Γράφει η Θεοδώρα Κουτεντάκη*
Η «φέτα» καταχωρίστηκε ως Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) σε ευρωπαϊκό επίπεδο το 2002. Είχαν προηγηθεί εθνικά μέτρα για την παραγωγή και το εμπόριο της φέτας ήδη από το 1987 ενώ το 1994 η «φέτα» ως ονομασία προέλευσης προστατεύθηκε σε εθνικό επίπεδο (ΥΑ 313025/11-1-1994/ΦΕΚΒ/11-1-1994) και ζητήθηκε η καταχώρισή της ως ΠΟΠ.
Τι είναι ΠΟΠ
Η Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) αποτελεί κομμάτι της ταυτότητας των προϊόντων που τα συνδέει με ορισμένη γεωγραφική περιοχή. Μέσω της γεωγραφικής σύνδεσης, τα προϊόντα ΠΟΠ αποκτούν ιδιαίτερη φήμη και άρα αυξημένη οικονομική αξία που απορρέει από την καταγωγή τους. Οι παραγωγοί προστατεύονται γιατί έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης της προστατευόμενης ονομασίας για τα προϊόντα τους. Οι καταναλωτές προστατεύονται καθώς, αγοράζοντας ένα προϊόν ΠΟΠ, έχουν την ασφάλεια ότι γεύονται ένα αυθεντικό προϊόν με γνωστές ιδιότητες και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Για τους λόγους αυτούς τα προϊόντα ΠΟΠ, όπως η φέτα, απολαμβάνουν προστασίας, δίνοντας στον κάτοχο τους αποκλειστικό δικαίωμα στην χρήση και κατά συνέπεια απαγόρευση της παραπλανητικής χρήσης και του αθέμιτου ανταγωνισμού.
(Προειδοποίηση, ακολουθεί νομικό κείμενο) Η Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) αποτελεί «δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας» που αναγνωρίζεται και ρυθμίζεται από το Ν. 4072/2012, από διμερείς και πολυμερείς συμβάσεις, όπως τη διεθνή Συμφωνία για τα Δικαιώματα Διανοητικής Ιδιοκτησίας στον Τομέα του Εμπορίου (Σύμβαση TRIPS, 1995) καθώς και από μια σειρά Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθμ. 1151/2012 για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων. Οι κανόνες αυτοί απαγορεύουν τη χρήση γεωγραφικών ενδείξεων για προϊόντα που δεν έχουν παραχθεί στην καθορισμένη περιοχή του ΠΟΠ.
Η ιστορία της Φέτας ΠΟΠ
Η υπόθεση της ελληνικής «φέτας» οδήγησε σε αποφάσεις ορόσημα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Το πρώτο, όταν το 1994 η Ελλάδα ζήτησε την καταχώρισή της φέτας ως ΠΟΠ, οπότε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διοργάνωσε έρευνα μεταξύ των υπηκόων των τότε 12 κρατών μελών της ΕΕ και την καταχώρησε ως ΠΟΠ. Οι άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παρήγαγαν φέτα αμφισβήτησαν την καταχώριση και άσκησαν προσφυγές ζητώντας την ακύρωση της φέτας ως ΠΟΠ, υποστηρίζοντας ότι η φέτα είναι ένα μια γενική ένδειξη και δεν υπάρχει σύνδεσμος μεταξύ του προϊόντος και της γεωγραφικής του προέλευσης, δεδομένου ότι η παραγωγή της εκτείνεται σε ολόκληρη την Ελλάδα. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή, κατά την αξιολόγηση του γενικού χαρακτήρα της φέτας, δεν είχε λάβει υπ’ όψιν το γεγονός ότι η εν λόγω ονομασία χρησιμοποιείτο και σε ορισμένα κράτη μέλη εκτός της Ελλάδας και ακύρωσε την καταχώριση. Ακολούθησε νέα έρευνα της Επιτροπής που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην αντίληψη των καταναλωτών της ΕΕ η ονομασία «φέτα» αναφέρεται σε προϊόν ελληνικής προέλευσης και ως εκ τούτου δεν είναι γενική ένδειξη. Το Δικαστήριο κλήθηκε εκ νέου να αποφασίσει και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φέτα διατίθεται συνήθως στο εμπόριο με ετικέτες που παραπέμπουν στις ελληνικές πολιτιστικές παραδόσεις και στον ελληνικό πολιτισμό. Άρα, οι καταναλωτές στα κράτη μέλη της ΕΕ αντιλαμβάνονται τη φέτα ως τυρί συνδεόμενο με την Ελλάδα και έτσι προχώρησε στην κατοχύρωση της ΠΟΠ. Πολύ πρόσφατα, μόλις το 2022, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με νέα του απόφαση διαπίστωσε ότι η Δανία, παραλείποντας να λάβει μέτρα για την πρόληψη και την παύση της χρήσης της ονομασίας «φέτα» από Δανούς παραγωγούς γαλακτοκομικών προϊόντων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον Κανονισμό (ΕΕ) 1151/2012 για την προστασία των ΠΟΠ αγροτικών προϊόντων.
Η εξαίρεση της Κρήτης
Συνεπώς, το Ευρωπαϊκό δικαστήριο με τις αποφάσεις του έχει αναγνωρίσει ότι η φέτα είναι τυρί συνδεόμενο με την Ελλάδα. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει στην ιστοσελίδα της ότι η φέτα παρασκευάζεται μόνο με το γάλα αυτόχθονων φυλών αιγοπροβάτων που βόσκουν στη μοναδική χλωρίδα της Ελλάδας. Επί λέξει η Κομισιόν αναφέρει: «Αυτή η βιοποικιλότητα, σε συνδυασμό με τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής, είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους το τυρί φέτα μπορεί να παρασκευαστεί μόνο στην Ελλάδα.»
Ωστόσο, η τελευταία πρόταση συγκαλύπτει το γεγονός ότι η φέτα δεν μπορεί να παρασκευαστεί σε όλη την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, με βάση την κατατεθείσα αίτηση το 1994, η γεωγραφική ζώνη στην οποία παράγεται το γάλα από το οποίο παρασκευάζεται το τυρί φέτα περιλαμβάνει μόνο την ηπειρωτική Ελλάδα και το νομό Λέσβου. Το κρητικό γάλα, δηλαδή, εξαιρείται από την έκταση προστασίας του ΠΟΠ, και μάλιστα με ελληνική πρωτοβουλία!
Θα μου πείτε και τι σημασία έχει αυτό. Και όμως, μεγάλη για τον κρητικό κτηνοτρόφο. Διότι οι γαλακτοβιομηχανίες αγοράζουν το κρητικό γάλα σχεδόν μισό ευρώ φθηνότερο το κιλό σε σχέση με το ηπειρωτικό γάλα. Και για να μην θεωρήσετε εύλογα ότι αυτό οφείλεται στα μεταφορικά κόστη, όχι, η μειωμένη τιμή οφείλεται κατά τα λεγόμενα μεγάλης γαλακτοβιομηχανίας, στο ότι το κρητικό γάλα έχει μειωμένες χρήσεις και συγκεκριμένα δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη φέτα.
Η φέτα είναι ένα από τα πιο σημαντικά εξαγώγιμα προϊόντα της Ελλάδας, πασίγνωστο σε όλο τον κόσμο. Είναι ενδεικτικό της σημασίας αυτής ότι σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, οι εξαγωγές φέτας το 2022 ανήλθαν σε 605 εκατ. ευρώ έναντι των 388 εκατ. ευρώ το 2019!
Η Κρήτη όμως και συγκεκριμένα οι Κρήτες κτηνοτρόφοι εξαιρούνται αδικαιολόγητα από το τζίρο αυτό. Αν εξαιρέθηκε εσφαλμένα στην αίτηση του 1994, σήμερα, σχεδόν 30 χρόνια μετά, ίσως ήρθε η ώρα να ανακινήσουμε το ζήτημα. Για να εξασφαλίσουμε στους Κρήτες κτηνοτρόφους τη διεθνή αναγνώριση που αξίζει στα προϊόντα μας.
Υ.Γ. Ευχαριστώ θερμά τους θείους μου από τη Γέργερη, πολλοί απ’αυτούς βοσκοί και κτηνοτρόφοι, που η όμορφη κουβέντα μας στάθηκε αφορμή για την έρευνα και συγγραφή αυτού του άρθρου.
*Η Θεοδώρα Κουτεντάκη είναι δικηγόρος, απόφοιτη Νομικής Αθηνών και Πανεπιστημίου Οξφόρδης, νομική σύμβουλος του Metaxa Hospitality Group και ιδρύτρια του δικηγορικού γραφείου Investlaw.