Κρήτη, 1956.
Το χωριό αποτελείτο από λίγα σπίτια κι ένα καφενείο.
Είχαν ετοιμάσει φαγητό.
Ψωμί, τυρί, καρύδια και κρασί.
Ήταν ένα γεύμα που δεν ξεχνιέται εύκολα.
Ο Δήμαρχος μίλησε στον Τζούλι.
Μπορεί να ήταν 90 χρονών, αλλά η φωνή του ήταν δυνατή κι επιθετική.
”Είσαι Άγγλος;”
”Όχι Αμερικανός.”
”Το ίδιο κάνει.”
Το είπε υποτιμητικά.
Πρέπει να σας θυμίσω, ότι το 1956 το πρόβλημα της Κύπρου είχε φτάσει σε κρίσιμο σημείο.
Ο Δήμαρχος κοίταξε τον Τζούλι μέσα από τα μαύρα γυαλιά του.
”Δώστε μας πίσω την Κύπρο.”
Έδειξε τον Τζούλι σαν να είχε την Κύπρο στην τσέπη του.
Κι ο Τζούλι πιστεύοντας ότι είναι παιχνίδι, είπε:
”Όχι, νομίζω ότι θα την κρατήσω.”
Κανένας δεν το βρήκε διασκεδαστικό.
Μια βαριά σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο.
Ο Φανουράκης κλώτσησε τον Τζούλι κάτω από το τραπέζι.
”Μην αστειεύεστε, δώστε τους την Κύπρο”, μουρμούρησε.
Ο Δήμαρχος έσκυψε μπροστά, απειλητικά, προκλητικά.
Στον Τζούλι δεν άρεσε να τον προκαλούν.
Κούνησε το κεφάλι του.
Και οι δύο άντρες άρχισαν να πλησιάζουν το τραπέζι.
Είχα τρομάξει.
”Μην είσαι ηλίθιος”, ψιθύρισα γαλλικά στον Τζούλι.
”Δώσ’ τους την Κύπρο”.
Ίσως ο Τζούλι να είχε υποχωρήσει αλλά ο Δήμαρχος είπε:
”Θα τη δώσετε πίσω, γιατί οι Αμερικάνοι είναι δειλοί”.
Αυτό ήταν.
Τώρα ήταν ζήτημα τιμής.
Ο Τζούλι σηκώθηκε.
”Χρειάζομαι την Κύπρο για στρατιωτικές βάσεις”.
Ο Δήμαρχος σηκώθηκε.
”Θέλουμε την Κύπρο.”
Οι άντρες πλησίασαν.
Υπήρχε βία στην ατμόσφαιρα.
Ο Τζούλι είχε χλωμιάσει αλλά είπε:
”Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να αποκτήσετε την Κύπρο.”
Κοίταξε γύρω του στο δωμάτιο.
”Πάρτε την.”
Έγινε μια ατέλειωτη τεταμένη σιωπή.
Όλα τα μάτια στράφηκαν στον Δήμαρχο.
Τότε, σε μια ένδοξη στιγμή, το πρόσωπό του ξαστέρωσε.
Πήρε τον Τζούλι στην αγκαλιά του και τον φίλησε.
Μετά, όλα ήταν όμορφα.
Μελίνα Μερκούρη Απόσπασμα από το βιβλίο: ”Γεννήθηκα Ελληνίδα”
Πηγή: Πρόσωπα