Η καρυδιά είναι το δέντρο που η επιστημονική της ονομασία είναι Juglans regia, δηλαδή βασιλική καρυδιά. Ονομάζεται επίσης κοινή καρυδιά. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η ονομασία καρυδιά (καρύα των αρχαίων Ελλήνων) προήλθε από το γεγονός ότι προκαλεί πονοκέφαλο σε εκείνους που θα κοιμηθούν στη σκιά του φυλλώματος της.
Το γεγονός ότι από πολλά χρόνια είναι γνωστή η ευεργετική δράση των καρυδιών στην ανθρώπινη υγεία, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη γευστικότητα της ψίχας τους, είχε σαν αποτέλεσμα την αλματώδη αύξηση της ζήτησης καρυδιών παγκοσμίως, ειδικά τα τελευταία χρόνια.
Πολλές ερευνητικές εργασίες κατέδειξαν ότι το καρύδι έχει ένα εξαιρετικό συνδυασμό ακόρεστων λιπαρών οξέων, φαινολικών οξέων, βιταμινών και μεταλλικών στοιχείων και ότι η συστηματική κατανάλωση καρυδόψιχας καλής ποιότητας, μειώνει δραστικά την κακή χοληστερόλη, παρουσιάζει ισχυρή αντιοξειδωτική ικανότητα, δρα προστατευτικά σε καρδιαγγειακές παθήσεις και στην πρόληψη της στεφανιαίας νόσου, ενώ δείχνει αντικαρκινική προληπτική δράση και μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο διαιτολόγιο ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη.
Η καρυδιά είναι δένδρο μόνοικο και δίκλινο, δηλαδή στο ίδιο δένδρο υπάρχουν, εντελώς χωριστά, τα θήλεα και τα άρρενα άνθη.
Η φυσιολογία των ανθέων της καρυδιάς, όπως άλλωστε και των καρπών της, έχει ιδιαίτερη σημασία για την ορθή αντιμετώπιση ορισμένων τεχνικών προβλημάτων της καλλιέργειας της. Στο φυτό αυτό, πολύ συχνά παρατηρείται το φαινόμενο της «διχογαμίας» κατά το οποίο η άνθιση των θηλυκών και αρσενικών ανθέων ενός δένδρου δεν συμπίπτει χρονικά. Ανάλογα με το είδος της διχογαμίας, οι ποικιλίες χαρακτηρίζονται ως «πρωτανδρικές», όταν προηγείται η άνθιση των αρσενικών ανθέων, «πρωτογυνικές», όταν προηγείται η άνθηση των θηλυκών ανθέων και «ομογαμικές», όταν συμπίπτουν οι ανθήσεις. Οι πιο πολλές εμπορικές ποικιλίες είναι πρωτανδρικές.
Η διάρκεια της ανθοφορίας των θηλυκών ανθέων είναι 15-20 ημέρες, ενώ των αρρένων 8-10 ημέρες. Ο καρπός της κοινής καρυδιάς είναι δρύπη, σφαιροειδούς σχήματος και αποτελείται από το περικάρπιο (πράσινο περίβλημα), το ενδοκάρπιο (κέλυφος) και το ενδοσπέρμιο (ψίχα).
Η καρυδιά είναι δένδρο μεγάλης φωτοσυνθετικής ικανότητας και για να την αξιοποιήσει πλήρως, δίνοντας υψηλές παραγωγές, απαιτεί μεγάλη ηλιοφάνεια και κατάλληλες θερμοκρασίες, οι οποίες όμως, τους θερινούς μήνες δεν πρέπει να υπερβαίνουν τους 40οC γιατί μπορεί να υποβαθμιστεί η ποιότητα των καρυδιών. Για να διακοπεί ο λήθαργος των οφθαλμών και να υπάρξει ομαλή ανθοφορία και καρποφορία, πρέπει το άθροισμα των χαμηλών χειμερινών θερμοκρασιών (από 0ο C έως τους 7οC) να είναι επαρκές για την ποικιλία της καρυδιάς. Το άθροισμα αυτό, ποικίλει ανάλογα με την ποικιλία της καρυδιάς από 800-1000 ώρες στις καρυδιές Καλιφόρνιας και 1200-1300 ώρες στις γαλλικές ποικιλίες.
Η επιλογή της κατάλληλης ποικιλίας για ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας που καθορίζει την επιτυχία ή την αποτυχία της εγκατάστασης ενός νέου καρυδεώνα. Οι ποικιλίες της καρυδιάς, ανάλογα με τον τρόπο καρποφορίας τους, χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τις «ακρόκαρπες», δηλαδή σε αυτές που καρποφορούν στο άκρο του βλαστού, και τις «πλαγιόκαρπες», δηλαδή αυτές που καρποφορούν στα πλάγια. Οι πλαγιόκαρπες ποικιλίες αρχίζουν να καρποφορούν από το 3-4ο έτος. Είναι δένδρα μικρότερων διαστάσεων, σε σχέση με τις ακρόκαρπες, ενώ απαιτούνται ευκολότεροι και οικονομικότεροι χειρισμοί στη συγκομιδή, στο κλάδευμα και τη φυτοπροστασία. Μπαίνουν ενωρίτερα σε καρποφορία, ενώ φυτεύεται μεγαλύτερος αριθμός δέντρων ανά στρέμμα. Έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα από τις ακρόκαρπες και παρουσιάζουν ομοιομορφία καρπών και καλύτερη ποιότητα.
Κυριότερες πλαγιόκαρπες ποικιλίες είναι: η Chandler, η Lara, η Fernor, η Payne, η Serr, η ελληνική Ιόλη, κ.α. Από τις ακρόκαρπες οι πιο γνωστές είναι, η Hartley, η Franquette, η Ronde de montignac, κ.α.
Ο πολλαπλασιασμός της καρυδιάς γίνεται με εμβολιασμό με την κατάλληλη ποικιλία, έρριζων υποκειμένων. Τα κυριότερα υποκείμενα που χρησιμοποιούνται στην καλλιέργεια αυτού του φυτού, είναι τα σπορόφυτα της Juglans regia, της Lozeronne, του Paradox, κ.α.
Οι αρδεύσεις στην καρυδιά είναι απαραίτητο να αρχίζουν ενωρίς και να επαναλαμβάνονται κατά τρόπο ώστε να διατηρείται ένα επίπεδο υγρασίας στο έδαφος ικανοποιητικό κατά την περίοδο ταχείας ανάπτυξης του καρπού, δηλαδή από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο.
Τα πιο κατάλληλα εδάφη για την καλλιέργεια της καρυδιάς είναι τα μέσης συστάσεως, δηλαδή αυτά που έχουν ισορροπημένη περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία, ικανοποιητικό βάθος αλλά και καλή φυσική δομή ώστε να κυκλοφορεί χωρίς προβλήματα ο αέρας και το νερό στο έδαφος.
Η χημική σύσταση του εδάφους μας δείχνει την περιεκτικότητα του εδάφους σε θρεπτικά στοιχεία και μας οδηγεί στην κατάλληλη διόρθωση τους με την κατάλληλη λίπανση, λαμβάνοντας υπόψη τις ετήσιες ανάγκες του φυτού. Η καρυδιά είναι δένδρο απαιτητικό σε άζωτο. Το άζωτο συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη της βλαστήσεως, την ανάπτυξη των ανθέων, των καρπών, του μεγέθους των καρπών. Η αζωτούχος λίπανση γίνεται σε δύο δόσεις τα 2/3 της ποσότητας στα μέσα Μαρτίου και το 1/3 στις αρχές Μαΐου.
Η φωσφορική και η καλιούχος λίπανση πρέπει να γίνεται το φθινόπωρο και σε ποσότητες σύμφωνα με την χημική ανάλυση του εδάφους.
Οι πλαγιόκαρπες ποικιλίες φυτεύονται σε αποστάσεις 7Χ7 ή 8Χ8, δηλαδή φυτεύονται 15-20 φυτά ανά στρέμμα. Οι ακρόκαρπες φυτεύονται σε αποστάσεις 10Χ10 ή 11Χ11 δηλαδή φυτεύονται 10 έως 8 καρυδιές το στρέμμα.
Όσον αφορά το κλάδεμα, οι μεν ακρόκαρπες πρέπει να διαμορφώνονται σε «σχήματα κυπέλλου», οι δε πλαγιόκαρπες σε «σχήματα με άξονα».
Η κυριότερη ασθένεια των καρπών είναι η βακτηρίωση (Xanthomonas campestris), ενώ των φύλλων η ανθράκνωση (μύκητας Gnomonia leptostyla).
Ο κυριότερος εχθρός των καρπών είναι το λεπιδόπτερο καρπόκαψα (Cydia pomonella) και κυριότεροι εχθροί του φυλλώματος είναι οι αφίδες και οι τετράνυχοι.
Τα τελευταία χρόνια άρχισε η βιολογική καλλιέργεια σε φυτείες καρυδιάς. Η χώρα μας έχει πολλές ορεινές και ημιορεινές περιοχές που είναι κατάλληλες από την άποψη των εδαφοκλιματικών συνθηκών για την καλλιέργεια της καρυδιάς. Αυτό αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα παραγωγικότητας και ποιότητας για μία παγκοσμίως ανταγωνιστική καλλιέργεια.
Η συγκομιδή των καρυδιών γίνεται όταν το περικάρπιο σχίζεται ώστε το κέλυφος να μπορεί να απομακρυνθεί εύκολα. Η όλη εργασία της συγκομιδής γίνεται με τα χέρια ή με μηχανικά μέσα, όπως είναι οι δονητές, και οι μηχανικοί συλλογείς. Μετά τη συγκομιδή γίνεται αποφλοίωση σε μηχανικούς αποφλοιωτήρες, ενώ ακολουθεί η ξήρανση των καρυδιών, η οποία γίνεται σε κλίβανο ή στον ήλιο ή σε ξηραντήριο με θερμοκρασία μικρότερη από 500 C.
Η εφαρμογή της πλήρους μηχανοποίησης όλων των εργασιών της καλλιέργειας αυτής, δηλαδή η συγκομιδή, η αποφλοίωση, η ξήρανση, η διαλογή, ενισχύει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των εκμεταλλεύσεων της καρυδιάς, την αύξηση της παραγωγικότητας και την μείωση του κόστους παραγωγής.
Η Ελλάδα, έχει μια σημαντική παραγωγή καρυδιών που την κατατάσσει παγκοσμίως στην ενδέκατη θέση στην παραγωγή καρυδιών ενώ κατατάσσεται στην τρίτη θέση στην Ε.Ε. μετά τη Ρουμανία και τη Γαλλία. Το 2011 παρ’ ότι πραγματοποίησε ρεκόρ παραγωγής με 29.800 μετρικούς τόνους σε καρύδια, ενώ εισήγαγε επίσης περίπου 2.500 τόνους καρυδόψιχας.
Η ετήσια παραγωγή μίας συστηματικής καλλιέργειας καρυδιάς, κυμαίνεται από 200 έως 400 κιλά το στρέμμα που μπορεί όμως να φθάσει και τα 700 κιλά το στρέμμα, ανάλογα με την περιοχή, την ηλικία, την ποικιλία και τον βαθμό της φροντίδας των δέντρων από τον παραγωγό.
Στην Ελλάδα η τιμή παραγωγού στα άσπαστα καρύδια κυμαίνεται μεταξύ 2,3-3,5 € το κιλό και 8-12 € το κιλό στην καρυδόψιχα υψηλής ποιότητας, ανάλογα με τη χρονιά. Το 90%-95% της καρυδόψιχας που καταναλώνεται στην Ελλάδα προορίζεται για τη ζαχαροπλαστική, την αρτοποιία και την παραδοσιακή καρυδόπιτα. Οι υπόλοιπες ποσότητες καταναλώνονται ως ξηρός καρπός.
Στην Ελλάδα η καρυδιά καλλιεργείται σε ποσοστό 70% σε ορεινές περιοχές με υψόμετρο μεγαλύτερο από τα 500 μ, σε ποσοστό 20% σε ημιορεινές, με υψόμετρο μεταξύ 200 και 500 μ και κατά 10% σε πεδινές περιοχές. Οι κυριότεροι νομοί καλλιέργειας αυτού του δέντρου είναι της Αρκαδίας, Αχαΐας, Λακωνίας, Κορινθίας, Άρτας, Ευρυτανίας κ.α.
Το μεγάλο πλεονέκτημα της καλλιέργειας της καρυδιάς είναι ότι είναι προσαρμοσμένη για καλλιέργεια στις κλιματικές και εδαφικές συνθήκες των ορεινών και ημιορεινών περιοχών, με αποτέλεσμα την πολύ υψηλή ποιότητα των παραγόμενων καρυδιών όπως είναι η γεύση, το άρωμα, ο λευκός χρωματισμός της ψίχας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ελλειμματική σε παραγωγή καρυδιών και εκτιμάται ότι εισάγει μέχρι και 205.000 τόνους ετησίως (122.000 τόνους από ΗΠΑ, 22.000 από Μολδαβία κ.τ.λ.). Τις μεγαλύτερες ποσότητες σε καρυδόψιχα εισάγει η Γερμανία. Η καλλιέργεια της καρυδιάς στην Ελλάδα είναι μία καλλιέργεια που μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες της χώρας και να έχει εξαγωγικό χαρακτήρα, αξιοποιώντας ταυτόχρονα ημιορεινές και ορεινές κυρίως εκτάσεις.
*Περισσότερες πληροφορίες στην ιστοσελίδα SymAgro
Πηγή: huffingtonpost.gr