Η οσία Συγκλητική γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια κατά τον 4ο αιώνα από γονείς χριστιανούς, πλούσιους και ευσεβείς, που κατάγονταν από την Μακεδονία. Η ομορφιά, η ευφυΐα και οι πάμπολλες αρετές της, την έκαναν να πολιορκείται από πλήθος μνηστήρων σε νεαρή ήδη ηλικία· εκείνη όμως παρέμενε τυφλή και κώφευε στα θέλγητρα του κόσμου τούτου, ποθώντας μόνον την πνευματική ένωση με τον ουράνιο Νυμφίο, τον Χριστό. Υποτάσσοντας το σώμα της με νηστείες και κάθε λογής σκληραγωγίες, συγκέντρωνε αδιάκοπα τον νου της στο βάθος της καρδιάς ανακράζοντας νυχθημερόν: «για μένα τα πάντα είναι ο Αγαπημένος μου όπως κι εγώ γι’ Αυτόν» (Άσμα Ασμάτων 2, 16).
Μετά τον θάνατο των γονέων της, μοίρασε τη μεγάλη περιουσία της στους φτωχούς, αναχώρησε από την πόλη συνοδευόμενη από την τυφλή αδελφή της, και αφιερώθηκε εσαεί στον Κύριο μετά την κουρά της από κάποιον ιερέα. Με αυτόν τον τρόπο έθεσε τα θεμέλια του γυναικείου μοναχισμού, όπως ακριβώς τα είχε θέσει και ο Μέγας Αντώνιος [17 Ιαν.] για τον ανδρικό αντίστοιχα. Εξοικειωμένη ήδη στην ασκητική βιοτή, προόδευε γρήγορα στην οδό που οδηγεί τους μοναχούς να ζουν στη γη σαν στον ουρανό, ώστε να μη χάσει τον επουράνιο μισθό της εν Χριστώ και απωθούσε με διάκριση όλους τους πειρασμούς που της υπέβαλλαν οι δαίμονες. Υψωνόταν έτσι αδιάκοπα προς τον ουρανό με τις άγιες αρετές και, παρά τη θέλησή της, η φήμη της διαδόθηκε στα περίχωρα ωσάν ευωδία πνευματική, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερες νεαρές γυναίκες να προστρέχουν με ζήλο ζητώντας τη συμβουλή και την πνευματική καθοδήγησή της.
Αρχικά η οσία αρνήθηκε από ταπείνωση να διακόψει τη σιωπή της. Τελικά, όμως, ενέδωσε από αγάπη στην επιμονή τους και τους απεκάλυπτε, με στεναγμούς και δάκρυα, τους θησαυρούς σοφίας και γνώσης που το Άγιο Πνεύμα είχε προ πολλού αποθέσει μυστικά μέσα της.
Κατ’ αρχήν, η οσία Συγκλητική υπενθύμιζε στις μαθήτριές της ότι η τέλεια αγάπη του Θεού και του πλησίον είναι η τελείωση του θείου Νόμου, παλαιού και νέου (Εξ. 20· Ρωμ. 13, 10), και αυτή πρέπει να είναι η αρχή και το τέλος όλων των πράξεων, όσων εγκαταλείπουν τα εγκόσμια. «Θα είμαστε μακάριοι», έλεγε, «εάν κοπιάζουμε για να αρέσουμε στον Θεό και να κερδίσουμε τον ουρανό, όσο οι άνθρωποι του κόσμου αυτού κοπιάζουν για να συσσωρεύσουν πλούτη και φθαρτά αγαθά». Αυτή η αγία αγάπη ανθοφορεί σαν λεπταίσθητο άνθος μόνο μέσα σε σώματα και ψυχές που διαφυλάχθηκαν αγνές και καθαρές, όχι μόνο από τα αμαρτήματα της σαρκός και των αισθήσεων, αλλά από κάθε ασύνετη συγκατάβαση απέναντι σε ακάθαρτους λογισμούς που ο διάβολος υποβάλλει αδιάκοπα στους αγωνιστές του Χριστού.
Πρέπει, λοιπόν, αδιαλείπτως γρηγορούντες να δείχνονται εκ των πραγμάτων «φρόνιμοι ως οι όφεις» για να αντικρούουν τις μηχανεύσεις του μισόκαλου και «ακέραιοι όπως τα περιστέρια» (Ματθ. 10, 16) στην καθαρότητα σώματος, ψυχής και πνεύματος. Όπως πλένουμε και λευκαίνουμε τα ρούχα τρίβοντάς τα δυνατά, ξανά και ξανά, κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει κι εμείς να παραδοθούμε στην εκούσια πτωχεία και την άσκηση, συνοδεύοντας την αποκοπή του σαρκικού φρονήματος με νήψη, διάκριση, αδιάλειπτη προσευχή και αγία ταπείνωση, ώστε η ψυχή, αφού πρώτα δεχθεί μέσα της το Άγιο Πνεύμα, να μοιάζει με κατάλευκη περιστερά που φτερουγίζει ανεμπόδιστα προς τον Θεό. Η ίδια η οσία είχε καταδείξει με την αναχώρηση και την εν κρυπτώ βιοτή της με ποιον τρόπο προοδεύει κανείς στην ταπείνωση, το θεμέλιο της αγάπης, και έλεγε: «Όπως ένας θησαυρός αρπάζεται και σπαταλιέται από τους κλέφτες μόλις τον ανακαλύψουν, έτσι και η αρετή αδυνατίζει και εξατμίζεται την ίδια στιγμή που φανερώνεται· και όπως το κερί λιώνει στη φωτιά, έτσι χαλαρώνει η ψυχή και χάνει το σθένος της με τις κολακείες και τους επαίνους, ενώ απεναντίας οι προσβολές και οι ονειδισμοί την ανεβάζουν στην κορυφή της αρετής». Σχετικά με την ασκητική ζωή, πρόσθετε και αυτήν ακόμη την υποβλητική παρομοίωση: «Όπως όταν ανάβουμε φωτιά, τα μάτια δακρύζουν ενοχλημένα από τον καπνό, αλλά αμέσως μετά απολαμβάνουμε την ευεργετική θαλπωρή, έτσι πρέπει να συνδαυλίσουμε μέσα μας το πυρ του θείου έρωτος, που ο Χριστός υποσχέθηκε ότι θα φέρει επί της γης (Λουκ. 12, 49), με δάκρυα και πόνο, ώστε να απολαύσουμε κατόπιν την παραμυθία του Αγίου Πνεύματος». Αυτές οι εμπνευσμένες διδαχές γέμιζαν τις μαθήτριες της οσίας με φλογερό ενθουσιασμό, σε βαθμό που δεν ήθελαν πλέον να την αφήσουν αλλά επιθυμούσαν να παραμένουν κοντά της νυχθημερόν και να ατενίζουν στο οσιακό πρόσωπό της την ζώσα εικόνα της ευαγγελικής τελειότητας. Ύστερα από πολλές αντιστάσεις, αφέθηκε στο θέλημα του Θεού και οδήγησε την ολοένα αυξανόμενη αδελφότητά της προς τη στενή οδό της Βασιλείας των Ουρανών, όπως οδηγούμε ένα πλοίο ανάμεσα σε υφάλους. Προέτρεπε τις μαθήτριές της να μεριμνούν για να στολισθούν με άφθαρτα ενδύματα και πνευματικά κοσμήματα προσμένοντας με λαχτάρα τον Χριστό, όπως ακριβώς οι μνηστευμένοι προετοιμάζονται πυρετωδώς για τον γάμο τους. Δίδασκε όσες μαθήτριες ζούσαν στο κοινόβιο, να προτιμούν την υπακοή και την αποκοπή του ιδίου θελήματος ή της ιδίας κρίσης τους από τα ασκητικά κατορθώματα και τις παρακινούσε να ενθαρρύνονται και να διορθώνονται αμοιβαία με τον λόγο και, προπαντός με το παράδειγμα, για να αποφεύγουν τις μεθοδεύσεις του διαβόλου, την ακηδία και την κενοδοξία, αφού μόνον έτσι προοδεύουμε, με μέτρο και διάκριση, στη βασιλική οδό της ταπείνωσης.
Με σώμα αποξηραμένο και αδυνατισμένο από τη νηστεία, και ψυχή ολόφωτη από τον Ήλιο της Δικαιοσύνης Χριστό, η οσία Συγκλητική ακτινοβολούσε με τη διδαχή της, με την αλάνθαστη διάκρισή της, που αποκάλυπτε κάθε πλάνη και δαιμονική μεθόδευση και, προπαντός, με τις σταθερές προόδους της στην τελειότητα της εν Χριστώ ζωής. Στην εκούσια θυσία της άσκησης πρόσθεσε κατά τα τελευταία χρόνια του βίου της την υπομονή στις δοκιμασίες και τις ασθένειες: τους αδιάκοπους πυρετούς και τις πνευμονικές διαταραχές που έφθειραν το σώμα της αργά-αργά. Όταν έφθασε σε ηλικία ογδόντα πέντε ετών, ο διάβολος τής επέβαλε έναν ύστατο αγώνα, έχοντας λάβει παραχωρητικά από τον Θεό την εξουσία να την υποβάλει επί τρεισήμισι χρόνια σε όλα τα δεινά που υπέφερε ο Δίκαιος Ιώβ επί ολόκληρα τριάντα πέντε χρόνια. Και ενώ στον πολύαθλο Ιώβ και στους αγίους Μάρτυρες επιτίθεντο έξωθεν, στην αγία επιτέθηκε εξίσου λυσσαλέα εκ των έσω, καίγοντας σιγά-σιγά τα σωθικά της μ’ έναν καρκίνο που της προξενούσε οδυνηρότατους πόνους.
Η αγία υπέφερε ωστόσο τις δοκιμασίες υπομονετικά ευχαριστώντας τον Θεό και, μάλιστα, λάβαινε αφορμή να διδάσκει τις αδελφές λέγοντας: «Όταν μας εξουθενώνει η αρρώστια, να μην καταθλιβόμαστε ωσάν εξαιτίας της σωματικής μας κατάπτωσης να μην μπορούμε να δοξολογούμε τον Θεό. Γιατί όλα αυτά γίνονται για το καλό μας και για την κάθαρση των παθών μας. Πράγματι, η νηστεία και η άσκηση δεν μας έχουν επιβληθεί παρά εξαιτίας των ηδονών. Εάν, επομένως, η αρρώστια έχει αμβλύνει το κεντρί της επιθυμίας, αυτές οι ασκήσεις του λοιπού περιττεύουν. Να, η μεγάλη άσκηση: να υπομένεις την αρρώστια και να αναπέμπεις προς τον Θεό ευχαριστηρίους ύμνους!».
Βλέποντάς την άτρωτη στις επιθέσεις του, ο διάβολος προσέβαλε τη φωνή της οσίας και την έκανε να χάσει το φοβερό όπλο της διδασκαλίας της. Και μόνη όμως η γαλήνια όψη της αγίας, εν μέσω τέτοιων ανείπωτα σφοδρών συμφορών, αντικαθιστούσε κάθε άλλη διδαχή και στερέωνε βαθιά αυτούς που την πλησίαζαν στην άφραστη αγάπη του Θεού.
Τότε ο διάβολος επιτέθηκε στο σώμα της. Παρουσιάσθηκε γάγγραινα και σήψη, κάνοντας το σώμα της αγίας να αποπνέει τέτοια δυσωδία, που οι μαθήτριές της δεν μπορούσαν να έλθουν κοντά της, παρά καίγοντας δυνατά μυρωδικά και αλείφοντας τα προσβεβλημένα μέλη με αρώματα, όπως όταν αλείφουν τους νεκρούς. Τίποτα ωστόσο δεν μπορούσε να καταβάλει αυτή την αδύνατη γυναίκα που έγινε, με τη θεία Χάρη, ο γενναιότερος πολεμιστής του Χριστού. Περιφρονούσε τον θάνατο και όλα τα ανίσχυρα μηχανεύματα του δαίμονα, οι άγγελοι του Θεού τής παραστέκονταν και μπόρεσε να θεωρήσει ολόχαρη το άρρητο φέγγος του πάντερπνου Παραδείσου. Έτσι, μετά από ένα ανεκδιήγητο μαρτύριο που διήρκησε τρεις μήνες, εξεδήμησε προς Κύριον για να λάβει τον αμαράντινο στέφανο των αγώνων της, αφού προείπε την ημέρα του ειρηνικού θανάτου της και παρηγόρησε τις αδελφές με μια τελευταία συγκινητική διδαχή.
Πηγή: Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας