Ξημέρωσε η Δευτέρα κι η Ρίνα ξύπνησε αξημέρωτα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της, πριν ο ήλιος κρούξει την τσιατή του σπιτιού της. Ήπιε τον καφέ της με μια ρουφηξιά, κι έβαλε μια χαψιά μπατσαριά στο στόμα της.
Χθες την Κυριακή, την είχε φτιάξει να ξεγελάει το στομάχι της όταν θα πεινάει. Τούτη η πίτα αντέχει, και θα την έχει για δυο τρεις μέρες. Έτσι, να ξεγελάει λίγο την κοιλιά όταν γουργουρίζει τ’ άντερο.Τι να κάνει κι αυτό;
Άμα πεινάει, σκούζει σαν μαξούμι, κι αν του ρίξεις μια χαψιά, το ξεγελάς. Γι αυτό κι η Ρίνα, του’ ριξε μια χαψιά, να’ χει, να ξεχαστεί.
Ζαλώθηκε το καζάνι της, με τα άπλυτά τους, άρπαξε και τον κόπανο κι έφυγε.
Έβαλε και στην τσέπη από την ποδιά της ένα κομματάκι πίτα να το’χει, μπας και σκούξει τ’ άντερο πάλι.
Μπουγάδα χωρίς τον κόπανο δεν γένεται έλεγε, κι είχε δίκιο. Αν δεν κοπανήσεις τα σκουτιά αν δεν τα βάλεις στην πλάκα πάνω αν δεν πετάξεις μια χούφτα σαπούνι πράσινο τριμμένο, κι αν δεν δουλέψεις τον κόπανο πάνω τους, δεν ασπρίζουν.
Άναβε φωτιά στην άκρη από το ποτάμι, κι έκανε αλισίβα. Με κείνη έπλενε τα σκουτιά της.
Μ’ αλισίβα, με σαπούνι και με τον κόπανο. Κι άμα τελείωνε το κοπάνισμα, μάζωνε το φουστάνι της, το’ ζωνε στην ποδιά κι έμπαινε στο νερό να τα ξεπλύνει.
Πολλά δεν ήταν. Τα δικά της και της πεθεράς της, αλλά το γιόμα εκεί την έβρισκε. Όταν τ’ απόσωνε, τα άφηνε να στραγγίξουν λίγο, έπαιρνε την μπατσαριά και την έτρωγε.
Άντε Ρίνα. Ζαλώσου πάλε και γύρνα, μην κακοβάνει…κι η πεθερά, τώρα στα γεράματα. Πολλές φορές την είχε πάρει το μάτι της, σαν κοπάναγε, να παραμονεύει στα κρυφά μήπως κι έρθει κανείς άντρας και πλένανε παρέα…
Ποτέ δεν της είπε τίποτα. Από τότε που ο γιος της, τις άφησε και τις δυο, για τα μάτια μια τσιγγάνας που πέρασε απ’ το χωριό με το καραβάνι κι έφυγε μαζί της, φοβόταν η έρμη μην και βρει η νύφη της κανέναν και την αφήσει μόνη της.
Κι ας της έλεγε πολλές φορές, να βρεις θυγατέρα μου και συ κάποιον μα νέα είσαι. Θυγατέρα μου την έλεγε. Άλλο παιδί δεν είχε. Μόνο κείνον που’ γινε τσιγγάνος για τα μάτια μιας άλλης. Κι όλα τα δίκια ήταν με την νύφη της, ό,τι και να’ κανε.
Μ’ ένα παιδί στην κοιλιά την άφησε. Μόνη της ανάστησε την κόρη της. Μόνη της την πάντρεψε.
Μόνο που είναι δυο μέρες δρόμο, και δεν την βλέπουν συχνά. Όμως είναι καλά! Ο γάμος της πρόκοψε. Έχει και τα παιδάκια της. Τέσσερα ζωή να’ χουν. Την μεγάλη της, Ρίνα την είπε.
Να τιμήσει την μάνα της. Κατερίνα σαν και κείνη, και της μοιάζει κιόλας. Πολλές φορές στέλνει τον άντρα της με το μουλάρι φορτωμένο καλούδια. Να’χετε μάνα της παραγγέλνει. Να’ χετε να μην σας λείψει τίποτα.
Εκείνος άφαντος να γκιζερίζει με τους τσιγγάνους. Ποιος ξέρει πόσα θα’ χει σπείρει…με την τσιγγάνα.
Όσα και ‘χει σπείρει, κείνη την ελιά στην άκρη από τα χείλια, κανένα δεν θα την έχει. Κείνη η ελιά, είναι δική της και την πήρε κι η κόρη της. Κείνη την ελιά πασκίζανε οι νέοι του χωριού, ποιος θα την φιλήσει. Κι αυτός τα κατάφερε και την φίλησε, μα ύστερα θέλησε να την μαράνει.
Δεν τα κατάφερε όμως. Κλώνο έβγαλε η ελιά. Κλώνο κι άνθισε και λουλούδισε. Κι ούτε ξέρει πως κράτησε την υπόσχεση της σαν της έλεγε όταν ήταν ακόμα μαζί αν είναι κορίτσι, να πάρει το όνομα της μάνας του. Αυγή την είπε.
Σαν την πεθερά της, γιατί της στάθηκε καλύτερα από μάνα στα δύσκολά της.
Αυγή την είπε. Αυγούλα την φώναζε. Η Αυγούλα της ήταν που δεν την άφησε να την βρούνε τα σκοτάδια. Όλος ο κόσμος, ξημέρωνε στα μάτια της, χωρίς ποτέ να βραδιάζει.
Άντε Ρίνα. Σήκω. Σήκω και ζαλώσου το σκουτιά σου, τι τα θες και τα θυμάσαι; Αλλά σάμπως κάνεις ζάφτι το μυαλό; Όχι. Δεν το κάνεις πανάθεμά το.
Κι αρπάζει το καζάνι της με τα πλυμένα, το ζαλώθηκε, και γύρισε σπίτι της.
Όπου και να ήταν, ό,τι και να έκανε, έπρεπε να’ναι πίσω το μεσημέρι. Η πεθερά της, δεν έβαζε χαψιά στο στόμα της αν δεν τρώγανε μαζί.
Είχε μαγειρέψει και την περίμενε στο κεφαλόσκαλο να φανεί. Κι άμα την είδε, πάει η δόλια να την ξεζαλώσει. Να την ξεκουράσει. Άντε θυγατέρα μου να βάλεις μια χαψιά στο στόμα. Θα κρυώσει το φαΐ, και θα χάσει την νοστιμάδα του.
Άντε να φάμε, κι εγώ θα τα απλώσω τα σκουτιά σαν αποφάμε. Και το’ κανε η πεθερά της.
Άντε να γείρεις λίγο το κορμί σου να ξαποστάσει, μα τέτοια αστραφτερή μπουγάδα δεν ξανάδα Ρίνα μου! Μια και καλή το βράδυ μάνα. Μια και καλή το βράδυ, να κουραστεί και το μυαλό να μην με πηγαίνει πίσω, κι άντε μετά να το μαζέψω..
Νύχτωσε. Μαζευτήκανε μέσα κι οι δυο τους, κι όπως κάθε βράδυ για χρόνια, η ίδια ερώτηση. Μαντάλωσες την αυλόπορτα νύφη; Την μαντάλωσα μάνα. Την μαντάλωσα, μόνο ησύχασε. Λες κι αν ήθελε να μπει κλέφτης, δεν θα έμπαινε. Θα τον εμπόδιζε το μάνταλο. Μια δρασκελιά στον τοίχο θα έκανε και θα’ μπαινε.
Αλλά τι να της πεις; Την μαντάλωσα μάνα. Την μαντάλωσα. Πέσε να κοιμηθείς.
Πάει η Δευτέρα μάνα. Πάει. Σώθηκε. Αύριο πάλι με το καλό να δούμε τι θα κάνουμε. Εσύ τι θα κάμεις θυγατέρα μου. Εσύ.
Εγώ μπλιο δεν μπορώ. Κείνο που μπορώ, είναι να σε γλέπω και να σε καμαρώνω, που σαν και σένα καμιά.
Καμιά νύφη δεν φροντίζει έτσι την πεθερά της, όπως εσύ! Να’ χεις την ευχή μου Ρίνα μου! Να’ χεις την ευχή μου!
Τούτη την ευχή η Ρίνα την φυλάει στην καρδιά της, γιατί με την καρδιά της, την δίνει και κείνη.
Ύπνο δεν είχε η πεθερά της απόψε, κι όλο να της μιλάει ήθελε. Να της λέει για τα παλιά της. Πως γνώρισε και κείνη τον άντρα της. Πόσο αγαπηθήκανε, και πόσο χάρηκε σαν κράτησε αγκαλιά το παιδί της. Κι η Ρίνα να την ακούει, κι ας νύσταζε.
Δεν ήθελε να την στεναχωρήσει. Το θυμάμαι μάνα. Το θυμάμαι. Μου το ξανά είπες, και την άφηνε να ιστορεί την ζωή της από την αρχή. Κι άλλες φορές το έκανε, μα απόψε ήταν αλλιώς.
Της άφηνε και παραγγελιές απόψε.
Τι αφήνει στα δισέγγονά της. Τι αφήνει στην μεγάλη την Ρίνα. Τι στην δεύτερη, και τι στα αγόρια τα μικρότερα.
Τούτο δεν της άρεσε καθόλου της νύφης. Της άφησε παραγγελιά, πως αν γείρει κείνος ο τσιγγάνος αν σπάσει το πόδι του και γείρει, και κείνη δεν ζει, να μην τον μπάσει μέσα.
Να μην τον μπάσει μέσα τον κερατά κι ούτε να τον αφήσει στο μνήμα της να πάει. Ακούς νύφη;
Να του πεις να μην πατήσει το πόδι του στο μνήμα μου. Πως εγώ δεν έχω παιδί. Ούτε και συ άντρα έχεις. Κι η Αυγή μας, είχε μόνο μάνα. Η Αυγούλα σου, είχε μόνο εσένα και μένα.
Έτσι να του πεις αν ο διάολος σπάσει το ποδάρι του κι έρθει.
Ακούς νύφη; Ακούω μάνα. Μα τι σ’ έπιασε απόψε και μου τα λες όλα τούτα; Κοιμήσου τώρα κι αύριο τα λέμε.
Να του πεις με πίκρανε. Ακούς; Να του πεις πως τον ξέγραψα, κι ας πήγαινα σαν έρχονταν τσιγγάνοι και στήναν τα τσαντίρια τους, να δω μπας κι ήταν μαζί τους.
Μόνο να τον δω, κι ας μην του κρίνω. Δεν την ήθελα την μιλιά του. Ακούς νύφη; Να του τα πεις όλα ετούτα που σου λέω. Να μην πατήσει το πόδι του, στον τάφο μου, μην σκύψει και μην χύσει δάκρυά του πάνω μου, γιατί θα σηκωθώ, και θα, θα,, θα σηκωθώ και θα του τα σκουπίσω νύφη μου.
Σχώρα με. Θα του τα σκουπίσω. Ακούς νύφη μου; Θα του τα σκουπίσω και σχώρα με; Ακούω μάνα. Ακούω. Και γω το ίδιο θα έκανα στο παιδί μου. Κοιμήσου τώρα.
Μα δεν ξαναμίλησε, κι η νύφη κοιμήθηκε. Το πρωί της φώναξε να ξυπνήσει. Μάνα σήκω.
Σήκω κι ο ήλιος ανέβηκε ψηλά. Σήκω να δούμε τι θα κάνομε.
Μα κείνη η καψομάνα, δεν θα τον ξανάβλεπε τον ήλιο.
Εκείνη έφυγε σαν σκούπιζε τα δάκρυα του τσιγγάνου. Έφυγε με μια αγάπη θυμωμένη και με τα δάκρυά του, στη χούφτα της. Έφυγε κι άφηνε τις παραγγελιές της.
Έφυγε την ώρα που σκούπιζε τα δάκρυα του παιδιού της, για μια μετάνοια που ποτέ δεν την είδε.
Μόνο το φαντάστηκε την ώρα που άφηνε τις παραγγελιές στην νύφη της, μαζί με την ψυχή της.
Σχώρα με νύφη μου, της είπε κι έφυγε. Κάθε Δευτέρα η Ρίνα ζαλώνεται το καζάνι με τα σκουτιά. Αρπάζει και τον κόπανο και πάει για την μπουγάδα της. Μπουγάδα δίχως κόπανο γένεται; Όχι. Η μπουγάδα, θέλει κοπάνισμα.
Ανάβει την φωτιά στην άκρη από το ποτάμι, κάνει την αλισίβα της, τα κοπανάει αφού τους πετάξει μια χούφτα σαπούνι τριμμένο, τα ξεπλένει αφού μαζέψει το φουστάνι της και το ζώσει στην ποδιά της πριν μπει στο νερό.
Κι άμα τελειώσει γυρνάει στο σπίτι της. Κοιτάει στο κεφαλόσκαλο, κι είναι εκεί να της χαμογελάει, και να της λέει, τέτοια μπουγάδα αστραφτερή δεν ξανάδα. Εκεί είναι και τα βράδια, να της λέει αν μαντάλωσε την αυλόπορτα.
Κι η Ρίνα κάθε βράδυ, την μαντάλωσα μάνα. Την μαντάλωσα. Κοιμήσου. Κάθε μεσημέρι, όπου και να είναι, γυρνάει στο σπίτι.
Βάζει δυο πιάτα στην τάβλα, και λέει. Έλα μάνα.
Έλα να φάμε. Θα κρυώσει το φαΐ, και θα χάσει την νοστιμάδα του. Έλα μάνα. Κι η μάνα σαν το ακούει τούτο, αναστενάζει μέσα από το μνήμα της, λέγοντας, σχώρα με θυγατέρα μου.
Σχώρα με.
Της Ελευθερία Λάππα
Φωτογραφία: satulromanesc
Πηγή: Ομφαλός της γης