Μεγάλο Σάββατο – Κυριακή Πάσχα 12-13 Απριλίου 1822
Του Θεόδωρου Στ. Πελαντάκη
Κατά τον Απρίλη του 1822 ο αγάς Χάνιαλης (το κονάκι της οικογένειας βρισκόταν στο Μαγουλά Λασιθίου και το σπίτι τους στο Ηράκλειο ήταν στη σημερινή οδό Σμύρνης) (Κώδικας Θυσιών 2003, 366) θέλησε να προσφέρει εκδούλευση στον πασά του Ηρακλείου. Γι’ αυτό συγκέντρωσε και εξόπλισε 2000 άνδρες με σκοπό να λεηλατήσει τις Μέλαμπες και τα γύρω χωριά. Ανενόχλητος διέσχισε τη Μεσαρά, όπου η επανάσταση δεν είχε εδραιωθεί, και στρατοπεύδευσε κοντά στο Τυμπάκι. Διάλεξε να επιτεθεί στα χωριά τη νύχτα του Μ. Σαββάτου για να πετύχει τους Μελαμπιανούς στο χωριό, την ώρα της καθιερωμένης λειτουργίας για την Ανάσταση (Χαχαριδάκης 1977, 33 – Φασατάκης 2003, 73). Ήταν τακτική των Τούρκων να αιφνιδιάζουν τους Χριστιανούς σε ώρες θρησκευτικών Ακολουθιών. Έτσι, μια μέρα νωρίτερα, τη Μ. Παρασκευή, 11 Απριλίου 1822, Τούρκοι άτακτοι επιτέθηκαν στο Κανλί Καστέλι (Προφήτης Ηλίας Ηρακλείου) κατά την ώρα της Ακολουθίας των Ωρών και έσφαξαν μέσα στην εκκλησία τον ιερέα και 30 άνδρες που εγκλώβισαν εκεί(Πάσλεϋ, Α 184).
Οι Μελαμπιανοί είχαν αόριστες πληροφορίες για συγκέντρωση στρατού στη Μεσαρά και είχαν την έγνοια τους. Παρατηρητής (βιγλάτορας) ή βοσκός που διανυκτέρευε στο λόφο του Λαυρασού, διέκρινε στο σκοτάδι της νύχτα σπίθες στο γυρογιάλι, μετά τον Κόκκινο Πύργο. Αμέσως υπέθεσε – συμπέρανε ότι ήταν σπίθες από τα πέταλα των αλόγων που βάδιζαν παραλιακά με κατεύθυνση προς το χωριό. Γι’ αυτό ειδοποίησε (με πυροβολισμό ή με άναμμα φωτιάς – φρυκτωρία) και η είδηση ταχύτατα μεταδόθηκε στις Μέλαμπες και τα γύρω χωριά. Ακόμη και αν η βροχή επέτρεψε να ανάψουν φωτιές συνθηματικές και τις είδαν οι Τούρκοι, θεώρησαν ότι οφείλονται στο «κάψιμο του Ιούδα» (έθιμο που σώζεται και σήμερα), όταν ακούστηκε το «Χριστός ανέστη…». Γι’ αυτό ανυποψίαστοι προχώρησαν, άλλωστε δεν ήταν οργανωμένος στρατός, αλλά άτακτοι. Πέρασαν τον Πλατύ ποταμό και άρχισαν να ανηφορίζουν προς τις Μέλαμπες, όταν άρχισε να βρέχει δυνατά. Ο Χάνιαλης δεν σκέφτηκε καμιά άλλη λύση, παρά τη συνέχιση της πορείας για λαφυραγώγηση και καταστροφή των χωριών.
Τμήμα του Κακού Ρυακιού, κόλπος Μεσαράς, Παξιμάδια
Οι επαναστάτες, που είχαν κάμει το δικό τους σχέδιο άμυνας και απόκρουσης και πολλοί από αυτούς φύλαγαν το κατάλληλο σημείο της διαδρομής στο Κακό Ρυάκι, ενισχύονταν συνεχώς από άντρες που ήλθαν από τις Μέλαμπες, την Κρύα Βρύση και τα Σαχτούρια. Ήταν ένα είδος πανστρατιάς, από την οποία δεν έλειψε κανείς. Ο οπλισμός τους ήταν: πέτρες μεγάλες και μικρές, μαζεμένες δεξιά και αριστερά του δρόμου – ρυακιού στο πιο στενό και βαθύ σημείο της διαδρομής. Ήταν ακόμη βέργες, χουρχούδες, ξύλα κατάλληλα, μαχαίρια και σπαθιά. Ίσως υπήρχαν και λίγα όπλα εμπροσθογεμή, τα οποία είχε σχεδόν αχρηστεύσει η ακατάπαυστη βροχή. Υπενθυμίζω ότι ήταν ο δέκατος μήνας από την έναρξη της επανάστασης στην Κρήτη και σε αυτή την απόμερη από τα επαναστατικά κέντρα περιοχή δεν είχαν φτάσει ακόμη όπλα. Τα λιγοστά που είχαν εξοικονομηθεί από νίκες, όπλιζαν επαναστάτες κοντά στα επαναστατικά κέντρα των Χανίων και του Ρεθύμνου.
Όταν οι Τούρκοι προχώρησαν με τα εφόδια και τα ζώα τους στο σημείο – περιοχή που οι επαναστάτες είχαν οργανώσει την άμυνα, δέχτηκαν αιφνίδια την επίθεση. Η παράδοση αναφέρει διάφορες εκδοχές (Χαχαριδάκης 1977, 34).
Πιθανότερη θεωρώ την άποψη που αναφέρεται στο τραγούδι που παραθέτω, αδημοσίευτο μέχρι σήμερα: Ορισμένοι ψυχωμένοι χριστιανοί έβαλαν τούρκικα ρούχα και μιλώντας τούρκικα μπήκαν ανάμεσα στους ανυποψίαστους Τούρκους, που αιφνιδιασμένοι από την απροσδόκητη επίθεση μέσα στο σκοτάδι και τη βροχή, πανικοβλήθηκαν, τα έχασαν. Ο ένας από τους επαναστάτες ο Ιωάννης Ασουμανής [14], από την Κρύα Βρύση, κατόρθωσε να εντοπίσει στο σκοτάδι τον αρχηγό αγά Χάνιαλη και να τον σκοτώσει «διά λίθου ετίναξε αυτόν νεκρόν από του ίππου» (Λαμπρινάκης 1890, 70) ή με βέργα ή με σπαθί, δεν είναι εξακριβωμένο.
Αμέσως έγινε αποκορύφωση της σύγχυσης και του πανικού των Τούρκων, που αναζήτησαν τη σωτηρία τους στη φυγή. Ο δρόμος όμως ήταν στενός και πολύ κατηφορικός. Μπλέχθηκαν άνθρωποι με ζώα, με νεκρούς, με τραυματίες. Οι χριστιανοί επαναστάτες ήταν σε θέση ευνοϊκή από κάθε άποψη, γι’ αυτό συνέχισαν την καταδίωξη και εξόντωση των πανικόβλητων εχθρών επί πολλή ώρα και σε διάστημα μερικών χιλιομέτρων μέχρι και τον Πλατύ ποταμό, ο οποίος είχε ήδη φουσκώσει από τη βροχή και είχε καταστεί αδιάβατος, ώστε σ’ αυτόν επνίγηκαν πολλοί Τούρκοι. Απολογισμός: νεκροί 1400 Τούρκοι (Γενεράλις 1891, 33) και 120 χριστιανοί(Χαχαριδάκης 1977, 35).
Επαναλαμβάνω ότι πληροφορίες για τη μάχη έχουμε μόνο από την προφορική παράδοση. Κανένας από τους ιστορικούς ή τους περιηγητές δεν έγραψε τίποτα για τη μάχη. Όπως διαπίστωσα από προσεχτική έρευνα στα κείμενα των περιηγητών του 19ου αιώνα, κανένας δεν αναφέρει λέξη για το γεγονός.
Η προφορική παράδοση, με το καταστάλαγμα που αφήνει ο χρόνος, διέσωσε μόνο τέσσερα ονόματα ανδρών που διακρίθηκαν στη μάχη: Φουτοδάσκαλος (Γεώργιος Φωτάκης) αρχηγός, Μπαργιάτης (Νικόλαος Μπαγιαρτάκης) και Τρουλλινός (Νικόλαος Τρουλλινός) και Ασουμανής. Τη μεγάλη δόξα κατέκτησε ο Ασουμανής, που σκότωσε τον αγά Χάνιαλη. Και οι τέσσερις επέζησαν και άφησαν απογόνους. Τα άλλα ονόματα στο παρατιθέμενο τραγούδι και την αφήγηση, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά, δεν έχουν αναφερθεί ή γραφεί ποτέ άλλοτε.
Η προφορική παράδοση δεν φιμώνεται και η συλλογική μνήμη δύσκολα λησμονά γεγονότα τόσο τραγικά. Ακόμη και σήμερα θυμούνται στις Μέλαμπες, στην Κρύα Βρύση και στα Σαχτούρια και διηγούνται για τη μάχη και τους πρωταγωνιστές της. Απόρροια της ανάμνησής της είναι η παρακάτω αφήγηση και τα δύο ιστορικά τραγούδια που διέσωσε (το 1936 και 1940) ο υπερήλικας σήμερα Βαρδής Τσιράκης από τις Μέλαμπες (ζει στο Μοχό Ηρακλείου):
«Η μεγάλη σφαγή στο Ροθιανό ρυάκι και ο θάνατος του Χάνιαλη έγινε στις 12 Απριλίου 1822.
Η μεγάλη προετοιμασία του Χάνιαλη όλη τη Μεγάλη Βδομάδα έγινε αντιληπτή από τους χριστιανούς της Μεσαράς, οι οποίοι ειδοποίησαν τους Μελαμπιανούς ότι ο Χάνιαλης ετοιμάζεται για επίθεση.
Μετά την πληροφορία αυτή ο Φουτοδάσκαλος όρισε το Σακλαμπάνη, το Σηφογιάννη, τον Αδαμογιώργη, το Χαλκιαδή, τον Καλογερή και τον γιο του Χελιδόνη για να πάνε στα γύρω χωριά και να πληροφορήσουν τους χριστιανούς για την ετοιμασία του Χάνιαλη. Στη συνέχεια ο Φουτοδάσκαλος έβαλε σκοπούς σε διάφορα μέρη και οι σκοποί το Μέγα Σάββατο το βράδι, ενώ ήταν φοβερή κακοκαιρία και σκοτάδι, αντιληφθήκαν ότι οι Τούρκοι έρχονταν προς τις Μέλαμπες, γιατί μόλις μπήκαν από τον Κόκκινο Πύργο εις το γυρογιάλι άρχιξαν τα πέταλα των αλόγων να πετούν σπίθες. Αμέσως εφάρμοσαν το σχέδιο ενημέρωσης του Φουτοδάσκαλου. Πολλοί γέροι λένε ότι η ενημέρωση έγινε με κουμπουριές, άλλοι όμως λένε ότι άναψαν και φωτιές. Μόλις ο Φουτοδάσκαλος πήρε από τους σκοπούς το μήνυμα ότι έρχονται οι Τούρκοι, έβαλε σε ενέργεια το σχέδιο του. Η παράδοση του χωριού μας λέει ότι ο Τρουλλινός, ο Μπαργιάτης και ο Ασουμανής αποφάσισαν να σκοτώσουν πρώτο τον αρχηγό του Τουρκικού στρατού για να μείνει το ασκέρι των Τούρκων χωρίς αρχηγό και να διαλυθεί πιο εύκολα.
Μετά από την απόφαση αυτή ο Μπαργιάτης και ο Τρουλλινός ανέλαβαν να σκοτώσουν τους σωματοφύλακες του Χάνιαλη και ο Ασουμανής το Χάνιαλη.
Αμέσως αυτά τα τρία παλικάρια εφόρεσαν τούρκικες στολές και επερίμεναν τους Τούρκους εις το Ροθιανό ρυάκι. Όταν οι Τούρκοι έφτασαν εις το Ροθιανό ρυάκι, ο Χάνιαλης ήταν μεταξύ των πρώτων. Οι παραπάνω τρεις παράτολμοι Κρητικοί που τον εντόπισαν δεν έχασαν την ευκαιρία (τους βοήθησε η κακοκαιρία και το σκοτάδι) και εμπήκαν μέσα εις τον τούρκικο στρατό και εσκότωσαν το Χάνιαλη και τους σωματοφύλακές του.
Ο συλλογισμός όμως των Μελαμπιανών καπετάνιων δεν επαληθεύτηκε. Οι Τούρκοι, μετά το θάνατο του Χάνιαλη, επολέμησαν με περισσότερη μανία μέχρι που οι Μελαμπιανοί τους ανάγκασαν να τραπούν σε φυγή.
Μέλαμπες 3-11-1940 ημέρα Κυριακή, Βαρδής Τσιράκης».
Το δημοτικό τραγούδι για τη μάχη!
Τραγούδι α’
Ως άκουσεν ο Δάσκαλος το φοβερό χαμπάρι
είπενε να του στρώσουνε το μαύρο (ν) του μουλάρι
Αναστενάζει δυνατά άφτει, ξεκοκκινίζει
και σαν απάρθινο θεριό τσι γειτονιές γυρίζει.
Πέμπει το φτεροπόδαρο το Βόλακα το Γιάννη
κι αυτός ωσάν την αστραπή στην Κρύα Βρύση φτάνει.
Βρίχνει το Βαβουρόκωστα και τον Πετρακαντώνη
και με φωνές και κουμπουριές τσοι άλλους ξεσηκώνει.
Γιαμιά ο γέρο Πελαντής με το Μανουσογιάννη,
ο Λαγουδής κι Ασουμανής, που μπάλα δε(ν) τζοι πιάνει
εμίσεψαν με τάλογα, δεν περιμένουν τσ’ άλλους
τσ’ ανδρειωμένους του χωριού κι αγωνιστές μεγάλους.
Εις τα Σαχτούρια έφταξε κι ο γιος του Χελιδόνη
και μόνο με μια κουμπουριά τσ’ ανδρείους πρεμαζώνει.
«Από το παραπάνω φαίνεται καθαρά ότι οι Μελαμπιανοί δεν αιφνιδιάστηκαν και για το λόγο αυτό είχαν τα γνωστά αποτελέσματα. Όλες τις σημειώσεις, που αφορούν τη μάχη αυτή, τις συγκέντρωσα σήμερα εις αυτό το χαρτί, χωρίς να προφτάσω να αφαιρέσω πράμα.
Τα χέρια μου τρεμούλιασαν και δεν μπορώ να γράψω / μέσα στα βάθη τση καρδιάς την πίκρα μου θα θάψω»
Τραγούδι β’
Σφαγή που έχει ξεχαστεί θα σας αναστορήσω
κι ό,τι μου είπαν οι παλιοί εδώ θα ιστορήσω.
να μάθετε ίντα ‘γινε στο Ροθινό ρυάκι
οι Τούρκοι το πιαν εκειδά άφθονο το φαρμάκι…
Ο Χάνιαλης τσι Μέλαμπες εβάλθη να κουρσέψει
όμως ο Φουτοδάσκαλος τον είχε παγιδέψει
Ο γέρο Φουτοδάσκαλος χωσά τού είχε κάνει
μ’ ένα μονάχα κοφτερό στο χέρι γιαταγάνι.
Θέλει να σφάξει τ’ άγριο, του Χάνιαλη τ’ ασκέρι
τον τρόμο σ’ όλη την Τουρκιά τση Μεσαράς να φέρει.
Γι’ αυτό σε χρόνο λιγοστό μάζεψε τους γενναίους
απ’ όλη την περιοχή γέρους, παιδιά και νέους.
Κι όλοι στα χέρια άρπαξαν τα δίστομα μαχαίρια
για να μην πέσουν ζωντανοί στου Χάνιαλη τα χέρια
και τρέξαν σαν την αστραπή στου μακελιού το χώρο
πολλές να δώσουν μαχαιριές στους τύραννους για δώρο.
Κείνο το Μέγα Σάββατο, στσι δώδεκα του Απρίλη,
Τούρκοι στη μάχη έπεσαν νεκροί πλια παρά χίλιοι.
Επέσαν και Μελαμπιανοί στση μάχης το πεδίο
σ’ αυτή τη φοβερή σφαγή λένε διακόσοι δύο.
Σκοτώθηκε ο Χάνιαλης των Τούρκων το καμάρι,
τση Μεσαράς το φοβερό κι αμέρωτο λιοντάρι.
Ασουμανής τον σκότωσε εις τση σφαγής την πάλη
με τη χατζάρα τού παιξε μια μόνο στο κεφάλι.
Φεύγουν οι Τούρκοι σαν λαγοί, στη Μεσαρά γυρίζουν
όμως τη νίκη στο χωριό δεν την πανηγυρίζουν.
Όλοι θρηνούνε τσοι νεκρούς που πέσανε στη μάχη
και το Θεό παρακαλούν άλλο κακό μη λάχει.
Νίκησαν οι Μελαμπιανοί κι εδόξασαν την Κρήτη
Ετσά σφαγή δεν έγινε ως τότε στον πλανήτη,
με τόσο λίγους χριστιανούς και Τούρκους δυο χιλιάδες
μπέηδες και νιζάμηδες και Καστρινούς αγάδες.
Μα δεν το διαλαλήσανε, ούτε το καυχηθήκαν
σαν γεγονός ασήμαντο στη λησμονιά τ’ αφήκαν.
Γι αυτό και γράφω το παρόν, αφού δεν γράψαν άλλοι
για τη σφαγή στο Ροθιανό το ρυάκι τη μεγάλη
Το μακελειό που έγινε εις τη σφαγή εκείνη
ποτέ δε θα λησμονηθεί, αιώνια θα μείνει.
Μέλαμπες 22-3-1936, ημέρα Κυριακή. Βαρδής Τσιράκης»
Πηγή: enosipreveli.gr