Γράφει η Έφη Μιχελάκη*
Τρία πράματα σκέφτομαι την ώρα απου σκαρφαλώνω στη μουρνιά του γειτόνου για να φάω τα μούρνα ετσά όπως εγώ τα ρέγομαι κατευθείαν απ’ το δεντρό κι ανύπλητα.
Το ένα, να μη φκερέσω χάμαι και κατασκοτωθώ, και σογεμίσω τσ’ αγκώνες και τα γόνατα μου με βαρισμαθιές και γρατζουνιές, γιατί δεν είναι πρέπον ετουτονά για μιά γυναίκα.
Το δεύτερο, να μη με πιάσει τσιλιό και κόψιμο αν έχουνε τα μούρνα μυγιοφτύσματα σφήγκες, κλασοπαπαδιές, μέλισσες κι άλλους σημισάτορες του γλυκού μπεγεντισμένου εποχικού φρούτου.
Και το τελευταίο, σπολατίζω και συγχωρώ συντουνούς μου σαφή τ’ αθρώπου που τση φύτεψε στη γειτονιά μας του Ζαχαρία του Σπυριδάκη.
Κι ετσά δε ‘ποκρεμούμαι μπλιό στη μουρνιές που’ ναι στ’ αλλες γειτονιές και γλυτώνω και το βλαστημίδι και τα σούσουρα των αθρώπω.
Ο Ζαχαρίας ο Σπυριδάκης, ήτονε ένας απ τσι ξαρτάρικους χωργιανούς μου.
Δεν εμπόργιες βέβαια να του σημώσεις στο ένα μέτρο γιατί ήτρωε νυχθημερόν σκόρδα, μα ήτονε το νάμι ντου ενα κι ο καλύτερος κουρέας τση Μεσσαράς.
Τα ασερνικά κοπέλια στο χωργιό μου είχανε να το λένε πως για να τα κουρέψει εστρούφιζε τη κεφαλή ντως σα την αγγινάρα για να ‘ναι σόντρετο το κούρεμα.
… Στην υστεργιά εγιάγυρα στο σπίτι ολογάργιωτη- χέρια μούτσουνα πόδια μπλούζα- ολοκόκκινα και βρωμεσμένα, μα ήκαμα σκιάς το κέφι μου..
Για το τσιλιό δε γατέχω ακόμη, αύριο θα σας σε πω…
* Η κ. Έφη Μιχελάκη είναι Κτηνίατρος από το Ασήμι, με καταγωγή από τα Αστερούσια…