Ευθύς μετά τήν άφιξιν τών Τούρκων εις τό Άσκυφον, έσπευσαν εις τά γύρω οι αρχηγοί Μανουσέλης, Γ. Δεληγιαννάκης, Μανουσογιαννάκης, Ρ. Βουρδουμπάς, Πωλογεωργάκης καί Πρωτοπαπαδάκης καί τήν 18ην Ιουλίου 1821 αρκετοί επαναστάται ώρμησαν κατά τών Τούρκων, έφθασαν μέχρι τής συνοικίας τού Ασκύφου Στραβόρραχη καί εκείθεν ήρχισαν νά πυροβολούν τούς Τούρκους τούς ωχυρωμένους εις τόν Ληνόν. Η εφόρμησις αυτή τών τολμηρών εκείνων ανδρών εφείλκυσε καί άλλους πολλούς επαναστάτας πρός τό ίδιον σημείον καί ήρχισε μάχη, κατά τήν οποίαν οι Τούρκοι μετεχειρίσθησαν καί τό πυροβολικόν διά νά καταπτοήσουν τούς επελθόντας. Αλλά τούτο δέν εκλόνισε τούς ωχυρωμένους εις τήν Στραβόρραχην. Τουναντίον οι επαναστάται ενισχύοντο διαρκώς καί από άλλους ορμώντας πρός τά εκεί καί οι Τούρκοι ήρχισαν ν’ ανησυχούν.
Εφοβήθησαν μήπως καταφθάσουν ισχυραί επαναστατικαί δυνάμεις, οπότε θά εκινδύνευαν σοβαρώς αποκλεισμένοι εις τό οροπέδιον εκείνο καί απεφάσισαν ν’ αποχωρήσουν εκείθεν. Οι Σφακιανοί αντελήφθησαν τούς σκοπούς των καί ενώ οι Τούρκοι συνεσωματούντο διά νά φύγουν εξήλθαν από τάς αρχικάς θέσεις των καί τούς επυροβολούσαν εκ μικρών αποστάσεων. Οι Τούρκοι ηναγκάσθησαν νά στρέψουν τά νώτα καί νά φύγουν τό ταχύτερον διά τής μεταξύ τού Ασκύφου καί τής Κράπης κοιλάδος τού Κατρέως.
Αι διαβάσεις ήσαν στεναί καί επέτρεψαν εις τούς επαναστάτας νά καταλάβουν υψηλάς θέσεις επί τών αποκρήμνων κατωφερειών καί νά κτυπούν εκείθεν εκ τού ασφαλούς τούς φεύγοντας καί συμπυκνωμένους Τούρκους. Κάθε σφαίρα Σφακιανού είχε καί αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι επροχωρούσαν κατ’ ανάγκην υπό τά φονικώτατα αυτά πυρά εις δρόμον στενόν καί κρημνώδη, πού τόν καθιστούσαν περισσότερον δύσβατον ακόμη οι όγκοι τών νεκρών καί τών ζώων πού κατέπιπταν. Τότε κατέφθασε πρό τού στομίου τής κοιλάδος καί ο Δασκαλάκης από τήν Μαλάξαν μέ αρκετήν δύναμιν καί ηνάγκαζε τούς φθάνοντας εκεί καί ευρισκομένους πρό τών απροόπτων εκείνων ελληνικών πυρών νά στρέφωνται πρός τά οπίσω. Επήλθεν εκ τούτου μεταξύ τών Τούρκων, πού εβάλλοντο από όλα τά μέρη, σύγχυσις πού έφθασεν εις αλλοφροσύνην. Αποκλεισμένοι εντός τής χαράδρας, χωρίς νά ημπορούν νά φύγουν πρός τά εμπρός, ούτε νά στραφούν πρός τά οπίσω, ήρχισαν νά ανεβαίνουν κατά ομάδας πρός τάς ανωφέρειας, δεκατιζόμενοι διαρκώς, άλλοι βαλλόμενοι καί εκεί καί άλλοι καταπίπτοντες από τούς αβάτους εκείνους κρημνούς.
Καθένας εσκέπτετο πώς νά σωθή. Αλλά δέν ήτο δυνατόν νά φύγουν όλοι καί η επίθεσις εξηκολούθησεν εις τήν φάραγγα εκείνην τού θανάτου επί πολύ. Οι διασωθέντες κατώρθωσαν νά φθάσουν εις τό Μπρόσνερο, όπου παρέλαβαν τούς αποκλεισμένους εις τόν πύργον τού Αλιδάκη καί έφυγαν εκείθεν εις τόν Αλμυρόν εις αθλίαν κατάστασιν, αφήνοντες εις τόν δρόμον τούς τραυματίας των. Άλλοι από τούς διασκορπισθέντας έφθασαν εις τήν λίμνην τού Κουρνά καί άλλοι εις τήν Ασιγονίαν. Από εκεί οι περισσότεροι από αυτούς, πού ήσαν Αμπαδιώται καί Τούρκοι τής Ρεθύμνου, ετράπησαν πρός διαφυγήν εις τήν δύσβατον Σκαλωτήν, αλλ’ εκεί κατώρθωσαν νά τούς ανιχνεύσουν οι Καλλικρατιανοί καί ερρίφθησαν εναντίον των.
Οι διασωθέντες Τούρκοι επέρασαν από τό Αποκόρωνον εις ελεεινήν κατάστασιν καί επέστρεψαν εις τό Ρέθυμνον, αφού διέπραξαν κατά τόν δρόμον των όσα ημπόρεσαν κατά τών αμάχων πληθυσμών. Ηπείλησαν τότε νά προβούν εις σφαγάς τών Χριστιανών πού είχαν υπολειφθή εις τάς πόλεις, αλλ’ εξηγέρθησαν αι ίδιαι αι γυναίκες τών Τούρκων:
– “Άν είσθε άνδρες, θά εδείχνατε τήν παλληκαριά σας κατά τών Σφακιανών καί θά εσκοτώνατε εκείνους καί όχι τούς ξαρμάτωτους ραγιάδες σάν αρνία σφαγμένα.”»
Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως – Διονύσιος Κόκκινος
Πηγή: agiasofia.com