Νωρίς την πάντρεψε ο πατέρας της, αφού του…περίσσευε σαν στόμα. Την έδωσε σε κάποιον χήρο δεκαπεντάχρονη και αυτή του χάρισε τρία παιδιά, συν το δικό του.
Καλός άνθρωπος ο τζαναμπέτης όταν ήταν νηφάλιος, καλύτερος όμως σαν πότης.
Αυτή στα χωράφια, αυτή στην αγορά, αυτή σε ξένους πλύστρα.
Την ενοχλούσε το καλέμι που τις έβαλαν στο γοφό, όταν έπεσε από το μουλάρι, αλλά το δεχόταν καρτερικά.
Ξεγένναγε μόνη της.
Όσο ξερακιανή φαινόταν εξωτερικά, τόσο υπέρμετρα ψυχικά αντιδρούσε.
Μόνο στη μικρή – τη μάνα μου – κρατούσαν το φανάρι, πανικόβλητοι απ’ το θέαμα, Βούλγαροι στρατιώτες, προστατεύοντάς την συνάμα από τους αντάρτες που έκαιγαν τα σπίτια.
Τη γνώρισα μεγάλη, γερόντισσα.
Πάμφτωχη, αγράμματη και πιστή όσο δεν παίρνει.
Πάντα είχε μια καλή κουβέντα για τον καθένα ξεχωριστά.
Δεν την άκουσα ποτέ να παραπονιέται, να μεμψιμοιρεί, ποτέ να οικτίρει τον εαυτός της.
Της αρκούσε μια ακόμη ανθρώπινη μέρα.
Μαζί της έμαθα τι σημαίνει υστέρημα.
Τι σημαίνει να βοηθάς ανιδιοτελώς όπως μπορείς και αναπόφευκτα τι σημαίνει υποκρισία.
Πέθανε με καρκίνο στο στήθος.
Μια ουλή που έφτανε ως το στέρνο.
Το δέχθηκε στωικά και δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν.
Ούτε καν τον Δημιουργό της.
Πέθανε ήσυχα μοναχή της… άραγε ήσυχα να είχε έρθει κιόλας;
Αυτή ήταν η γιαγιά μου.
Δεν πιστεύω σε αγίους, ίσως όμως τελικά να κάνω λάθος.
Πηγή: Ζωή Στο Χωριό – Ι. Κασσής