Γράφει η Έφη Μιχελάκη*
Μιά ‘ναι η Κρήτη του ονείρου !!
Και στέκει ζωγραφιστή ομπρός μου τούτο το σιωπηλό πρωινό του Σεπτέμβρη,
ανάμεσά σε πανάρχαιους αγκούτσακες ασφεντάμους και πριναράδες στη δροσεράδα και τη μεγαλοσύνη τ’ αοριού, στην ανυδριά σε τόπους ψηλούς και περήφανους.
Η ιδανική εποχή να περπατήσεις τ’ αόρη είναι οι Σεπτεμβριάδες το δίχως άλλο..
Εδά που γλυκαίνει η μέρα, κι η φύση αποκαμωμένη απ’ τη κάψα του θέρους χάσκει θαρρείς στον ουρανό ικετεύοντας για το πρωτοβρόχι..
Κοιτάζεις άπληστα γύρου γύρου, και χορταίνεις απεραντοσύνη..
Στη Ξερολίμνη κοντοστάθηκα σήμερο, όπως τη λένε επαέ οι ντόπιοι.
Σ’ ένα μικρό οροπεδιάκι στον Ανωγειανό το τόπο , λίγο πριν το φυσικό σύνορο με το Κρουσανιώτικο και το Γωνιανό αόρι.
Τρία αλώνια μέτρησα στη σειρά, σε μια έκταση γεμάτη αγκαβάνους κι αγριαγκάθες. .
Εικόνα εγκατάλειψης και μονοπάτια της ιστορίας που μολογούνε πως ο άθρωπος κάποτε πάλεψε εδώ σκληρά για την επιβίωση του.
Κάποτε έσπερνε εδώ το κριθάρι.
Κάποτε…
Τώρα μόνο αγριγιάδα, άχρονες πέτρες ασβεστόλιθος και κοκκινοχώματα”σκαμένα” μέχρι το μεδούλι απ’ τους μοναδικούς ενοίκους του βουνού τέτοια εποχή, τα πρόβατα.
Κι είναι κι αυτός ο λόγος που ο αγκούτσακας τράνεψε μέχρι το Θεό.
Η απουσία των αιγοειδών. .
Ο αγκούτσακας λοιπόν, (ή αγριαχλαδιά), που αν “ξεφύγει” τσι αίγας γίνεται θεριό, είναι δέντρο αυτοφυές που μερεύει κι αυτό στο μαγικό άγγιγμα του κατεχάρη αθρώπου..
Μα πάει κι ο μπολιαστής..
Απόκαμε..
Κι είναι κι η αιτία που βλέπει κανείς αρίφνητες αγριαχλαδιές στ’ αόρη χωρίς μαγικά αγγίγματα, και χωρίς να δίνουν γλυκύ καρπό..
Λίγο παρακάτω, συνάντησα ευτυχώς μεγαλόσωμες απιδιές, ντόπιες πανάρχαιες ποικιλίες που φθίνουν.
Έργα ανθρώπων, που τις μπόλιασαν και τις ” μέρεψαν” στέκουν καμαρωτές κι αγγίζουν τον ουρανό..
Κοντούλες, κότσια, βουτυράπιδα, αμπελιτσόνια, αντζούλες, ρωμάνες, είναι μερικές από τις λαϊκές ονομασίες ντόπιων ποικιλιών απιδιών στη Κρήτη.
Χειμωνάπιδα, μαγιάτικα, ρετσέλια, μένουν μόνο σαν λέξεις να μας θυμίζουν μια πλευρά της άυλης πολιτιστικής μας κληρονομιάς που αφήσαμε να χαθεί ανεπιστρεπτί..
Απιδιές σε κατάσταση ημιάγρια, αυτό μας απόμεινε, κι όχι μόνο στ’ Ανωγειανό αόρι, μα σε κάθε ψηλό σημείο τση Κρήτης..
Τυχερή στάθηκα σήμερο (σκέφτομαι), που με φίλεψαν οι ντόπιοι το πανάρχαιο καρπό της φωτογραφίας.
Οι Ρωμάνες, γλυκές, μυρωδάτες, ζουμερές με βουτυράτη σάρκα, που κάποτε αφθονούσαν στ’ αόρη και στ’ αμπέλια μας.
Οι Ρωμάνες αργούν στην ωρίμανση, (τώρα είναι λίγο άγουρες και στυφές), μα σαν είναι έτοιμες αποκτούν μέσα στο σαρκίο τους ένα χρώμα καφέ – σοκολατί, με γεύση κι αρώματα απερίγραπτα.!!
Φεύγοντας, ευχήθηκα να μη μείνουμε κάποτε κοιτάζοντας μόνο φωτογραφίες..
Απο δω πέρασαν γενιές και γενιές, που δουλεψαν τη γής, με δεξιότητες και μαεστρία.
Στο πέρασμα του χρόνου κερδίσαμε πολλά,
μα χάσαμε διπλά και τριδιπλα..
Δε κανακέψαμε τη γή που μας δώθηκε επαρκώς, δε τη δοξολογήσαμε…
Ώρα σας καλή
***Φωτο: Ποικιλία απιδιού Ρωμάνα στα χέρια μου.
* Η Έφη Μιχελάκη είναι Κτηνίατρος από το Ασήμι, με καταγωγή από τους Παρανύμφους Αστερουσίων