Γράφει ο Σήφης Λεκάκης*
Ο πρώτος δίσκος του Θανάση Σκορδαλού με τον Γιάννη Μαρκογιαννάκη που ηχογραφήθηκε το Δεκέμβρη του 1946 και κυκλοφόρησε στις αρχές του 1947 ήταν ο «Μόνο εκείνος π’ αγαπά…». Υπάρχουν διάφορες διαδόσεις για την προέλευση της μαντινάδας του δίσκου αυτού και μάλιστα μία εμφανίζεται ως «πακέτο» ισχυριζόμενη ότι τόσο η μαντινάδα όσο και το μουσικό μέρος καταγράφονται από κάποια επαρχία της Κρήτης.
Θα ήταν χρήσιμο τέτοιες διαδόσεις να κατατίθενται έγγραφα, υπεύθυνα και επώνυμα, διότι χάριν της Ιστορίας οφείλουμε πάντοτε να αναζητούμε επαρκώς διασταυρωμένες, εξακριβωμένες πληροφορίες.
Μελετώ το Σκορδαλό τα τελευταία 40 χρόνια και δεν γνωρίζω κάποια αξιόπιστη μαρτυρία για την προέλευση του μουσικού μέρους του συγκεκριμένου δίσκου. Για τη μαντινάδα όμως υπάρχουν κατά την άποψή μου αξιόπιστες μαρτυρίες και με βάση αυτές τις αναφορές όσο γίνεται εμπεριστατωμένη στην καθ’ όλα τα φαινόμενα αληθινή καταγωγή της, που μάλλον καταρρίπτει και το ‘πακέτο’ και τις υπόλοιπες διαδόσεις.
Ο Θανάσης Σκορδαλός είχε γεννηθεί στο Σπήλι της επαρχίας Αγ. Βασιλείου, Ρεθύμνου το 1920. Μετά την αποφοίτησή του από το Δημοτικό Σχολείο μπήκε στο τριτάξιο γυμνάσιο (γνωστό ως ημιγυμνάσιο) Σπηλίου. Ένας από τους συμμαθητές και στενούς φίλους του που τον παρακολούθησε σε όλη του σχεδόν τη ζωή και τη μουσική του καριέρα ήταν ο Γιώργης Αλεξανδράκης. Ο Αλεξανδράκης γεννήθηκε επίσης το 1920 στο κοντινό χωριό Ακούμια και εκτός από καλός μαθητής ήταν και πολύ μερακλής. Μετά το ημιγυμνάσιο ολοκλήρωσε τις σπουδές της μέσης εκπαίδευσης στο Ρέθυμνο το 1938 και πέτυχε αμέσως στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου. Σχεδόν με την αποφοίτησή του βρήκε το έπος του 1940 και δύο χρόνια αργότερα, το 1942, χωρίς να έχει πάει ακόμη στρατό, διορίστηκε δάσκαλος και υπηρέτησε σε πολλά χωριά της Κρήτης, κυρίως στη Μεσσαρά. Ο Ι-Ι. ο, η, η γν.
Ο Γιώργης και η Αγγέλα παντρεύτηκαν στις Γκαγκάλες στις 27 Ιουλίου του 1943, ημέρα Τρίτη, εορτή του Αγ. Παντελεήμονα. Στο γάμο κάλεσαν οργανοπαίκτη το Σκορδαλό ο οποίος, κατά τη μαρτυρία του γαμπρού, «είχε μόνος του χωρίς συνοδεία λαούτου και όμως έπαιξε τη λύρα του διαολισμένα».
Η Αγγέλα Σταυριανουδάκη κατάγονταν από Σφακιανούς γονείς, από το χωριό Ασκύφου, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στους Αγίους Δέκα και ήταν πλούσιοι με τα δεδομένα της εποχής (περιουσία σε γεωργική γη), αλλά έφυγαν από τη ζωή σε ηλικία 44 ετών λόγω ανίας τότε ασθένειας. Άφησαν πίσω τους ορφανά τέσσερα παιδιά, την Αργυρώ την Αγγέλα, την Άννα και τη Μανώλη, την κηδεμονία των ανέλαβαν διάφοροι συγγενείς. Η μεγαλύτερη η Αργυρώ παντρεύτηκε το Γιώργη Παραδάκη και εγκαταστάθηκαν στις Γκαγκάλες. Η Αγγέλα και οι Άννα έμεναν άλλοτε στους Αγίους Δέκα και άλλοτε στις Γκαγκάλες με την αδελφή τους.
Όταν μεγάλωσε η Άννα Σταυριανουδάκη την είδε και την ερωτεύτηκε με πάθος ο Μανώλης Κοσμαδάκης από τα Βασιλικά Ανώγεια, ένα χωριό νότια από τους Αγίους Δέκα σε απόσταση 18 χιλιομέτρων. Ο Κοσμαδάκης είχε γεννηθεί το 1914 και άρα ήταν μεγαλύτερος από τη Γιώργη Αλεξανδράκη και το Θανάση Σκορδαλό κατά έξι χρόνια. Όταν γνώρισε την Άννα ήταν μαθητής του εξαταξίου Γυμνασίου Πόμπιας στο οποίο είχε μπει με αρκετή χρονική καθυστέρηση (περίπου 16 ετών) για κάποιους λόγους που δεν είναι γνωστοί (ίσως οικονομικοί ή προσωπικοί) και τελικά, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, το παράτησε σε ηλικία περίπου. 21 ετών για να επανέλθει σ’ αυτό πολύ αργότερα.
Ο Κοσμαδάκης ήταν πολύ μερακλή και δεν έλειπε σχεδόν από κανένα γλέντι που γίνονταν στη Μεσσαρά. Έπαιζε μαντολίνο και ήταν τόσο καλλίφωνος, αλλά και δεινός μαντιναδολόγος που πολλοί πήγαιναν στα γλέντια μόνο για να ακούσουν να παίξουν και να τραγουδήσουν. Αγαπούσε την Άννα με πάθος, το ίδιο και αυτή αλλά κρυφά χωρίς να του το δείχνει, μιας και οι κηδεμόνες της οικογένειας δεν τον ενέκριναν για γαμπρό.
Μοναδική του ικανοποίηση ήταν πλέον η καντάδα. Όταν λοιπόν ο Κοσμαδάκης ήταν στην πέμπτη τάξη του Γυμνασίου (Β’ Λυκείου), πήρε μερικούς φίλους του και πήγαν στους Αγίους Δέκα όπου έκαναν καντάδα στην Άννα του. Το πρωί όμως που πήγε στο μάθημα ήταν τόσο κουρασμένος και νυσταγμένος που ο καθηγητής των φυσικών, Ευριπίδης Νεονάκης, τον αντιλήφθηκε. Τον κάλεσε τότε να συνεχίσει τη λύση μίας άσκησης αλλά ο Κοσμαδάκης αρνήθηκε να το κάνει. Όταν ο καθηγητής του ζήτησε εξηγήσεις, ο Μανώλης τον κοίταξε για λίγο και του απάντησε αυθόρμητα «…να σας πω κύριε καθηγητά… μόνο εκείνος π’ αγαπά μπορεί να το πιστέψει ότι τσ’ αγάπης ο καϋμός τη σταματά τη σκέψη». Ο Νεονάκης που ως φαίνεται είχε πληροφορίες για τις βλέψεις του Κοσμαδάκη προς την ‘πλούσια’ Άννα του απάντησε «Ε…καϋμένε Κοσμαδάκη… μεγάλο σκοπό έβαλε μπροστά σου, αλλά δεν τα καταφέρει».
Ο Κοσμαδάκης εγκατέλειψε τότε το Γυμνάσιο και ζούσε μόνο με τη σκέψη της Άννας. Πέρασε καιρός και κάποια στιγμή η Άννα πληροφορήθηκε ότι ένας πρώτος της θεός θα έφερνε έναν υποψήφιο γαμπρό από άλλο χωριό να την αρραβωνιάσει. Αμέσως αυτή ειδοποίησε με ανθρωπό της τον Κοσμαδάκη και κλέφτηκαν το ίδιο βράδυ. Παντρεύτηκαν το 1937 και απέκτησαν δύο γιούς το Γιώργη και το Σταύρο από τους οποίους ο δεύτερος πέθανε νέος. Τρία χρόνια μετά το γάμο του ο Κοσμαδάκης έφευγε για το Αλβανικό Μέτωπο. Ο -εϊ. Δέκα αλλά δεν πήγε καλά.
Η κατοχή και ο Γιώργης Αλεξανδράκης, που από το 1943 είχε γίνει μέλος της ευρύτερης οικογένειας, καταλάβαινε ότι η κουνιάδα του η Άννα είχε αρχίσει να δυσφορεί διότι δεν πήγαιναν καλά οικονομικά. Ο Γιώργης τότε τους πρότεινε να επιστρέψει ο Μανώλης στο Γυμνάσιο Πόμπιας να το τελειώσει. Τον άκουσαν με προσοχή. Με βάση μία ευεργετική εγκύκλιο που είχε βγάλει το κατοχικό Υπουργείο Παιδείας όποιος παλιός μαθητής ήθελε να δώσει μαζί όλες τις εξετάσεις δύο τάξεων. Έτσι ο Κοσμαδάκης το 1944 σε ηλικία 30 ετών, έδωσε τις εξετάσεις και τελείωσε το Γυμνάσιο (Λύκειο) της Πόμπιας. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια του Αλεξανδράκη κατάφερε να μπει και αυτός στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου, να αποφοιτήσει επιτυχώς και αργότερα να διορθώσει δάσκαλο.
Στο μεταξύ, μετά το γάμο του Αλεξανδράκη το καλοκαίρι του 1943, το δίδυμο Αλεξανδράκης – Κοσμαδάκης έγινε η κινητήρια δύναμη του Σκορδαλού στη Μεσσαρά. Ο Θανάσης ήξερε όλα τα πανηγύρια και πήγαινε ακάλεστος διότι είχε τη στήριξή τους. Όλα τα άλλα γλέντια τελείωναν νωρίς και μαζευόταν στο δικό του. Ο ίδιος ο Κοσμαδάκης είχε δώσει μαντινάδες στο Σκορδαλό που έβαλε σε δίσκους του, αλλά τη συγκεκριμένη μαντινάδα που είχε πει στον καθηγητή Νεονάκη, η οποία ήταν πλέον γνωστή σε όλους στις Γκαγκάλες, την έδωσε στο Σκορδαλό ο Γιώργης Αλεξανδράκης στις 26 Ιουλίου 1943, δηλαδή την προηγουμένη ημέρα του γάμου του.
Μετά το γάμο, ο Θανάσης έμεινε στις Γκαγκάλες άλλες τρεις μέρες. Το μεθεπόμενο βράδυ, της Πέμπτης 29 Ιουλίου 1943, βγήκε καντάδα και τα ξημερώματα σταμάτησαν έξω από το σπίτι της Μανώλης Μουδάτσου, προϊσταμένου στο Ταχυδρομείο των Αγίων Δέκα. Ο Μουδάτσος έμενε στις Γκαγκάλες η δε γυναίκα του, η Μαρίκα Αθανασάκη, ήταν δασκάλα συνάδελφος του Γιώργη Αλεξανδράκη, αλλά και άριστη χορεύτρια και τραγουδίστρια. «Εδώ μένει ένας καλός φίλος και μερακλής, παίξε του έναν σκοπό…» είπε ο Αλεξανδράκης στο Σκορδαλό. ‘Εξω από το σπίτι του Μουδατσού ήταν ένας χαμηλός τοίχος, έβαλε ο Θανάσης το πόδι του επάνω και άρχισε να παίζει το γνωστό μας σκοπό τραγουδώντας μαζί του για πρώτη φορά τη μαντινάδα του Κοσμαδάκη «Μόνο εκείνος π’ αγαπά…». Την επομένη μέρα που αναχώρησε ο Θανάσης και ο Αλεξανδράκης συναντήθηκε με τον Ζεύγο Μουδάτσου, η Μαρίκα έλεγε στο Γιώργη «Μα τι ήταν αυτό!».
Σημείωση:
Ο Γιώργης Αλεξανδράκης που μου αφηγήθηκε το κύριο μέρος της ιστορίας αυτής ζει σήμερα στα 95 του χρόνια στο Χαλάνδρι. Ο Μανώλης Κοσμαδάκης δεν ζει, αλλά ο γιος του ο Γιώργης Κοσμαδάκης, σήμερα συνταξιούχος τεχνικός της Νομαρχίας Ηρακλείου καθώς και ο σύζυγός του που ζει στο Ηράκλειο, μου επανέλαβαν το ίδιο ιστορικό με συμπληρωματικά στοιχεία. Παρόμοιο, αλλά πιο γενικό ιστορικό με τα ίδια πρόσωπα, μου είχαν διηγηθεί αρκετά χρόνια πριν φύγουν από τη ζωή οι αείμνηστοι Σπύρος Σηφογιωργάκης και Λεωνίδας Κλάδος καθώς και ο εν ζωή Γιάννης Μαρκογιαννάκης.
* Ο κ. Ο Σήφης Λεκάκης είναι ομότιμος καθηγητής Παν/μίου Κρήτης j.lekakis@uoc.gr
Πηγή: haniotika-nea.gr