Επιμέλεια : Κατερίνα Χρηστάκη
ΑΝΑΠΑΛΑΙΩΘΗΚΕ ΤΟ 2005 ΕΓΚΑΙΝΙΑΣΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΓΟΡΤΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΡΚΑΔΙΑΣ κ. ΜΑΚΑΡΙΟ ΣΤΙΣ 8/9/2005
Η Παναγία η Καρδιώτισσα Πανασσού είναι μία βασιλική με θόλο, τύπος ιδιαίτερα διαδεδομένος για ξωκκλήσια κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας στην Κρήτη. Η πρώτη, λοιπόν, φάση του ναού τοποθετείται χρονικά στην Ενετική Εποχή στα τέλη του 15ου ως τις αρχές του 160υ αιώνα. Αρχιτεκτονικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν τη χρονολόγηση αυτή αποτελούν – εκτός βέβαια από τον αρχιτεκτονικό τύπο του ναού – τα μισά τόξα που σώζονται πάνω από τις θύρες καθώς και τα ρόδια (εφυαλωμένα πιάτα) βενετσιάνικης τεχνοτροπίας, που έχουν χαρακτήρα αποτροπαϊκό ή απλά διακοσμητικό.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στο νησί η Ενετική αυτή βασιλική μετατρέπεται σε τζαμί. Ο κωδ. 59 του Τουρκικού Αρχείου της Βικελαίας Βιβλιοθήκης μαρτυρεί ότι το 1835 – έτος που αντιστοιχεί στο ‘Ετος Εγίρας των μουσουλμάνων, 1251 – ο Ναζίφ Αγά Ζαντέ Αρίφ Αγάς υπήρξε αφιερωτής του τζαμιού. Η εξέλιξη αυτή πέρα από το γεγονός ότι ήταν συνηθισμένη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, δηλ. να μετατρέπονται χριστιανικοί ναοί σε τζαμιά, ήταν και δικαιολογημένη, εφόσον στην περιοχή γύρω από την Καρδιώτισσα απλωνόταν το τουρκικό χωριό. Το 1856 γίνεται καταστροφικός σεισμός στην Κρήτη και ο ναός της Παναγίας της Καρδιώτισσας παθαίνει μεγάλες καταστροφές και μέρος του γκρεμίζεται. ‘Όσα μέρη της ενετικής ανωδομής είχαν διασωθεί διατηρήθηκαν και το οικοδόμημα συμπληρώθηκε από μάστορες της εποχής – πιθανότατα Καρπάθιους, που είχαν εποικίσει το νησί – για να εξυπηρετήσει πλέον τις αισθητικές και τελετουργικές ανάγκες των Οθωμανών. Το παράθυρο της Βόρειας πλευράς, εξαιρετικής ισλαμικής τεχνοτροπίας, αποτελεί μάρτυρα της περιόδου αυτής.
Το τζαμί λειτούργησε ως το 1923, οπόταν με τη Συνθήκη της Λοζάννης η Ελλάδα και η Τουρκία υποχρεώθηκαν σε ανταλλαγή πληθυσμών. Μετά την απομάκρυνση των Οθωμανών η Εκκλησία αναστηλώνεται από χριστιανούς και λειτουργεί ξανά ως χριστιανικός ναός.
Ο ΜΥΘΟΣ
Σύμφωνα με την παράδοση στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η Παναγία η Καρδιώτισσα ζούσε κάποτε ένας άρχοντας που είχε μία όμορφη και ζηλευτή κόρη. Τις αρετές της ερωτεύτηκαν δύο αρχοντόπουλα, ο Παν από την Απολλωνία (σημερινός Πρινιάς) και ο Άσσος από τη Γόρτυνα. Οι δύο νέοι ποθούσαν να παντρευτούν τη νέα, όμως εκείνη αρνιόταν να επιλέξει σύντροφο ζωής, αφού κανέναν από τους δυο δεν αγαπούσε. Η επιμονή τους, όμως, την ανάγκασε να δώσει μία άχαρη λύση στο βαθύ ανταγωνισμό τους: τα δύο αρχοντόπουλα θα μονομαχούσαν και εκείνη θα παντρευόταν το νικητή. Και η μονομαχία ορίστηκε να γίνει στη μέση της απόστασης μεταξύ Απολλωνίας και Γόρτυνας. Θα παραβρίσκονταν ασφαλώς τόσο ο άρχοντας όσο και η αρχοντοπούλα, για να είναι και οι δύο μάρτυρες ότι ο αγώνας θα ολοκληρωθεί τίμια. Μόνο έτσι ο νικητής θα εξασφάλιζε την ανεπιφύλακτη εκτίμηση και των δυο τους.
Και όσο μονομαχούσαν ο Παν και ο Άσσος, το κρίμα βάραινε την ψυχή της κόρης να σκοτωθούν τα παλικάρια για χάρη της. Η γνώμη της άλλαξε γρήγορα και πρότεινε στους νέους να ζήσουν και οι τρεις μαζί χωρίς να ανήκει σε κανένα , χωρίς να γίνει γάμος. Και έτσι άρχισε η ειρηνική και ήσυχη συμβίωσή τους.
Δυστυχώς, όμως, οι τρεις τους δε χάρηκαν πολύ την ευτυχή αυτή συμβίωση, αφού ανύπαντρη η κόρη πέθανε πολύ νωρίς. Ο πονεμένος πατέρας έχτισε για χάρη της περικαλλές μνημείο: τάφος λαξευτός να τον σηκώνουν στις πλάτες τους δύο πέτρινα λιοντάρια. Εκεί έθαψαν και τα δύο αρχοντόπουλα για χάρη της αγαπημένης τους τα έπαθλά τους, θησαυρός πολύτιμος. Και ο τάφος στοιχειώθηκε ποτέ να μην κλαπεί. Διαφορετικά, θάνατος θα έβρισκε τον κλέφτη.
Σε εκείνο το σημείο, λοιπόν, όπου θάφτηκε η αρχοντοπούλα χτίστηκε αργότερα η Παναγία η Καρδιώτισσα. Σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρίες κατοίκων του Πανασσού σε μία προσπάθεια αναστήλωσης του ναού βρέθηκαν τα λιοντάρια , τα οποία, όμως, πελεκήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στην ανωδομή. Ο παραπάνω μύθος, ακόμη, δικαιολογεί και το όνομα του χωριού Πανασός, αφού αυτό ετυμολογείται από τα ονόματα των δύο αρχοντόπουλων.
Την πρωτοβουλία για την αναστήλωση της Παναγίας της Καρδιώτισσας Πανασσού ανέλαβαν οι απόγονοι του Καπετάν Γιώργη του Πανασανού. Πρωτεργάτες και ψυχή του έργου υπήρξαν ο Παναγιώτης και η Πόπη Σουρή. Το κίνητρο ήταν αγαθό, τόσο για να τιμηθεί η ιστορική προσωπικότητα του Καπετάνιου, όσο και για αποτελέσει αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι δεν λησμονούνται οι ρίζες και ο τόπος μας. Διατηρείται, όμως, και το όραμα και η ελπίδα να αναληφθούν και άλλες παρόμοιες πρωτοβουλίες με τη συνδρομή όλων όσων καταγόμαστε από τον Πανασό που θα ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την παρουσία του στη συνείδηση όλων μας.