλεμος”, Κυριακή 25 Ιανουαρίου 1998, σ. 11-12
3 Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή του Ρεθυμναίου, “Ο Κρητικός Πόλεμος 1645-1669”, επιμέλεια Στυλιανός Αλεξίου – Μάρθα Αποσκίτη, εκδόσεις Στιγμή, 1995, σ. 250, στ. 270 25-28
4 O.π., Μπουνιαλή σ. 453, στ. 498 25 -499 3
5 O.π., Μπουνιαλή σ. 494, στ. 546 11-16
6 Ο.π., Μπουνιαλή σ. 501, στ. 554 23-24
7 Ο.π. Μαρία Θεοχαρη, βλ. πρακτικό σκευοφύλακα, σ. 277-279
8 W.H. Davenport Adams “Queen of the Adriatic or Venice Past and Present”, London, 1869, σ. 322-323
Πηγή: candiadoc.gr – Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη