Κείμενο – Φωτογραφία: Λευτέρης Γουλιελμάκης
Γράφει ο Μηνάς ο Πατεράκης, ο γνωστός επιχειρηματίας στις Μοίρες στο χρονολόγιο του και επαναλαμβάνω και ΄γω από δω, με ελάχιστες αλλαγές για να μιλήσω για ένα αντικείμενο αυτή τη φορά, την κατσούνα.
Κατά το 1945, λίγο μετά την κατοχή δηλαδή, είχε έρθει ένας νέος εφοριακός στις Μοίρες. Τότε η φορολόγηση γινόταν ακόμα με βάση το τούρκικο σύστημα της πλειοδοσίας. Τους φόρους μάζευε ένας ιδιώτης ο οποίος είχε πριν πλειοδοτήσει στο ποσό που θα έδινε στο κράτος στο τέλος του χρόνου. Πρόκειται να έχει κέρδος θα έπρεπε να είναι προσεκτικός, να παρατηρήσει τη σοδειά, τις συναλλαγές για να μεγιστοποιήσει το εισόδημά του σε σχέση με το πλειοδοτημένο ποσό. Εμφανιζόταν σαν φαντής μπαστούνι οπού έβλεπε βολόσυρους και λιομαζώματα η σταφίδα αλλά κυρίως κάθε συναλλαγή στην εμπορική κωμόπολη του τόπου μας.
Είχε ταράξει τους εμπόρους στις Μοίρες, όπως τον γέρο Καψάλη τον Παπαδάκη και πολλούς άλλους με τους απανωτούς και σίγουρα άδικους φόρους.
Δεδομένης της δραματικής κατάστασης, οι έμποροι της περιοχής αποφάσισαν ότι η πλέον ορθή και συνετή λύση ήταν να δει κάποιος για να μάθει τρόπους. Ναι η χειροδικία ήταν πάντα της μόδας στον τόπο μας και για πολύ πιο ασήμαντες αιτίες. Και ήταν και γνωστό ότι το ξύλο είχε και εκπαιδευτική χροιά πάντα. Δεν λέμε «τόνε δειράνε για να μάθεις»; Κάτι λοιπόν μάθαινε κανείς με το ξύλο όχι μόνο με βιβλία, άσε που τα τελευταία δεν ήταν και πολλά.
Αυτός που θα τον έδερνε δεν έπρεπε όμως να είναι γνωστός να βρει τον μπελά του. Στις Μοίρες υπάρχουν και χωροφυλακή. Μήνησαν στη Χρόνη το δάσκαλο στα Πηγαϊδάκια αν είχε να προτείνει τίποτα «τζιμάνια» που μπορούσαν να κάνουν τη ‘δουλειά’ με την απαιτούμενη λεπτότητα που άρμοζε στην κατάσταση.
«Έχω», είπε ο Χρόνης. «Το γιό μου τα Πάμεινα και το Λευτέρη το Γουλιέρμο».
Τσι φαντάζομαι μπροστά μου και τους δυο. Σαραντάρηδες στιβανάδες με κατσούνες. Δεν το λέει ο Μηνάς αλλά ο πάππους μου είχε σίγουρα κατσούνα. Σαν το ξαδερφο μου το Γιωργη τση Τσακιρομαρια τσοι φανταζομαι ενθουσιασμενους να πουν « ωωω θα παιξουμε ξυλιες;;». Έτσι το λέγε ο Γιώργης άμα του ΄λεγες πάμε Γιώργη στο Τυμπάκι μια βόλτα. Ο Γιώργης δεν είχε βέβαια κατσούνα αλλά είχε μια κουλ χαίτη δεκαετίας ογδόντα.
Ο εφοριακός συνήθιζε να κάνει τις νύχτες περιπάτους στον κεντρικό των Μοιρών. Ο ίδιος ο σημερινός κεντρικός. Σίγουρα χωρίς φώτα, καθαρό ναρκοπέδιο για καινούρια παπούτσια, ειδικά τα βράδια μετά το παζάρι του Σαββάτου που οι γαϊδάροι και τα μουλάρια σιγουρά δεν κάνουν κανένα « Clean after yourself» πριν φύγουν.
Η κωμόπολη τότε δεν ξεπερνούσε και πολύ το σημερινό ηρώο, εκεί που ήταν το ψαράδικο του Μπαντίνη. Εκεί ακριβώς είχαν στήσει καρτέρι τα Πηγαϊδακιανάκια. Δεν ήταν μοναχός όμως στον βραδινό περίπατο αλλά με τον διευθυντή της αγροτικής τράπεζας.
Τα πηγαϊδακιανάκια δεν ξέρανε όμως ποιος ήταν ο εφοριακός και τους έδειραν και τους δυο. Απλά για να σιγουρευτούμε…
Ο τραπεζίτης φέρεται να φωνάζει «δεν είμαι ‘γώ , δεν είμαι ‘γώ» μα τα Πηγαϊδακιανάκια δεν τη θέλανε τη δουλειά μισή και αμφίβολη, ήταν και θέμα τιμής στο κάτω-κάτω. Πως θα γυρίσει στο χωριό να κάμουν του γέρο Χρόνη thumbs up;
Και έτσι έγινε. Ο εφοριακός δάρθηκε αγρίως ο ένας τον κράθιε κάτω και ο άλλος του κόλα. Φαντάζομαι τον παππού μου να λέει ειρωνικά με βαθιά Πηγαιδακιανή αξάν «Των αθρώπω τα λεφτά θες εεεε, εεε ναι-ναι μα δα θα σου κάμω την κεφαλή σου ρόκα, γροικάς; ρόκα». Ο εφοριακός εξαφανίστηκε οικογενειακώς σε μερικές μέρες και ούτε ξαναγύρισε ποτέ.
Οι Μοιριανοί εμπόροι ενθουσιάστηκαν πολύ που μπορούσαν και αυτοί να συμπεριφέρονται σαν Σικελοί μαφιόζοι, και φορτώσανε του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά σε δεκαπέντε γαϊδάρους και τα στείλανε στο χωριό. Αλεύρι, ζάχαρη, βούτυρα, μπακαλιάρους και ότι άλλο έβλεπε κανείς και ζήλευε τότε σε ένα μπακάλικο. Τρείς μήνες λέγεται ότι περνούσε το χωριό ζωή χαρισάμενη. Τους φαντάζομαι τους χωριανούς μου να φωνάζουν από ένα καφενείο στο άλλο “Συγεία αδερφέ μου!”
Όπως θα καταλάβατε ο πάππους μου ήταν λίγο καβγατζής. Αν υπήρχε T-shirt τότε, τον φαντάζομαι με ένα μαύρο που θα γράψει πάνω “I am looking for trouble”. Δεν υπάρχει όμως, οπότε το εναλλακτικό ήταν να σέρνει την κατσούνα στη μέση της πλατείας των Μοιρών κάθε Σάββατο στο Παζάρι. Για τους πιο νέους αναγνώστες, η κίνηση αυτή ήταν τότε απίστευτα προκλητική.
Η κατσούνα ήταν για τον παππού μου το τοπ αξεσουάρ, ένα φετίχ αν θες. Είχε μεν πρακτικές αλλά και αισθητικές συνιστώσες. Δύσκολο να το συλλάβει κανείς με σημερινά δεδομένα αλλά η κατσούνα ήταν στιλ. Και όπως και να το κάνεις, στο κάτω-κάτω για ένα στιλ δεν ζούμε;
Λένε ότι η μοτοσυκλέτα και το αυτοκίνητο είναι μια ιδέα επέκταση του ανδρισμού. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα, αλλά λένε έτσι. Αυτοκίνητα δεν υπάρχουν, μηχανές ούτε συζήτηση, άλογα ελάχιστα. Έμενε η κατσούνα. Και στην κεντρική Ευρώπη το μπαστούνι στην εποχή του μεσοπολέμου τον ίδιο ρόλο είχε.
Η εποχή αναγνώριζε τη βαθιά ανάγκη του αρσενικού να κρατάει πάντα κάτι που να αντανακλά τον ανδρισμό του σε αντίθεση με τα προϊστορικά χρόνια που αυτό δεν ήταν απαραίτητο και η άμεση έκθεση γύρω από τη φωτιά της φυλής ήταν προφανώς πιο αποτελεσματική. Στην κατσούνα και στο μπαστούνι η σιωπηρή γενιά του μεσοπολέμου έβλεπε ένα αντικείμενο που δίνει στον άνδρα ασφάλεια και τον τοποθετεί σωστά στο κοινωνικό γίγνεσθαι αλλά και που αντανακλούσε σωστά την υποκείμενη σεξουαλικότητα.
Δεν είναι τυχαίο καθόλου ότι πράγματα που λέγανε παλιά για ασφάλειες ζωής στις διαφημίσεις στην τηλεόραση ταιριάζουν και για κατσούνες. Ασπίς πρόνοια, «για καλό και για κακό» αλλά κυρίως Ιντεραμέρικαν «μεγάλη και σίγουρη». Το πάχος της κατσούνας, η φυσική της καμπύλη το μάκρος της, η στιβαρή της υφή στο χέρι, είχαν πολλά να πουν σε αυτό που είχε μάτια να τα δει. Το ξέρω ότι το παρατραβώ, μα η κατσούνα ‘ήταν κάτι ανάλογο αυτού που σήμερα ονομάζουν ορισμένοι, εκχυδαϊσμένα βέβαια, ντικ-πικ. «Γιάε» έκανε ο νεαρός της κοπελιάς και της έδειχνε την κατσούνα του. Και αν ανταποκρινόταν η κοπελιά του δείχνε και αυτή ένα ψιχάλι αστράγαλο.
Οι καλοκαιρινές νύχτες στο χωριό είχανε μια άλλη χάρη με μυρωδιές φασκόμηλου που ξεραινόταν στα δώματα και νυχτολούλουδα και γιασεμιά που τα πιάνε κρίση πανικού από την ομορφιά της νύχτας και χαρίζανε απλόχερα το άρωμα τους σε αυτούς που εποσπερίζανε στις αυλές.
Οι σγουροί βασιλικοί της γιαγιάς μου φυτεμένοι σε ντενεκέδες «τελεμές» πάλευαν μάταια να νικήσουν το νυχτολούλουδο. Δύσκολα το ανταγωνίζεσαι την νύχτα όμως. Ο πάππους μου με την κατσούνα και το γαμψό του δάκτυλο ακριβώς από πάνω, γαβρωμένο από το βίαιο δάγκωμα μιας ζουρίδας. Η τελευταία είχε σημαντικές αντιρρήσεις για το μέλλον της γούνας της και δεν δεχόταν να επιλύσει ειρηνικά της διαφορές της με τον παππού μου. Το γεγονός ότι η γούνα κατέληξε στην βιτρίνα του φαρμακείου του Βολανάκη δείχνει ότι η βία δεν είναι πάντα ο πιο αποδοτικός τρόπος στην επίλυση διαφορών.
«Εξώθηκα γω στο Αλβάνικο», θέλα μονολογήσει προετοιμάζοντας μας για μια νυχτερινή περιήγηση στο μέτωπο. Η γιαγιά μου θεωρούσε το θέμα βαρετό. Ε περάσανε αυτά δα Λευτέρη ήντα τα θες πάλι.
Φυσικά φανταζόμουν τον παππού μου ήρωα. Τι άλλο να ήταν. Έλεγε αυτός πως ήταν νέος, αλλά εγώ όπως ήταν τον φανταζόμουν, πάλι με την κατσούνα και το σαρίκι να φωνάζει «αέρα». Με συνάρπαζε και η ιδέα των γυναικών που έπλεκαν κάλτσες. Αλλά πάντα με προβλημάτιζαν τα logistics. Ποιος θα τις πήγαινε τις κάλτσες του παππού μου στην Πίνδο από το χωριό; Έτσι φανταζόμουνε και την γιαγιά μου στους πρόποδες της Πίνδου μαζί με άλλες χωριανές, την Αγγελίνα, τη Μινωρίνη και τη Σταυρωτή να κρατούνε βελόνες και να πλέκουν με ταχύτητα σαν αυτή που βλέπεις σε DIY βίντεο στο youtube. Αν δεν έχεις την εμπειρία του κρύο και του χιονιού δύσκολα καταλαβαίνεις την εικόνα της διπλής και τριπλής κάλτσας στο κρύο της Πίνδου. Έτσι φανταζόμουν τον παππού μου να παρετά την κατσούνα σε ασχέτους χρόνους και να αλλάζει κάλτσες που του πέμπε η γιαγιά μου και μετά να την ξαναπιάνει και να συνεχίζει να καταδιώκει Ιταλούς.
Από την άλλη δεν μου άρεσε πως ήταν στην πίσω γραμμή στο νοσοκομείο. Δηλαδή μηδένα δε εμπαλόταρε ούτε εκατσούνισε; Και ύστερα ήρθε η υποχώρηση. Γρήγορη και σχετικά άτακτη. Δεν έλεγε πολλά για αυτήν. Η γερμανική μηχανή ήταν ανίκητη τα χρόνια εκείνα. Μάταια σκέφτηκαν κάποιοι να υποχωρήσουν στις Θερμοπύλες, να εκμεταλλευτούν την γεωγραφία της χώρας για άλλη μια φορά. Μα δεν είχε νόημα. Όσο ο στρατός ήταν οργανωμένος, η Αθήνα δεν μπορούσε να κηρυχθεί ανοχύρωτη για να γλιτώσει τα χειρότερα. Ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών έπαιξε τον εθνικό ύμνο τελευταία φόρα όταν τα γερμανικά καμιόνια ήταν ήδη στα βόρεια προάστεια.
«Γιάε όμορφα να περπατείς, λεβέντικα» θελά μου πει. Όσοι με ξέρετε, θα λέγατε ότι το περπάτημα μου δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε λεβέντικο. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι στο λιμάνι με τις σαργιονάρες.
«Και να μην είσαι κακάντρας κυρίως όχι κακάντρας».
«Εγώ α θελα μου πεις κιάνεις πράμα, του μόντερνα ντελόγο εσυνέχιζε». Και έβανα και φασαρίες συνέχεια.. και α θέλα μου πούνε και πράμα έπαιζα και ένα κατσουνίδι.
Εγώ από την άλλη, από παιδί μου κάνω εντύπωση πως είναι δυνατόν τα λόγια κάποιου να μην μπορούν να κινήσουν. Την μεγαλύτερη αδυναμία του ανθρώπου. Σκεφτείτε το.
Αέρας ταλαντώνει τις φωνητικές χορδές. Βγαίνει ένα ζζ ζζζζζ. Λόγια τα λέτε εσείς, αλλά κατά βάθος είναι ζζζ ζζζ. Και το ζζζζ ζζζζ περνά από τον αέρα και πάει στο αυτί σου. Το αυτί σου κάνει ζζ ζζ εκτός και αν ήσουν ο γείτονας μας ο μακαρίτης ο Βασιλάκης παρακάτω, γνωστός και ως κουφός που δεν κάνει τίποτα το αξιοσημείωτο. Το ζζ ζζζ περνά στο κεφάλι σου.
Οι φλέβες σου τεντώνουν, τα μάτια σου βγαίνουν έξω, αρχίζεις και τρέμεις φορτώνεις. Και όλα αυτά με ένα ζζ ζζ. Και μετά σου λέει ο άλλος, το Γιούρι Γκέλερ λέει θα φέρει στην Αθήνα να κάνει τηλεπάθεια. Εδώ το κάνει η Κατίνα με την Αργυρή που την είπε η πρώτη π…να γιατί η κρεβατίνα κουμπά στην μπλέχτη τση και θες εσύ Γιούρι Γκέλλερ για να δεις τηλεπάθεια;
Μια μέρα τον γέμισα απογοήτευση τον παππού μου. Έιδε ένα κοπέλι πιο μικρό στην πλατεία να μου κολλά και να μην κάνω πράμα μόνο να τις τρώω. Οι Φωτιές έβγαλε και σήκωσε και την κατσούνα λες και ήταν ναυαγός και περνούσε από πάνω ελικόπτερο.
«Παίξε του μια του κερατά!!» ούρλιαξε. Σαν να τον έβλεπα πάλι να πυροβολεί με την μπερέτα στη Χανιώπορτα τη βραδιά της χούντας του Μεταξά μέχρι να παν οι φίλοι του να τον μαζέψουν. Βαρύ το πλήγμα. Ο έγγονας του, που όλοι λέγαν πως του μοιάζε, να κάθετε να τσι τρώει; Έρμα γονίδια τα μισά περνάτε και τα αλλά χάνεστε; «Τι τσι θέλα γω τσι Γαβαλιανούς συμπεθέρους» θα σκέφτηκε.
Στο τέλος βλέποντας πως δεν έχω άλλη λύση του ‘ριξα ένα μποχτίδι και το καημένο, ήταν και μικρό και χάθηκε από τον ορίζοντα.
Να του σώσουμε και του Λευτέρη ένα κατσουνάκι, σκέφτηκε ως λύση ύστατη να με φέρει στο δρόμο της καπετανοσύνης. Και μου σάσανε. Το κρατούσα και μου άρεσε να κάνω το Σαρλώ που περπατούσε σαν πιγκουΐνος αλλά ευτυχώς δεν το μαθέ ποτέ.
Οσο σωγερνούσε και πλησίαζε τα εκατό η κατσούνα ήταν πάντα δίπλα του όπως και πριν. Είχε μια παράξενη τελευταία αποστολή η κατσούνα. Αν του φέρνανε τα εγγόνια του άσκημες νύφες, «θέλα να παίξεις στην κεφαλή με την κατσούνα». Από όσο γνωρίζω δεν είχαμε τέτοια συμβάντα.
Πέρασε τα εκατό και για τουλάχιστον τρία χρόνια η ηλικία του θυμίζει παλιό μοντέλο της Citroen. Έφυγε ένα βράδυ, με την κατσούνα στον τοίχο δίπλα από το κρεβάτι του. Ο πατέρας μου μας μήνησε στη Γερμανία ότι ο γέρος έφυγε ήσυχα στον ύπνο του χωρίς να υποφέρει.