Του Αντώνη Κουκλινού
Εκάψωσε πρωί, πρωί και χτυπά όξω να γυρεύγει το ν’ ασκιανό τση μουσμουλιάς.
Η κερά ντου μανίζει, να τη νε ξεπατώσει εδά μπλιό, για δε κάνει χαϊρι και καλό.
Κ’ οφέτος δε ν’ έκαμε μούζμουλα σχεδόν καθόλου…που κ’ ένα κουκίζει, στα πχιό ψηλά κλαδιά, μα πχιός θα σκαλώσει να τα κόψει.
Σέρνει τη καρέκλα με το μαξελαράκι ζάλο, ζάλο και τη νε στένει στη ρίζα και καθεκλώνει.
Στο ν’ ένα μ-πόδα δε φορεί στιβάνι εδά και μέρες γιατί επρήστηκε ο μεγάλος δάχτυλας και το νε πονεί.
Εκάρφωξέ ντου τ’ ανύχι και παρα λίγο να του βγάλει μαγλατά, μα το πρόλαβε… εδά του βάνει σουφλαμιδόσκονη να γιάνει, μα το νε κουράζει να το ν’ έχει τα ίσα κάτω και γυρεύγει κουμπηστήρα.
φωνιάζει τση κεράς του να πορίσει όξω…
-Φέρε μου πράμα να βάλω απάνω το μ-πόδα μου, να το νε ξεκουράσω.
-Ίντα θες να σου φέρω…το σκαμνί γη το καρεκλάκι…;
-Φέρε ότι θες και σάσε μου πράμα να πχιώ μνιά ρακή.
Έφερέ ντου το καρεκλάκι και βόλεψε το μ-πόδα απάνω και μπαίνει στο παρακούζινο να του σάσει τη παραγγελιά τση ρακής.
Αγγουράκι ολοπράσινο με το ν’ αθό, ζουμερή ντομάτα, ντάγκο και σταφιδολιές.
Παχύς ασκιανός με το ρακάκι παρέα, ώρα ντου να ρεμβάσει στα σοκάκια τση μνήμης του.
Ίντα δε ν’ έχει περασμένα και ίντα δε ντού ‘χει αξωσμένα η ζωή… δε γ-κουντουρίζει όμως ποθές κ’ ας περάσανε οι χρόνοι.
Απάνω απου εξεχαρχάλευγε τσι τράφους τση θύμησής του, δυό σπουργιτάκια τσακώνουνται και τζιμπολογούνε ένα στακωμένο μούζμουλο .
Εσήκωσε τη κεφαλή ντου τα ίσα πάνω να ξανοίξει και έσταξε από το ξεζουμιζμένο καρπό στο μάγουλό ντου μνιά σταγόνα… να που εβρέθηκε ο μουστερής να τρυγήσει τα ψηλά κλαδιά, αφού αυτός δε μπορεί να σκαλώσει.
Εντάκαρε κ’ ασκιανεύγει από κάτω στη κρεβατίνα και πορίζει η κερά ντου όξω με μνιά μ-ποδιά βληταράκια και στίφνο να τα καθαρίσει να τα βράσει για το μεσημέρι.
Εβγάλανε και τσι πατάτες απ’ το σόχωρο και είναι πεντανόστιμες.
Θα στέσει το τιγάνι στη παρασιά να του ψήσει μνιά τηγανιά , που θα μοσκομυρίσει η γειτονιά.
Ποκάνει κ’ ο Μάης μπλιό και θα ντακάρουνε οι κάψες του Καλοκαιργιού.
Θα σηκώνεται αξημέρωτα να ποτίζει τα κηπικά στο περβολάκι και στο γιαγερμό θα βαστά και μνιά ψημαθιά χοχλιούς απου τσι μαγερεύγει η κερά ντου με το χόντρο και κοζουλαίνεται με τούτο νά το μαγεργιό…. τρώει να σκάσει.
Κάθε εποχή έχει τσι χάρες τση και στο χωργιό κατέχουνε κ’ ακλουθούνε του καιρού.
Ώρα να σερθεί κ’ αυτός στη κρεβατίνα εδά που γυρίζει ο ήλιος… η δεσπολιά ήκαμε ότι εμπόργιε να το νε δροσερεύγει σάμε δά με το ν’ ασκιανό τζη…
Ας γούζεται η κερά ντου να τη νε ξεπατώσει…
Δε θα τση κάμει το χατήρι και ο λόγος είναι πως…στη ν’ ασκιανάδα τζη και στη ν’ ίδια καρέκλα έπινε κι ο αφέντης του τη ρακή ντου, σάμε ν’ αποχαιρετήξει το ν’ απάνω κόζμο.
Κι οντε κάθεται στο ν’ ασκιανό τζη, αισθάνεται πως κάθουνται παρέα … δεντρό και καρέκλα είναι για κείνο η ψυχή του κύρη ντου.