Του Δημήτρη Σάββα
Σίγουρα μια από τις πιο μεγάλες, λαμπρές αλλά και επίσημες εορτές της χριστιανικής μας θρησκείας είναι η μεθαυριανή εορτή των Θεοφανίων, της 6ης Ιανουαρίου. Μια εορτή στην οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία δίνει μεγαλύτερη σημασία με την μεγαλόπρεπη και τόσο επιβλητική τελετή του αγιασμού των υδάτων αφενός και της καταδύσεως του σταυρού αφετέρου. Αυτή την ημέρα, κατά τον υμνογράφο Κοσμά τον μελωδό “τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί”.
Αυτή την ημέρα, παρούσα είναι και η πολιτεία με τους άρχοντές μας και τους επίσημους αντιπροσώπους τους, σε κάθε γωνιά της πατρίδας μας, προκειμένου να συνεορτάσουν κλήρος και λαός την εορτή των Θεοφανίων. Με τη γιορτή αυτή κλείνει ο κύκλος των εορτών του δωδεκαημέρου.
Ο λαός μας θέλει να πιστεύει ότι έφτασε η άκρα του χειμώνα και με αισιοδοξία πια ατενίζουν οι άνθρωποι την πολυπόθητη άνοιξη. Μετά την εορτή των Θεοφανίων οι ναυτικοί ξεκινούσαν για τα ταξίδια τους, σαλπάροντας τα πλοία τους.
Ένας εορτασμός με ιδιαίτερη βαρύτητα για την πόλη μας, την πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου, με ξεχωριστή αίγλη και ακτινοβολία. Ποιοι δεν έχουν διαβάσει ή δεν έχουν ακούσει ή δεν έχουν ζήσει την μεγαλειώδη πομπή των θρησκευτικών λειτουργών, των ψαλτών, των εκπροσώπων του Κράτους, του στρατού και του λαού που ξεκινούσε αλλά και ξεκινά από τον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά με κατεύθυνση το λιμάνι του Ηρακλείου;
Είναι αλήθεια η εντύπωση που προξενεί η αφήγηση των Καστρινών, αλλά και η συγκίνηση μαζί και η λαχτάρα για την ημέρα αυτή κυρίως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Η περιγραφή αυτής της μεγάλης πομπής με τον επιβλητικό Μητροπολίτη Κρήτης, τον Αρχιεπίσκοπο Τιμόθεο Καστρινογιάννη, που ανέπεμπε με τη βροντώδη φωνή του το “ντουά”, μία ευχή δηλαδή μπροστά στην πόρτα του Πασά, μια ευχή που είχε ως αποδέκτη τον ίδιο τον Σουλτάνο.
Η πόρτα του Πασά βρισκόταν στο χώρο του σημερινού πάρκου του Θεοτοκόπουλου, εκεί που ήταν παλιά η Νομαρχία, η οικονομική εφορία και τα δικαστήρια. Εκεί έμεινε ο Πασάς του Κάστρου τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Από πότε όμως έχει καθιερωθεί να γίνεται αυτή η τελετή στο Μεγάλο Κάστρο; Από πότε και επί διοικήσεως ποιου φιλελεύθερου και ανεξίθρησκου Πασά επετράπη στους Καστρινούς να γιορτάζουν τα Θεοφάνεια;
Σε ποιο σημείο της παραλίας έριχναν τον σταυρό; Ίσως απαντήσουμε σ’ όλα αυτά χάρη στις πληροφορίες που μας άφησε ο Στέφανος Νικολαΐδης.
Εδώ πρέπει να τονισθεί η συμβολή του πατριώτη Επισκόπου Ιεροσητείας Ιλαρίωνα, στον οποίο οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό το ξαναζωντάνεμα αυτής της τελετής της καταδύσεως και φυσικά η τόνωση του εθνικού φρονήματος των χριστιανών.
Ο Ιλαρίων (ως κοσμικός Ιωάννης) ήταν από τα Μάλια Πεδιάδος από την οικογένειαν των Κατσούληδων και είχε γεννηθή στα 1808.
Δύο φορές είχε πωληθή ως σκλάβος μια φορά στα 1821 και την άλλη στα 1828, στον δεύτερον “αρπεντέ” του Αγριολίδη. Και τις δύο φορές αγοράσθηκε από το ανθρωποπάζαρο από ευπόρους Χριστιανούς και στο τέλος αφιερώθηκε στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Στα 1839 μετά τον θάνατον του δραστηρίου Οικονόμου του Σιναϊτικού Μετοχίου του Αγίου Ματθαίου Ηρακλείου Μελχισσεδέκ (+3 Ιουνίου 1838) διωρίσθηκε Οικονόμος του Μετοχίου τούτου.
Στα 1846 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ιεράς και Σητείας.
Η ιστορία όμως της καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού είναι συνεφασμένη και με ένα άλλο πρόσωπον. Τον Μητροπολίτην Κρήτης Μελέτιον Νικολετάκην, ο οποίος διετέλεσε Μητροπολίτης κατά τα χρόνια της Αιγυπτιακής κατοχής από τα 1831-1839, οπόταν πάλιν Γενικός Διοικ. Κρήτης ήταν ο Μουσταφά Ναϊλή Πασάς.
Τότε στα 1831 πρώτη φορά επετράπη στους Καστρινούς από τον φιλελεύθερον Μουσταφά Πασά να ρίψουν τον Σταυρόν στη θάλασσα. Και το μέρος όπου ερρίφθη ο Σταυρός ήταν η Τρυπητή. “Συνέβησαν όμως πολλαί αταξίαι” λέγει ο Στ. Νικολαΐδης και φαίνεται ότι έκτοτε μέχρι του 1846, δεν χορηγήθηκε η σχετική άδεια της τελετής.
Ο Νικόλαος Σταυρινίδης στα κείμενά του μας ενημερώνει για την τελετή καταδύσεως.
Συγκεκριμένα:
“Στις 6 Ιανουαρίου του 1846 ο Σταυρός εις τον λιμένα Ηρακλείου επί Ιλαρίωνος Επισκόπου Ιεροσητείας χειροτονηθέντος. Πρότερον ερρίπτετο εις την Τρυπητήν έξω της Πύλης Λαζαρέτου.
Τριάντα χρόνια μετά, Κυριακή 11 Ιανουαρίου 1876…
“1876 - Ιανουαρίου 11, ημέρα Κυριακή, ερρίφθη ο Σταυρός εις το λιμάνι επειδή των Θεοφανείων έβρεχεν ακαταπαύστως επί ημέρας τρεις και έγινε το τοιούτον δια πρώτην ήδη φοράν”.
“1880 – τη 6 Ιανουαρίου ερρίφθη ο Σταυρός εις τον λιμένα προπορευομένων δύο σημαιών τούτο ήδη πρώτην φοράν γινόμενον μετ’ άκρας ησυχίας”.
“1822 – Ιανουαρίου 10 ερρίφθη ο Σταυρός εις την θάλασσαν ένεκα όπου την 6 ήτον βροχήν και χιών κατά μίμησιν του φιλοδόξου Σωφρονίου όστις εδημιούργησεν ατόπως την τοιαύτην αρχήν”.
Έτσι κάπως έχουν τα πράγματα. Ήταν διαφορετική εκείνη η εποχή, δυσβάστακτη, σκληρή…
Όμως… αυτή είναι σε σύντομες γραμμές η ιστορία της τελετής της καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού κατά τα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς που τόσο τόνωνε και εμψύχωνε τις βασανισμένες ψυχές των σκλαβωμένων χριστιανών της πολύπαθης Κρήτης.