Του Εκπαιδευτικού Δημήτρη Σταματάκη
Εξίστανται και απορούν κάμποσοι γιατί φωνάζουμε για τον ευνουχισμό και την αποβλάκωση των παιδιών μας εδώ και δεκαετίες. Έγκλημα εκ προμελέτης, ιδιαζόντως ειδεχθές και κατ’ εξακολούθησιν διαπράττουν οι ανίεροι δράστες! Θαυμάστε τους…
– Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Και εμείς πήγαμε και κρυφτήκαμε στο υπόγειο.
– Τρέξε στην τράπεζα να σηκώσεις τα χρήματα είπε ο πατέρας στην μαμά.
– Σήμερα θα γίνεις άντρας μου είπε ο πατέρας μου. Εγώ φοβήθηκα πολύ γιατί δεν ήθελα να γίνω άντρας.
Από το βιβλίο Γλώσσας της Ε΄ Δημοτικού α΄ τεύχος, σελ. 44-45 (Στο κείμενο – αφιέρωμα στον απελευθερωτικό αγώνα της 28ης Οκτωβρίου).
………………………………………………………………………………………………………………………….
Σε αντιπαράθεση μεταφέρω ένα ηρωικό γεγονός που διασώζει ὁ μεγάλος μας λογοτέχνης Στρατῆς Μυριβήλης και ἐκφώνησε στόν πανηγυρικό λόγο του στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, στίς 27 Ὀκτωβρίου τοῦ 1960. Μεταξύ τῶν ἄλλων σπουδαίων ἀνέφερε καί ἕνα συγκλονιστικό γεγονός, πού διαδραματίστηκε, ὄχι “στό διάσελο τῆς Ἱστορίας” (Βρεττάκος), στίς ἀετορράχες τῆς Πίνδου, ἀλλά στά μετόπισθεν, εκεί ὅπου ὁ ἀπόλεμος πληθυσμός τῆς πατρίδας μας συναγωνιζόταν τήν ἀνδρεία τῶν μαχητῶν.
«Εἶχε ὀργανωθῆ, κατά τή διάρκεια τοῦ ἀγῶνα ὑπηρεσία μεταγγίσεως αἵματος, ἀπ᾽ τόν Ἐρυθρό Σταυρό τῆς Ἑλλάδος. Εἶχα καί ἕναν φίλο γιατρό, σ᾽ αὐτή τήν ὑπηρεσία, λοιπόν πήγαινα κάπου-κάπου νά τόν δῶ καί νά τά ποῦμε. Ὁ κόσμος ἔκαμε οὐρά κάθε μέρα γιά νά δώση τό αἷμα του γιά τούς τραυματίες μας. ῏Ηταν ἐκεῖ νέοι, κοπέλλες, γυναῖκες, μαθητές, παιδιά πού περίμεναν τή σειρά τους. Μιά μέρα, λοιπόν, ὁ ἐπί τῆς αἱμοδοσίας φίλος μου γιατρός, εἶδε μέσα στήν σειρά τῶν αἱμοδοτῶν πού περίμεναν, νά στέκεται καί ἕνα γεροντάκι.
− Ἐσύ, παππούλη, τοῦ εἶπε ἐνοχλημένος, τί θέλεις ἐδῶ;
Ὁ γέρος ἀπάντησε δειλά:
− Ἦρθα κι ἐγώ, γιατρέ, νά δώσω αἷμα.
Ὁ γιατρός τόν κοίταξε αὐστηρά μέ ἀπορία καί συγκίνηση. Ὁ γέρος παρεξήγησε τό δισταγμό του. Ἡ φωνή του ἔγινε πιό ζωηρή.
− Μή μέ βλέπεις ἔτσι, γιατρέ μου. Εἶμαι γερός, τό αἷμα μου εἶναι καθαρό, καί ἀκόμα ποτές μου δέν ἀρρώστησα. Εἶχα τρεῖς γιούς. Σκοτώθηκαν καί οἱ τρεῖς ἐκεῖ πάνω. Χαλάλι τῆς πατρίδας. Ὅμως μοῦ εἶπαν πώς οἱ δύο πῆγαν ἀπό αἱμορραγία. Λοιπόν, εἶπα στή γυναῖκα μου, θά ᾽ναι κι ἄλλοι πατεράδες, πού μπορεῖ νά χάσουν τά παλληκάρια τους, γιατί δέ θά ᾽χουν οἱ γιατροί μας αἷμα νά τούς δώσουν. Νά πάω νά δώσω κι ἐγώ τό δικό μου. Ἄιντε, πήγαινε, γέρο μου, μοῦ εἶπε, κι ἄς εἶναι γιά τήν ψυχή τῶν παιδιῶν μας. Καί ἐγώ σηκώθηκα κι ἦρθα».
(Ἡ 28η Ὀκτωβρίου 1940, Πανηγυρικοί λόγοι ἀκαδημαϊκῶν, ἐπιμέλεια Πέτρος Χάρης, Ἀθήνα 1978, σ. 322)» (Δημήτρη Νατσιοῦ, ἐνθ᾽ ἀνωτ. σσ. 199-200).
Γι αυτό νικήσαμε, γιατί πολεμούσε όλος ο λαός. Την πιο μεγαλειώδη μάχη την κέρδισαν οι…άμαχοι.
Κατά τ’ άλλα τρέξαμε να κρυφτούμε στο υπόγειο …