Η κατάθεση της Μαρίας Καρυστιανού στην εξεταστική της Βουλής για το έγκλημα στα Τέμπη, όπου σκοτώθηκε η κόρη της, Μάρθη, μίλησε στις ψυχές όχι μόνο των υπόλοιπων ανθρώπων που τους συγγενεύουν που επέβαιναν στο μοιραίο τρένο, αλλά και όλων των ανθρώπων που δεν αποδέχονται. τη συγκάλυψη που στήνεται από την πρώτη ώρα μετά την τραγωδία.
Είναι η μητέρα της Μάρθης Ψαροπούλου που σε ηλικία 19 ετών σκοτώθηκε με άλλους 56 συνεπιβάτες στο σιδηροδρομικό δυστύχημα έξω από την Τέμπη. Δεν αποδέχτηκε ποτέ τη λέξη «δυστύχημα». Τον τελευταίο χρόνο αναμετριέται καθημερινά με τον πόνο και αναζητεί δικαιοσύνη για το έγκλημα που στέρησε τη ζωή του παιδιού της.
Ως πρόεδρος του Συλλόγου Θυμάτων-Πληγέντων Τεμπών, κλήθηκε την περασμένη Τετάρτη να καταθέσει στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής που διερευνά την υπόθεση και η χειμαρρώδης κατάθεσή της συγκλόνισε το πανελλήνιο. Γιατί; Γιατί η κυρία Καρυστιανού εννοεί κάθε λέξη της. Ακόμα και η χροιά της φωνής της δηλώνει την αποφασιστικότητά της να φτάσει εκεί που ένα ολόκληρο σύστημα την εμποδίζει: στην απόδοση Δικαιοσύνης.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη από δύο μορφωμένους γονείς που της εμφύσησαν την αγάπη για τη μάθηση. Αρίστη μαθήτρια και πολύ αγαπητή ανάμεσα στους συμμαθητές της, αρχικά σκεφτόταν να ακολουθήσει σπουδές στη Νομική (όπως ο πατέρας της), αλλά την κέρδισε η Ιατρική. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και όταν πήρε το πτυχίο της ήταν ήδη έγκυος στο πρώτο της παιδί, τον Παναγιώτη. Τρία χρόνια αργότερα απέκτησε τη Μάρθη. Εκανε το αγροτικό της στον Λαγκαδά και στη συνέχεια πήγε μαζί με την οικογένεια της στην Αγγλία για μετεκπαίδευση. Εκεί έμειναν τριάμισι χρόνια και γύρισαν στην Ελλάδα επειδή ήταν η χώρα όπου ήθελαν να ζήσουν τα παιδιά.
Οταν γύρισε στη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε να εργάζεται ως ιδιώτης παιδίατρος και αμέσως ξεχώρισε για τις γνώσεις και την προσφορά της. Δούλευε καθημερινά πολλές ώρες. «Καταλαβαίνετε ότι περνούσα περισσότερες ώρες στο ιατρείο μου απ’ ό,τι στο σπίτι. Πολλοί γονείς μπορούν να νιώθουν τύψεις και ενοχές επειδή κάνουν το ίδιο, αλλά αναλογίζεται τι σημαίνει αυτό πλέον για μένα που έχω τόσες στιγμές της κόρης μου και τώρα δεν την έχω…».
Την ιδιότητα των παιδιών επικαλέστηκε και κατά την κατάθεσή της στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής, λέγοντας: «Για να μπορέσετε να καταλάβετε πώς νιώθουμε εμείς, θέλουμε να έρθετε για πολύ λίγο στη θέση μας: να χάσετε το πιο αγαπημένο σας πρόσωπο από ιατρικό λάθος, από αδιαφορία, από ελλιπείς γνώσεις ή από όλα τα παραπάνω, και ο εν λόγω γιατρός, αντί να παραπέμπεται στη Δικαιοσύνη για να κριθεί και να τιμωρηθεί, να παραπεμφθεί στο Ιατρικό Σύλλογο. Πώς θα σας φαινόταν αυτό; Σκληρό; Δίκαιο; Άδικο; Φυσιολογικό;».
Μιλάει συνέχεια για τα όνειρα της κόρης της, που ήταν φοιτήτρια Ειδικής Αγωγής. Ο γιος της πήρε πτυχίο στις Πολιτικές Επιστήμες και συνεχίζει με σπουδές στη Νομική. «Η Μάρθη λάτρευε τον αδερφό της. Εκείνο το Σαββατοκύριακο, που έλειπε με τη φίλη της για το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας, μάθαμε ότι πέρασε ένα μάθημα και πήρε το τελευταίο πτυχίο του στις Πολιτικές Επιστήμες. Ήταν τόσο χαρούμενος που ήθελε να το πει από κοντά όταν θα γύριζε. Ομως η κόρη μου δεν κατέβηκε από εκείνο το τρένο, σκοτώθηκε μαζί με τη φίλη της. Έμαθα από τον γιο μου ότι στην τελευταία τους επικοινωνία είπε τελικά ότι έπαιρνε το πτυχίο του και η Μάρθη φώναζε από χαρά».
Οι συμπολίτες της αγκαλιάζουν στον δρόμο και δείχνουν με κάθε τρόπο την αγάπη και τη συμπαράστασή τους. Και εκείνη καταφεύγει στη δουλειά: «Είναι ο μόνος χώρος όπου δεν επιτρέπεται να βυθιστώ στον πόνο μου, να χαθώ στις σκέψεις και να κοιτάζω φωτογραφίες. Για να συνεχίσω τον αγώνα εναντίον όσων δολοφόνησαν το παιδί μου έπρεπε πρώτα να σταθώ στα πόδια μου, να δουλέψω. Λίγες μέρες μετά την κηδεία της κόρης μου επέστρεψα στο γραφείο».
Παράλληλα ρίχτηκε στη μάχη, που από προσωπική έγινε συλλογική, έγινε κοινωνική: έψαξε άλλους συγγενείς, επισκέφθηκε τα νοσοκομεία της Λάρισας για να δει επιζώντες, ίδρυσε τον Σύλλογο Θυμάτων-Πληγέντων Τεμπών, «για να φέρει εις πέρας το έργο μας, ό,τι και. αν συνέβη στον καθένα μας», πήγε δύο φορές στις εισαγγελικές αρχές της Λάρισας, διήλθε από τη Βουλή, κατέθεσε στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής και στις 14 Φεβρουαρίου που βρίσκεται στο Ευρωκοινοβούλιο, όπου «θα παρουσιαστεί ενώπιον των Ευρωπαίων το έγκλημα των Τεμπών».
Η κατάθεσή της στην επιτροπή της Βουλής ήταν 9 σελίδες. «Την έγραψα στο σπίτι μου, μόνη μου, γρήγορα και αβίαστα. Δεν σταματούσα να γράφω. Οταν τελείωσα ένιωθα σαν να μου την είχαν υπαγορεύσει. Καταλαβαίνω ότι όλα αυτά μπορούν να σας φαίνονται παράλογα, αλλά σε αυτόν τον αγώνα δεν είμαι μόνη μου, είμαστε μαζί με τη Μάρθη».
Πώς της φάνηκε που βρισκόταν ανάμεσα σε βουλευτές; «Ενιωθα χαζή. Τι δουλειά είχα να είμαι μπροστά σε βουλευτές και όχι ενώπιον δικαστών που ερευνούν ένα έγκλημα; Τι ήξεραν να μου απαντήσουν όταν δεν έχουν δει ούτε τη δικογραφία και δεν γνωρίζουν τα στοιχεία; Τι να εξηγώ σε μια αναρμόδια επιτροπή; Ειδικά από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας δεν μου έκανα καμία ερώτηση, με κοιτούσαν παγωμένοι. Ο Σεβασμός δεν είναι να σωπαίνει μπροστά σε μια μάνα που το κράτος δολοφόνησε το παιδί της, σεβασμός δεν κάνεις τα πάντα για να αποδοθεί δικαιοσύνη».
Ο επόμενος αγώνας που θα δοθεί στο Ευρωκοινοβούλιο, «με στόχο να γίνει γνωστό στην Ευρώπη τι σημαίνει βαθύ κράτος στην Ελλάδα, όπως και τι σημαίνει συγκάλυψη εγκλήματος. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει ασκήσει κακουργηματικές διώξεις εναντίον 23 ατόμων για πλημμελή εκτέλεση της σύμβασης του σιδηρόδρομου, για απάτη, απιστία, ψευδείς βεβαιώσεις με τον παράνομο προσπορισμό οφέλους και ηθική αυτουργία, αλλά εδώ οι υπουργοί δεν φέρουν ευθύνη, η Hellenic Train δεν φέρει ευθύνη, η ΕΡΓΟΣΕ δεν φέρει ευθύνη, η ΡΑΣ δεν φέρει ευθύνη. Τελικά έχει κανείς ευθύνη σ’ αυτή τη χώρα που ζούμε από;».
Γράφει η Γιώτα Τέσση
Πηγή: efsyn.gr