Η κυρά Χρύσα κι ο Κοσμάς, είχαν πάγκο στην λαϊκή
Απλώνανε τα ματσάκια τους με τα αγριόχορτα της γης, τα αυγουλάκια από τις κοτούλες τους, και τις χεριές με τα αρωματικά βότανα, δεμένες με το λεπτό σπαγκάκι.
Σε μια άκρη του πάγκου, είχαν μια λεκάνη πλαστική γεμάτη με ελιές σταφιδιασμένες. Σταφιδολιές τις έλεγε η κυρά Χρύσα.
Σαν τις σταφιδολιές μου, δεν έχεις φαωμένες. Δεν είχε άδικο.
Εκείνες οι ελιές είχαν μια γεύση μόχθου κι ανθρωπιάς.
Τα βοτάνια στις χεριές μοσχοβολούσαν αξιοπρέπεια. Τα αγριόχορτα, στάζανε της γης την γλύκα, και τ’ αυγουλάκια μια πρόκληση να μπουν στο τηγάνι.
Η κυρά Χρύσα, είχε πελάτισσες μόνιμες πολλά χρόνια. Ο πάγκος της στημένος στην άκρη της λαϊκής. Ήταν από τους πρώτους που ξεπουλούσε. Με τούτο τον πάγκο μεγάλωσε τα παιδιά της.
Τα σπούδασε κι ανοίξανε τα φτερά τους, να πετάξουν στον κόσμο των ονείρων τους.
Δυο γιους είχανε, λεβέντες μέχρι πάνω..
Μικρά παιδιά σαν ήταν τα παίρνανε μαζί τους, στα βουνά να μαζεύουν τα βοτάνια. Είχαν μάθει και κείνα να τα ξεχωρίζουν. Τα καλά είναι κείνα που μοσχομυρίζουν τους έλεγε.
Που μοσχοβολάνε σαν τις ψυχές των καλών ανθρώπων. Έτσι θα τα ξεχωρίζετε. Έτσι θα καταλαβαίνετε και τους ανθρώπους. Από την μοσχοβολιά των ψυχών τους.
Ποτέ δεν ξεχάσανε τα παιδιά τους ετούτες τις κουβέντες της μάνας, κι όλα τους τα αλισβερίσια τα κάνανε με κείνους που είχαν μοσχοβολιές. Όπως κι η μάνα τους.
Δεν έχω τους έλεγε σαν κοιτούσανε τα ματσάκια τους αγέλαστοι άνθρωποι. Είναι πουλημένα όλα. Ήθελε να τα δίνει σ’ αυτούς που το γέλιο έλαμπε και φώτιζε το πρόσωπό τους.
Κι ο Κοσμάς το ίδιο. Ξεπουλήσαμε έλεγε κι αγκάλιαζε την Χρύσα του, έπαιρνε και πέντε έξι σταφιδολιές στη χούφτα του, έβαζε μια ρακή και την έπινε μονορούφι στην υγειά της.
Πρώτος άδειαζε ο πάγκος τους, κι έβγαζε η κυρά Χρύσα τα πιτάκια της μέσα από το μικρό ταψάκι της.
Νοικοκυρεμένα και σε κάθε στρώση είχε πανάκια να μην κολλήσουνε το ένα με το άλλο.
Άναβε μια μεγάλη γκαζιέρα στον άδειο πάγκο της, γέμιζε με λάδι το τηγάνι κι άμα έκαιγε, έριχνε μέσα τα πιτάκια της και κέρναγε τον κόσμο τον χαμογελαστό. Στην άλλη άκρη της λαϊκής έφτανε η μυρωδιά του λαδιού με τα τηγανισμένα της πιτάκια.
Η κυρά Χρύσα ξεπούλησε λέγανε και γελούσανε. Κι ο Κοσμάς γέμιζε ένα δίσκο που’ χε για τούτες τις στιγμές, με παξιμάδια, αγόραζε από τον πάγκο του διπλανού, ένα κεφάλι γραβιέρα, την έκοβε με το σουγιά του, και την άπλωνε στην κεντημένη πετσέτα την κυράς του, μαζί με ντομάτες κι αγγουράκια, όλα αγορασμένα απ’ τους αγρότες της λαϊκής. Γέμιζε και τα ρακοπότηρα ως επάνω και κέρναγε με την ψυχή του όποιον σταματούσε στον πάγκο του.
Εβίβα μας τους έλεγε. Καλά πήγαμε και σήμερα! Ε κυρά Χρύσα μου; Καλά δεν πήγαμε; Δόξα τον θεό του απαντούσε πάνω από τηγάνι. Δόξα τον θεό.
Τα παιδιά, τους λέγανε να σταματήσουν πια. Μεγαλώσατε και χρειάζεται να ξεκουραστείτε. Εμείς θα σας δίνουμε ό,τι θέλετε. Φτάνει. Να σταματήσουν; Και να πάψουν να ζουν; Αυτή ήταν η ζωή τους σαράντα χρόνια. Από τα είκοσί τους η Χρύσα κι ο Κοσμάς στήνανε τον πάγκο τους.
Εξηντάρηδες κι οι δυο, δουλεμένοι με τα χώματα, με τις παλάμες τους γεμάτες χαρακιές, και τα κορμιά τους ποτισμένα ιδρώτα, πως να σταματήσουν. Ετούτα μιλάνε γεμάτα ζωή ακόμα.
Ετούτα μάθανε να ξυπνάνε μεσ’ τ’ άγρια μεσάνυχτα και να πλαγιάζουν γεμάτα από ευχαρίστηση από τον πάγκο τους που, μύριζε καμένο λάδι μετά το ξεπούλημα.
Το σταματάς ετούτο; Πως; Θα κόψεις το τρατάρισμα και την ξεκούραση της ψυχής;
Δεν γίνεται, ήταν η απάντηση στα παιδιά τους. Εμείς ζυμωθήκαμε με τις φωνές της αγροτιάς να διαλαλούνε την σοδειά τους, και τούτο μόνο ο θάνατος θα το σταματήσει.
Τώρα να σταματήσουν; Τώρα που οι υποχρεώσεις τους λιγοστέψανε και μπορούν να δώσουν δυο τρία αυγά παραπάνω στην ίδια τιμή;
Τώρα που μπορούν να χαρίσουν και κάνα ματσάκι βότανα; Όχι πως δεν το κάνανε πρωτύτερα, αλλά τώρα η ανάγκη τους ετούτη του χαρίσματος είναι μεγαλύτερη της επιβίωσης κι αυτοί έχουν σκοπό να το ζήσουνε.
Έτσι πορευότανε οι δυο τους. Αγαπημένοι με σεβασμό ο ένας για τον άλλο. Και σαν μαζεύανε τον πάγκο τους τα μεσημέρια, Χρύσα, της έλεγε ο Κοσμάς. Η κυρά Ξένια πέρασε σήμερα; Πέρασε Κοσμά μου. Πέρασε. Της έδωσες καμιά χούφτα σταφιδολιές; Ναι Κοσμά μου. Της έδωσα. Και της Λενιώς έδωσα αυγά για τα εγγονάκια της, και του μπάρμπα Γιώργη δυο ματσάκια βότανα.
Και γύρναγε κείνος το κεφάλι να την κοιτάξει στα μάτια, να δει αν πήρε παράδες, κι η Χρύσα του, έσμιγε τα φρύδια της. Κοσμά, του γρύλιζε θυμωμένη.
Αν με κοιτάξεις άλλη φορά έτσι, θα χαρίσω όλο τον πάγκο του’ λεγε. Ακούς Κοσμά; Ε, τότε να σε κοιτάω συνέχεια κυρά μου. Συνέχεια. Εβίβα της καρδιάς σου της χρυσής, της έλεγε και κατέβαζε την ρακή μονορούφι.
Μια μέρα ο πάγκος τους έλειπε. Δεν είχε στηθεί, και η λαΪκή δεν μύρισε καμένο λάδι. Μα ούτε και την επόμενη.
Περάσανε σαράντα μέρες κι ο πάγκος δεν ξαναστήθηκε. Ο Κοσμάς σαράντα μέρες άφαντος κι από το σπίτι του. Άφαντος κι από τα παιδιά του. Κανείς δεν ήξερε που ήταν.
Μετά την κηδεία της Χρύσας του, δεν τον είδανε. Τα βουνά γυρνούσε ο δόλιος και μάζευε βοτάνια, μαζί με τα κομμάτια της ψυχής του. Κάθε θάμνος και μια θύμηση. Κάθε θύμηση και ένα δάκρυ. Κάθε πέτρα κι ένα γέλιο της κυράς του.
Κάθε βράχος και μια μαχαιριά στα σωθικά του. Μια μαχαιριά και μια φωνή της Χρύσας του. Άστα Κοσμά μου. Άστα μη μου γκρεμοτσακιστείς, μα άλλα θα μαζώξουμε.
Εσύ με τσάκισες κυρά μου. Εσύ. Και μούγκριζε στις πλαγιές σαν λαβωμένο αγρίμι. Σαράντα μέρες άπλυτος, και νηστικός, να πίνει μόνο τα δάκρυά του, παρέα με τις θύμησες.
Κανένα ζωντανό δεν τον ρώτησε που είναι η κυρά σου. Ούτε τα πουλιά φτερουγίζανε στο πέρασμά του, μα κι ούτε κελάηδησαν σαράντα μέρες. Μόνο σεβάστηκαν τον πόνο του.
Στα βήματά του τον κουβάλαγε, που τον πηγαίνανε στις φωνές της, έλα να δεις Κοσμά τι βρήκα. Κι ήταν τόσο ζωντανές που νόμιζε πως θα την δει σκυμμένη να μαζεύει τα βοτάνια της. Σαράντα μέρες η ψυχή του, μίλαγε με την δική της, ώσπου μια νύχτα, ήρθε κι έκατσε δίπλα του.
Άσε με να ξεκουραστώ. Μην κλαις, γιατί να ηρεμήσω δεν μπορώ Κοσμά μου. Γύρνα στο σπίτι μας, και πήγαινε στην λαϊκή να στήσεις τον πάγκο μας, να δώσεις και στον κόσμο τα βότανα που μάζεψες όλες ετούτες τις μέρες.
Και μην πας σ’ αυτά τα χάλια. Θα πας καθαρός και περιποιημένος σαν και τότε που πηγαίναμε μαζί. Κάνε μου το χατίρι κι άφησέ με Κοσμά μου. Το’ κανε το χατίρι της.
Γύρισε στο σπίτι κι έδεσε χεριές τα βότανα με σπαγκάκι μαύρο. Έκανε κι έναν κόμπο της Χρύσας του τον πόνο, και τα άπλωσε στον πάγκο. Δεν μίλησε την μέρα εκείνη. Μα ούτε και του μίλησε κανείς. Στην ψυχή τους είχαν την θλίψη.
Δεν είχαν τι να πούνε τούτη την στιγμή. Μόνο απλώνανε το χέρι, παίρνανε το ματσάκι με τον μαύρο σπάγκο το φέρνανε στα χείλη τους, κι ήταν το άγγιγμα ετούτο το φιλί του αποχαιρετισμού της κυρά Χρύσας. Της Χρύσας που έλεγε δεν πουλάω σε ανθρώπους που δεν γελάνε.
Και σαν το θυμότανε ετούτο ο κόσμος, χαμογελούσε να το δει από ψηλά. Η λαϊκή δεν ξαναμύρισε καμένο λάδι, κι ο Κοσμάς δεν ξανάστησε πάγκο. Μόνο σαν την άκουγε να του λέει, Κοσμά, άντε μια βόλτα να σε δει ο ήλιος, έπαιρνε ένα μπουκάλι με ρακί και πήγαινε στην λαϊκή.
Εκεί που είχανε τον πάγκο τους καθότανε, και γέμιζε το ρακοπότηρο και το’ πινε μονορούφι.
Εβίβα σου κυρά Χρύσα μου! Και την κοίταζε στα μάτια να δει αν πήρε παράδες η τα χάρισε;
Εκείνη δεν του γρύλιζε πια, μόνο του έλεγε, Κοσμά μου!
Κοσμά μου! Άνθρωπέ μου κι άντρα μου!
Τα δάκρυά του σκούπιζε, με την παλάμη του, που είχε μαύρες χαρακιές από τα χώματα, και σαν φτάνανε μέχρι τα χείλια του, είχαν την γεύση της σταφιδολιάς.
Ελευθερία Λάππα
Πηγή: Ομφαλός της γης