Της Έφης Μιχελάκη*
– ” Είχανε την εξώπορτα στο κονάκι ντως αμπαρωμένη, τα κοπελάκια ντως βγαρμένα όξω, κι ένα κομμάτι κρέας στο τσικάλι και το ξεκοκκαλίζανε οι δυό γονέοι αμοναχοί ντως, Μάνα και Πατέρας! Γροικάς;;
Και τα κοπέλια στη πείνα! Ασερνικά κιόλας ούλα ντως, τίγκα στη ψείρα και στην ανυπλυσά!
Μαύρη ζωή για τσι ψυχούλες τως στα χρόνια τση τσιφτελιάς ..
Κι ολοχρονίς του χρόνου τα πέμπανε τα γλάνια να παραβολιάζουνε τα οζά – στι κάμπους και στ’ ογρασές, στα θέρητα και στι ανεμοδούρες – κι οι γονέοι ήτονε σταλισμένοι στο μαγκάλι και στη παρασθιά!
Υπήρχανε κι ετσά λοής γονέοι! Κι αμηντα θαρρείς;;
Κι όμως κόρη μου, το πρώτο τηλέφωνο απου μπήκενε στο χωριό, ήτονε σ’ αυτούς τσι γονέους, τως το συνδέσανε τα κοπέλια ντως που είχανε την έγνοια ντως όντεν ήρθανε τα γέρα κι οι ανυμποργιές”.
Εζαλίστηκα!!
Αυτά μου μολογούσε η μάνα, κι ότι την είχα μπανιαρισμένη και χτένιζα τα μαλλάκια τζη στη μέσα κάμερα.
Λεπτή τρίχα – να στηριζω απάνω τζη τη ψυχή μου – τραχιά ζωή..
Κι όμως δε βαρυγκομά, μήτε παραπονάται..
” Και τα καλά δεχούμενα, και τα κακά δεχούμενα παιδί μου, φτάνει το κάθα πράμα να ‘ρχεται στην ώρα ντου”
Κι ομως δε το δέχεσαι εύκολα το ν’ αρρωστήσει ο γονιός σου, έχεις την αίσθηση πως είναι αθάνατος, πως θα νικήσει το χρόνο..
-“Ιντα ‘ναι μάνα απου μου λες; Γιάντα μου την είπες ετουτηνά την ιστορία “;
-” Σου την είπα, για να σου δώσω την ευκή μου, χίλιες ευκές σου δίνω την κάθα μέρα, τη κάθα ώρα που με ποσάζεις εδά που εντάκαρα και μωροκοπελίζω παιδί μου, και σε ντρέπομαι κιόλας “..
Εξαναζαλίστηκα..
Δεν της είπα τίποτα, γιατί ‘ναι και φορές που η σιωπή έχει τη πιο βαραίνουσα σημασία..
Ίντα να τση πω δηλαδή;
Πως η μυρωδιά τζη είναι μοσκοβολιά απο φασκόμηλο, λιόλαδο και πράσινο σαπούνι μαζι;
Πως η εμιλιά τζη κι οι ευκές τση είναι πιο γλυκιές κι απ’ τη θεία μεταλάβωση;
Ο νους μου δε μπορεί να δεχτεί πως ένα κορμί μπεντένι εγίνηκε θρύψαλα, κι έχω και τσ’ ανασφάλειες να παραμονεύουν..
Κι οι φόβοι, παραμονεύγουνε κι αυτοί, απλά τώρα τους αναγνωρίζω. .
* Η Έφη Μιχελάκη είναι Κτηνίατρος από το Ασήμι της Μεσαράς, με καταγωγή τους Παρανύμφους Αστερουσίων