Γράφει ο Λεωνίδας Οικονομάκης
Στο Συνοικισμό και στο Μετόχι, τους δύο πρώτους οικισμούς που συναντάει κανείς φτάνοντας στα Ανώγεια από τον Ηρακλειώτικο δρόμο, θρυλούνταν ότι η Ελένη υπήρξε στην εποχή της η πιο όμορφη γυναίκα του χωριού.
Εγώ, παρότι εν πολλοίς εκεί ανατράφηκα, θυμάμαι ότι έμαθα την ιστορία κάπως μεγάλος, δέκα-δώδεκα χρονώ, όταν μια γειτόνισσα μου το εκμυστηρεύτηκε εν είδει κοινού μυστικού του χωριού.
Θυμάμαι ότι δεν ξαφνιάστηκα, μου φάνηκε σχεδόν φυσιολογικό το ότι η Ελένη υπήρξε όχι μόνο η πιο όμορφη αλλά και η πιο γλυκιά γυναίκα των Ανωγείων. Εγώ έτσι την έβλεπα άλλωστε- και έτσι θα τη θυμάμαι.
Τη θέλανε λέει διάφοροι στο χωριό, αλλά η οικογένειά της είχε άλλα σχέδια. Θέλανε να τη στείλουν να παντρευτεί στην Αμερική ,όπου υπηρχε ένας μακρινός συγγενής με χρήματα και ανάλογες διασυνδέσεις.
Την ήθελε κι ο Γιαννακόκωστας, μάλιστα είχε πέψει να τη ζητήσουνε κιόλας, χωρίς να λάβει θετική απάντηση: ήταν παμπτωχος και κοιλιάρφανος-και καμιά δεκαπενταριά χρόνια μεγαλύτερος επίσης.
Μια μέρα που η Ελένη πήγαινε με την αδερφή της τη Μπεμπέκα να φέρει νερό από τα Δανούζα, την πηγή έξω από το χωριό, ο Γιαννακόκωστας την παραφύλαξε, και “την έκλεψε” – την απήγαγε δηλαδή. Την παντρεύτηκε σε ένα άλλο χωριό όπου βρήκε καταφύγιο, και μετά από κινηματογραφική καταδίωξη το ζευγάρι συνελήφθη τελικώς από τας αρχάς, οπότε και η Ελένη έπρεπε να πει το μεγάλο ναι ή το μεγάλο οχι, όταν σημαδεύοντας τον Γιαννακόκωστα με το όπλο, οι διώκτες τους τη ρώτησαν εάν είχε παει μαζί του με τη θέλησή της. Τη ρώτησα κι εγώ μετά από χρόνια- με κοίταξε, και μου ειπε:
“Μικρή ήμουνα για παντρειά, αλλά τονε σημαδεύανε με το όπλο- ίντα θελα πω;”
Λέγεται ότι όταν μαθεύτηκε η κλεψά στο χωριό, δύο άλλοι νεαροί της εποχής οι οποίοι επίσης υπήρξαν ερωτευμένοι με την Ελένη- άρα και αντίζηλοι- συναντήθηκαν τυχαία στο δρόμο και ο ένας είπε στον άλλο την εξής μαντινάδα:
“Έχασα εγώ, έχασες εσύ, εχάσαμε κι οι δυο μας.
Επήρε ο Γιαννακόκωστας το φως των αμαθιώ μας.”
Η οικογένεια της για χρόνια δεν της συγχωρούσε “το αμάρτημά της” και είχε κόψει κάθε επικοινωνία μαζί της, παρότι ζούσε λίγα σπίτια παραπάνω. Τη “συγχώρεσαν” για το “αμάρτημα” που -δεν – διέπραξε, μόνο όταν γεννήθηκε το πρώτο παιδί του Γιαννακοκωστα και της Κοζωνολένης, η μάνα μου.
Απόψε, η ωραία Ελένη των Δραμουντάνηδων, η γιαγιά μου, έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, παίρνοντας μαζί της και ένα μεγάλο κομμάτι από το “μαγικό ρεαλισμό” των Ανωγειων στα οποία εγώ αναθράφηκα.
Καλοστραθια γιαγιά.
Να μας χαιρετάς το Γιαννακόκωστα.
*Με αυτή τη φράση συνήθιζε να την “πειράζει” ο Λουδοβίκος και πάντα η Ελένη αρνούνταν πεισματικά το χαρακτηρισμό.