Του Σταύρου Καπριδάκη*
Σε όλη την κλασσική εποχή υπήρχε πολύ ζωντανή ανάμνηση- φήμη για τους περίφημους Κρήτες μεταλλουργούς, του Δάκτυλους, τον γίγαντα Τάλω τον προστάτη της Κρήτης, τον Δαίδαλο με τις εφευρέσεις του. Στις μέρες μας όμως υπάρχουν τα εκπληκτικά τεχνουργήματα από χρυσό, Ασήμι, μπρούτζο κλπ, τα οποία έχουν ανακαλυφθεί από τις ανασκαφές στις διάφορες θέσεις της Μινωικής Κρήτης και με βάση τα στοιχεία και την μεθοδολογία των ειδικών αρχαιολόγων, έχουν χρονολογηθεί και καταταχθεί στην σωστή φάση των διαφόρων περιόδων της. Έτσι έχουμε αντικείμενα από Χρυσό, Ασήμι, Χαλκό – Μπρούτζο κλπ, από κάθε φάση του Μινωικού Πολιτισμού, δηλ. την Προανακτορική, την Πρωτοανακτορική, την Νεοανακτορική και τέλος την Μυκηναϊκή εποχή. Το ζήτημα όμως που θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα,είναι η ύπαρξη κοιτασμάτων στην Κρήτη, η προέλευση των εισαγωγών ανά περίοδο, η επεξεργασία των πρώτων υλών και η χύτευση για την δημιουργία των έργων τέχνης, για την εποχή μεταξύ 3ης, 2ης και 1ης χιλιετιών π.χ. Σημειώνουμε ότι τα έργα τέχνης της εποχής αυτής είναι εκπληκτικής ομορφιάς και προϋποθέτουν υψηλές τεχνικές και καλλιτεχνικές εξειδικεύσεις. Είναι ίδιου επιπέδου με τα αντίστοιχα σύγχρονά τους της Αιγύπτου και της εγγύτερης Ανατολής.
Υπάρχει όμως ένα βασικό ερώτημα για την προέλευση των πρώτων υλών. Είναι γνωστό ότι στην Κρήτη δεν υπήρξαν ποτέ ίχνη Χρυσού (Σημείωση: Σε νεώτερες εποχές έχουν αναφερθεί ίχνη χρυσού στην Εξώπολη Αποκορώνου (Χρυσόποληε πι Ενετοκρατίας), ενώ υπήρξαν σημεία με μικρά κοιτάσματα χαλκού και μολύβδου, αλλά πολύ μικρών ποσοτήτων, τα οποία όμως δεν θεωρούνται ικανά να μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες, μιας οργανωμένης εκμετάλλευσης. Υπάρχουν ενδείξεις για την εποχή που ασχολούμαστε για:
- Μικρό κοίτασμα χαλκού στη θέση Χρυσόστομος Μεσσαράς, που χρησιμοποιήθηκε σε έργα που βρέθηκαν στο Θόλο.
- Στη θέση Χρυσοκάμινο κοντά στο Καβούσι Λασιθίου, έχει βρεθεί και επιβεβαιωθεί ότι ήταν σημείο επεξεργασίας χαλκού, αλλά οι πρώτες ύλες ήσαν εισαγόμενες από νησιά του Αιγαίου.
Σήμερα πλέον είναι γνωστό ότι οι πρώτες ύλες για την περίφημη Μινωική Μεταλλουργία, εισάγονταν από τόπους εκτός Κρήτης και η μεταφορά τους γινόταν μέσω των καραβιών των Μινωϊτών που κυριαρχούσαν στο Αιγαίο και στην Ανατ. Μεσόγειο. Προφανώς αυτή η ναυτοσύνη των Μινωϊτών πέραν των άλλων συνετέλεσε και στην μεταφορά γνώσεων και τεχνογνωσίας για την μεταλλουργία.
Οι εξελίξεις των επιστημονικών μεθόδων και εργαλείων της εποχής μας, μας οδηγούν όταν θέλουμε να αναφερθούμε στην κατανόηση του παρελθόντος του Ανθρώπινου πολιτισμού, να ακολουθήσουμε συγκεκριμένες διαδικασίες εξακρίβωσης της πραγματικής ιστορίας και σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους μια εποχής. Για το ζήτημα της μεταλλουργίας στα αρχαία χρόνια οι ειδικοί βασίζονται στα εξής:
1.Υπάρχουν ευρήματα από τις ανασκαφές που έχουν χρονολογηθεί και συσχετισθεί σωστά, χωρίς επιφυλάξεις.
2.Έχουν στη διάθεσή τους εργαλεία και μεθόδους μέσω επιστημονικών αναλύσεων ισοτόπων Μολύβδου, ώστε να συγκριθούν τα δείγματα από μεταλλευτικές πηγές με τα συστατικά του υλικού των έργων τέχνης, που έχουμε από τις ανασκαφές, ανά θέση και εποχή.
Με βάση τα παραπάνω, υπάρχουν σήμερα δημοσιευμένες μελέτες για όλες τις κατηγορίες αντικειμένων από χαλκό ( Μπρούτζο ), για τις διάφορες εποχές- φάσεις του Μινωικού πολιτισμού. Μια τέτοια αξιόλογη μελέτη δημοσιευμένη, αναλύει πάνω από 500 μεταλλικά έργα τέχνης της Μινωϊκής Κρήτης. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι βασικές πηγές προέλευσης της πρώτης ύλης χαλκού, ήσαν η Κύπρος (πάνω από 30%), τα νησιά του Αιγαίου (-40%), το Λαύριο, η Ανατολική Μεσόγειος, ίσως η Δυτική Μεσόγειος και η Ανατολία.
Η εικόνα αυτή φυσικά θεμελιώνει την άποψη ότι οι Μινωίτες, την εποχή του Χαλκού κυριαρχούσαν στην περιοχή. Αξίζει εδώ να αναφερθούν κάποια στοιχεία για την ύπαρξη μεταλλευμάτων στην Κρήτη.
Υπάρχουν σημεία που έχουν διαπιστωθεί ίχνη μεταλλευμάτων(φαίνονται στον παραπάνω Χάρτη, που αναφέρεται σε ενδείξεις ότι υπήρξε πρώϊμη μικρή εκμετάλλευση), στην περιοχή των Χανίων, στο Ρέθυμνο και στα Νότια του Ηρακλείου, τα οποία όμως δεν θεωρούνται άξια λόγου για εκμετάλλευση, ώστε να μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες των Μινωϊτών.
Για τον λόγο αυτό είχε εντοπιστεί από τα πολύ παλιά χρόνια, η ύπαρξη μεταλλευμάτων σε Νησιά του Αιγαίου και στο Λαύριο. Μέχρι πρότινος οι αρχαιολόγοι θεωρούσαν ότι η κύρια προέλευση των μεταλλευμάτων των Μινωϊτών ήταν η Κύπρος.
Μετά την ανάπτυξη των μεθόδων ανάλυσης των ισοτόπων μολύβδου και την σύγκρισή τους ανάμεσα σε δείγματα μεταλλευμάτων από διάφορες θέσεις και με τα συστατικά των έργων τέχνης, έχει σημασία να αναφέρουμε συνοπτικά τα συμπεράσματα, διότι διευκρινίζουν τις συναλλαγές των Μινωϊτών σε κάθε φάση της ιστορίας.
(Διευκρινίζουμε ότι το τελικό υλικό ο μπρούτζος, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή έργων τέχνης, περιέχει πάντα και άλλα χημικά στοιχεία μεταξύ των οποίων και ισότοπα Μολύβδου.)
Σημειώνουμε επίσης ότι τα στοιχεία που έχουν έρθει στο φώς επιβεβαιώνουν ότι τα Μεταλλεία του Λαυρίου, που ήσαν γνωστά για τον μόλυβδο και το ασήμι, είχαν αρχίσει να λειτουργούν πολύ νωρίτερα από την κλασσική εποχή και την εποχή του χαλκού, ακόμη και την ύστερη νεολιθική εποχή. Πέραν του μολύβδου και του αργύρου το Λαύριο ήταν και προμηθευτής χαλκού όπως έχει διαπιστωθεί από το ΙΓΜΕ για την ύπαρξή του, σε θέσεις του Σουνίου και της Καμάριζας.
Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι στην Αττική ( ΡΑΦΗΝΑ ), υπήρχαν θέσεις επεξεργασίας μεταλλευμάτων χαλκού από την Πρώϊμη εποχή Χαλκού. EBA: Early Bronze Age (Πρώιμη ΕποχήΧαλκού)
Εκτός από το Λαύριο, υπήρχαν επίσης θέσεις μεταλλευμάτων στις Κυκλάδες, όπως στην Κύθνο, στη Σέριφο, στην Σίφνο και στην Θήρα. Μάλιστα από την πρώϊμη εποχή του Χαλκού ήσαν σε εκμετάλλευση (Κύθνος, Σέριφος). Να σημειώσουμε εδώ ότι τα ορειχάλκινα ευρήματα της Αγίας Φωτιάς Λασιθίου, τα στοιχεία δείχνουν οτι σχετίζονται με πρώτη ύλη από Σέριφο και Κύθνο, καθώς και ότι τα μαρμάρινα ειδώλια επίσης προέρχονται από τις Κυκλάδες.
Η ανάλυση των στοιχείων των μελετών του Ισοτόπου Μολύβδου μας δίδει ότι:
1.Για τα αντικείμενα από την Προανακτορική περίοδο ( 3100/3000-1925/1900 π.χ. )
Α. 58% των προμηθειών ήσαν από Κύθνο, Σέριφο, Σίφνο.
Β. 26% των προμηθειών ήσαν από την Κύπρο.
Γ. 6%, από Λαύριο( Επεξεργασμένες στην Κύθνο ή στο Χρυσοκάμινο).
Δ. 2% από Μέση Ανατολή.
Ε. 2% από Ανατολία.
ΣΤ. 2%, Άγνωστη προέλευση.
Σημείωση: Την περίοδο αυτή έγινε προσπάθεια αξιοποίησης των τοπικών υπαρχόντων κοιτασμάτων(10 αντικείμενα από τον Θόλο, σχετίζονται με το κοίτασμα Χρυσοστόμου ), αλλά γρήγορα οι μεγάλες ανάγκες οδήγησαν στις εισαγωγές.
2.Για τα αντικείμενα της Πρωτοανακτορικής περιόδου ( 1925/1900-1750/1720 π.χ.)
Α. 66%, από Κυκλάδες.
Β. 11%, από Λαύριο.
Γ. Από Κύπρο, Μέση Ανατολή, βουνά Ταύρου.
Σημειώνουμε εδώ ότι η προέλευση Μολύβδου και Ασημιού είναι από το Λαύριο.
3.Για τα αντικείμενα της Νεοανακτορικής περιόδου (1750/1720-1490/14700 π.χ.)
Α. 42% από Λαύριο!
Β. 3% από Κυκλάδες
Γ. 17% από Κύπρο
Δ. 21% από Βουνά Ταύρου Ανατολίας.
Σημείωση: Την περίοδο αυτή τα κράματα χαλκού περιέχουν αυξημένη ποσότητα κασσιτέρου, πράγμα που ίσως υποδηλώνει αλλαγή των εμπορικών δρόμων, με δεδομένο ότι ο κασσίτερος μάλλον προέρχεται από Ασιατικές Αγορές.
4.Αντικείμενα της Μετανακτορικής περιόδου ( Μυκηναϊκή εποχή ).
Α. 44% από Λαύριο.
Β. 19% από Κύπρο.
Γ. 19% από Βουνά Ταύρου.
Δ. 11% από Κυκλάδες.
Ε. 4% από Μέση Ανατολή.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μέχρι το 1980 πολύ λίγα πράγματα ήσαν γνωστά για το εμπόριο του χαλκού κατά την πρώϊμη εποχή (ΕΒΑ – EarlyBronzeAge), για την κατεργασία του στο Αιγαίο, εκτός από την Ραφήνα. Τώρα γνωρίζουμε πλέον για την κατεργασία στην Κρήτη (Χρυσοκάμινο), στην Κύθνο και στην Σέριφο.
Τα έργα τέχνης της Μινωϊκής Κρήτης, φτιάχτηκαν από πρώτες ύλες προερχόμενες κυρίως από Κυκλάδες, Λαύριο, Κύπρο. Στην Ύστερη Περίοδο, παρουσιάζεται μια ενίσχυση των προμηθειών από την Ανατολή.
Εστιάζοντας στις πληροφορίες, που δείχνουν οι αναλύσεις των ειδικών με βάση το ισότοπο μολύβδου, γίνεται σαφές ότι, από την πρώτη περίοδο οι σχέσεις Κρήτης και Κυκλάδων ήταν πολύ στενές.
Υπήρχε συναλλαγή εξ’ αρχής με την Κύπρο αλλά σταδιακά υπήρξε μείωση προμηθειών και ενίσχυσή των με Κυκλάδες και Λαύριο που παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο μέχρι τέλους. Προέκυψαν διακυμάνσεις, που ίσως σχετίζονται με αλλαγές των εμπορικών δρόμων( προμήθειες από Ταύρο ).
Σε όλη την εποχή που εξετάζουμε, φαίνεται ότι είναι σε υψηλό επίπεδο οι συναλλαγές στο Αιγαίο και στην Ανατ. Μεσόγειο και μάλιστα ίσως επηρεάζονται από γεγονότα της εποχής που άλλαζαν τους κανόνες του εμπορίου των διαφόρων αγαθών και των μεταλλευμάτων.
Ίσως τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να συνδυαστούν και με άλλα παρόμοια που εστιάζουν σε άλλες περιοχές την ίδια χρονική περίοδο καθώς και με ιστορικές πληροφορίες από τους άλλους λαούς( Αίγυπτο, Μέση Ανατολή, Μικρασία ), για διασταύρωση και εξαγωγή ασφαλών ιστορικών συμπερασμάτων.
Το πιο σημαντικό όμως για εμάς συμπέρασμα, είναι οτι:
Από την πρώϊμη εποχή του Χαλκού και μάλλον από και την νεολιθική εποχή, στη περιοχή του Αιγαίου υπήρχε τακτική επικοινωνία, συναλλαγή και επαφή, ανάμεσα στους ανθρώπους της Κρήτης, των Κυκλάδων και της Στεριανής Ελλάδας, αποτελώντας ένα πολύ στενά δεμένο σύνολο. Θεωρώ, ότι αυτούς που εννοούσαν οι επόμενοι Έλληνες, ως Πελασγούς ήσαν οι Κάτοικοι του Αιγαίου και της Κρήτης, οι οποίοι με τον τόσο εξελιγμένο πολιτισμό τους άφησαν μεγάλη εντύπωση στους νεοφερμένους από τα Βόρεια, που και αυτοί με την σειρά τους δεν ήσαν εντελώς ξένοι. Απλά οι άνθρωποι της Θάλασσας, επικοινωνούν καλύτερα, μετακινούνται ευκολότερα, γρηγορότερα και γνωρίζουν άλλους ανθρώπους, άλλες συνθήκες, άλλες ιδέες, άλλες τέχνες.
Εξελίσσονται γρήγορα! Τέτοιοι ήσαν οι Μινωίτες! Αλώνιζαν την Μεσόγειο από τα πρώϊμα νεολιθικά χρόνια και κατάφεραν το θαύμα του πολιτισμού τους.
Αξίζουν τον θαυμασμό μας και την φροντίδα για την ανάδειξη και διάσωση των επιτευγμάτων τους, που είναι μια παγκόσμια κληρονομιά, σταθμός στην εξέλιξη του ανθρώπου.
ΠΗΓΕΣ:
· PAULFAURΕ :Η Καθημερινή ζωή στην Κρήτη, τη Μινωϊκή εποχή, Εκδόσεις Παπαδήμα, 2002.
· Gale, N. H., Stos-Gale, Z. A., La Niece, S., Hook, D., & Craddock, P.. Cross-cultural Minoan networks and the development of metallurgy in Bronze Age Crete, Metals and Mines, Studies in Archaeometallurgy. London: Archetype Publications in association with the British Museum, 2007, 103-111.
· ΘΕΟΧΑΡΗ ΔΕΤΟΡΑΚΗ: Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης, 1990.
*Σταύρος Καπριδάκης, Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, Πρώην Executive Directory Ομίλου ΟΤΕ, τέως Αντιπρόεδρος της Ένωσης των Απανταχού Σφακιανών
Πηγή: ecopress.gr