Του Γιώργου Μαμάκη
Η είσοδος δεν φαίνεται από την παραλία. Κρύβεται πίσω από έναν χαμηλό βράχο, εκεί που η άμμος γίνεται πέτρα και η θάλασσα αλλάζει χρώμα. Το στόμιο είναι μυστικό, και το φως έξω σου καίει την πλάτη καθώς σε αφήνει.
Η θερμοκρασία πέφτει απότομα. Από το εκτυφλωτικό λευκό του ήλιου περνάς στο βαθύ, ψυχρό γκρι του λίθου. Η οροφή της σπηλιάς είναι χαμηλή στην αρχή, ανώμαλη, γεμάτη προεξοχές σαν αρθρώσεις αρχαίου σώματος. Το πέτρωμα υγρό, σαπφειροπράσινο σε κάποια σημεία, μαύρο σε άλλα, γυαλίζει ελαφρά από τη θαλάσσια αλμύρα που κοχλάζει στις σχισμές. Η μυρωδιά είναι έντονη — μια μίξη αλατιού, άλγης και βραδινής πέτρας.
Προχωράς μέσα. Περπατάς πάνω σε βράχια που γλιστρούν, σε άμμο που κολλάει σαν στάχτη στο δέρμα.
Κι έπειτα, ο ήχος:
Το κύμα σκάει βαθιά μέσα στη σπηλιά, όχι δυνατά, αλλά με μια ρυθμική αργή βουή, σαν αναπνοή κάποιου που κοιμάται. Όχι ανθρώπου. Κάποιου άλλου· μεγαλύτερου. Παλαιότερου. Έρχεται και φεύγει, χωρίς να σε ρωτά. Δεν είναι ήχος· είναι παρουσία.
Το νερό εισχωρεί στον χώρο από ένα στενό άνοιγμα. Σε στιγμές γεμάτης παλίρροιας, καλύπτει σχεδόν το μισό πάτωμα της σπηλιάς. Το βλέπεις να ανασηκώνεται και να υποχωρεί, σαν να ζητά να ξαναγεννηθεί. Το φως δημιουργεί πάνω στο νερό σχηματισμούς που αλλάζουν ασταμάτητα· εικόνες αινιγματικές, σαν όνειρα πριν ξυπνήσεις.
Οι τοίχοι της σπηλιάς είναι φαγωμένοι από αιώνες επαφής με τη θάλασσα. Μοιάζουν να έχουν χαραχτεί — όχι από ανθρώπινο χέρι, αλλά από κάποια αρχέγονη πρόθεση. Οι γραμμές, τα φυσικά “γλυπτά” της πέτρας, θυμίζουν μητρική κοιλότητα. Σε σημεία, νιώθεις πως ο βράχος σε αγκαλιάζει. Σε άλλα, σε απωθεί. Όμως σε κάθε στιγμή, σου θυμίζει ότι δεν είσαι εσύ ο επισκέπτης· αυτός είναι ο χώρος σου — πριν σε ξεχάσεις.
Και τότε νιώθεις:
Η σπηλιά είναι το ασυνείδητο με μορφή.
Το νερό, ο φορέας της μνήμης.
Ο ήχος του κύματος, η επιστροφή της ερώτησης.
Η πέτρα, η αντίσταση που διατηρεί το βάθος.
Κι εσύ, το όνειρο που ξαναβρίσκει το σώμα του.