Ἡ ἱερά καὶ ἁγιοπατερική Μονή τῶν Ἀπεζανῶν ἀποτελεῖ ἕνα ἐκ τῶν σημαντικοτέρων μοναστικῶν κέντρων τῆς ὀρθοδόξου Κρήτης.
Δεσπόζει εἰς τὴ δυτική πλευρά τῶν Ἀστερουσίων ἐπί μικροῦ ὀροπεδίου. Κατά τὰ χρόνια τῆς ἐνετοκρατίας ὠνομάζετο καὶ « Ἀπεζωνῶν» κατά παράφρασι τοῦ Ἀπεζανῶν, ἐνῷ κατά τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας «Τοπλοῦ Μοναστήρ» λόγῳ τῶν πύργων της μὲ κανονιοβόλα.
Ἡ ἱστορία της ξεκινάει κατά τὸν 15ον αἰῶνα, εἰς τὶς χαράδρες τοῦ Ἁγιοφαράγγου.
Εἰς τὸ ἐκεῖ μονύδριον τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ἠ σκήτευον τέσσερις κατά σάρκα ἀδελφοί, ὁ Μᾶρκος, ὁ Λέων, ὁ Ἀντώνιος καὶ Μαρία· τὸ γένος Παπαδόπουλοι, ἐξἐπιφανοῦς οἰκογενείας τοῦ Χάνδακος.
Μαστιζόμενοι ὅμως ὑπό τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν, καὶ φοβούμενοι καὶ διὰ τὴ ζωή των ἀκόμη, ἀπεφάσισαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ Ἁγιοφάραγγο καὶ νὰ κτίσουν εἰ ς μέρος ἀσφαλέστερον ἑτέρα μονή πρὸς τιμήν τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
Ἀφοῦ ἐπῆραν μαζί των τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου (πιθανόν πρόκειται περί τῆς εἰκόνος, ὁποία, ἔργον τοῦ Μιχαήλ Δαμασκηνοῦ, φυλάσσεται σήμερον ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἀπεζανῶν) καὶ τὰ λιγοστά των ὑπάρχοντα ἐπορεύθησαν πρὸς συνάντησιν τοῦ Ἐπισκόπου Γορτύνης ἴνα λάβουν εὐλογία διὰ τὸ ἐγχείρημά των.
Εἰς τὴ σημερινήν περιοχή τῶν «Καπαριανῶν» ζοῦσε κάποιος πλούσιος Τοῦρκος μουσουλμάνος, ὁ ὁποῖος ἦ το ἐκ γενετῆς τυφλός καὶ παράλυτος.
Διαβαινόντων τῶν τεσσάρων Μοναχῶν τὴν ὁδόν ὁ Τοῦρκος, ἄν καὶ τυφλός, εἶδε κάποιο φῶς νὰ περνᾷ ἀπό ἀπέναντι.
Ἐρώτησε τὰ παιδιά του τὶ ἦτο αὐτό τὸ ὁποῖο διέσχιζε τὴν ὁδό.
Ἐκεῖ να τότε ἐκστατικά διὰ τὸ θαυμαστό γεγονός τοῦ ἀπήντησαν πὼς ἦ σαν τέσσερις Μοναχοί.
Ὁ Τοῦρκος ἐζήτησε νὰ ἰδῇ τοὺς ἀδερφούς.
Ἐκεῖνοι ἐπαρουσιάσθησαν ἔμπροσθέν του καὶ ἐρωτώμενοι τοῦ ἐξήγησαν τὸν σκοπό τῆς περιπλανήσεώς των.
Ὁ μουσουλμάνος τότε ἐζήτησε ἀπό τοὺς τέσσερις περιέργους χριστιανούς νὰ παραμείνουν εἰς τὸ ἀρχοντικό του κατά τὴ διάρκεια τῆ ς νυκτός καὶ , ἄν ὁ Ἅ γιός των τὸν ἐθεράπευε, ἐκεῖνος εἰς ἔνδειξιν εὐ γνωμοσύνης θὰ παρεῖχε χῶρο διὰ τὴν ἀνέγερσιν τῆς Μονῆς των.
Οὕτως καὶ ἔγινε.
Οἱ κτίτορες διενυκτέρευσαν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Τούρκου, τοῦ ὁποίου τὸ πρωί, τῇ ἐπεμβάσει τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, εἶχον θεραπευθεῖ οἱ ὀφθαλμοί.
Ἔ πρεπε λοιπόν νὰ ἐκτελέσῃ τὸ τάμα του πρὸς τὸν ἰατρό αὐτοῦ. Ἐπέβησαν ἅπαντες ἐπί ἀλόγων (ὁ ἴδιος, ἐπειδή ἦ το ἀκόμη παράλυτος, ἐσταθεροποιήθη ἔφιππος ἔχων ὡς ὑποστηριγμό δύο δεμάτια ἀχύρων ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξεὐωνύμων τοῦ ζώου) καὶ ἐξεκίνησαν διὰ νὰ φθάσουν εἰς τὰ κτήματά του, ἕν τῶν ὁποίων θὰ ἐλάμβανον πρὸς ἀνέγερσιν τοῦ Μοναστηρίου.
Κατόπιν μακρᾶς πορείας ἔφθασαν εἰς τὸν προορισμόν των.
Διακόσια περίπου μέτρα ἔξωθεν τῆς σημερινῆς Μονῆς ὑπάρχει ἕνας μικρός λοφίσκος ἀπό βράχους· τὸ «Καλογεροκάθισμα» ὅπως λέγεται τοποθεσία.
Ἐκεῖ οἱ τέσσερις Μοναχοί ἀνέβησαν ὥστε νὰ βεβαιωθοῦν ὅτι δὲν φαίνεται θάλασσα.
Ἡ ἀπουσία τῆς θαλάσσης ἐσήμαινε καὶ τὴν ἀσφάλειά των ἐκ τῶν πειρατῶν.
Ὅταν διεπίστωσαν πὼς δὲν ὑπῆρχε ὁρατότης πρὸς τὴ θάλασσα, ἀπεφάσισαν πὼς ἐκεῖ κάπου ἔπρεπε νὰ οἰκοδομήσουν τὴ νέα των Μονή.
Ἐσυνέχισαν ὅμως τὴν περιπλάνησί των ἐντός τῶν μουσουλμανικῶν κτημάτων ὥστε νὰ ἐπιλέξουν τὴν καλυτέρα τοποθεσία.
Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ σημεῖο ὅπου εὑρίσκεται σημερινή ἐξωτερική παλαιά πυλή τῆς Μονῆς, ὁ Τοῦρκος, ὦ τοῦ θαύματος, ἔπεσε ἀπό τὸ ζῶο του καὶ ἐστάθη ὄρθιος πλήρως ὑγιής.
«Ἐπέζεψε» κατὰ τὴν κρητική διάλεκτο.
Ἐξοὗ καὶ «Ἀπεζανῶν» Μονή.
Οἱ Μοναχοί μετά τοῦ ἰαθέντος ἐδοξολόγησαν τὸν Τριαδικό Θεό καὶ τὸν Ἅγιό του καὶ ἠθέλησαν νὰ συνεχίσουν ὥστε νὰ περιδιαβοῦν ὅλα τὰ κτήματα.
Τὸ ἄλογο ὅμως ποὺ ἔφερε τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου περέμενε ἀκίνητο παρά τὶς προσπάθειές των νὰ τὸ μεταπείσουν.
Ἀπεφάσισαν λοιπόν νὰ διανυκτερεύσουν εἰς ἐκεῖνο τὸ σημεῖο, λόγῳ καὶ τῆς ἐπερχομένης νυκτός, καὶ νὰ ἐσυνέχιζαν τὸ πρωί.
Εἰς ἐνύπνιον ὅμως ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἐνεφανίσθη εἰς τὸν Μοναχόν Ἀντώνιον λέγοντάς του ὅτι εἰς ἑτοῦτο τὸ σημεῖο ἐπεθυμοῦσε νὰ ἀνεγερθῇ Μονή του.
Πράγματι ἤρχισαν οἱ ἐργασίες μὲ πρώτη τὸ ἄνοιγμα πηγαδιοῦ.
Τὸ ἔδαφος ὅμως ἦτο -καὶ εἶναι- πετρῶδες.
Ἡ ἐκσκαφή δύσκολος.
Οἱ τέσσερις κτίτορες ἔσκαπτον ἐναλλάξ.
Ὁ Ἀντώνιος ἐν ὥρᾳ ἐργασίας ἀποκαμωμένος ἀπεκοιμήθη.
Ὁ προστάτης Ἅγιός τους ἐνεφανίσθη διὰ δευτέρα φορά ὑποδεικνύοντάς του μέρος ὅπου θὰ ἔσκαπτον καὶ θὰ εὕρισκον τρία πέτρινα βόλια διαφόρου μεγέθους, θὰ ἔ ριπτον τὸ μεγαλύτερο εἰς τὸ πηγάδι καὶ θὰ ἀνέβλυζε νερό.
Οἱ Πατέρες ὑπήκουσαν εἰς τὴ θείαν ὑπόδειξιν, ἔριψαν τὸ μεγαλύτερο βόλι εἰς τὸ πηγάδι, καὶ, ὦ τοῦ θαύματος, εὐθύς ἤρχισε νὰ τρέχει νερό, τὸ ὁποῖο ἀνέβλυζε ἔξωθεν τοῦ πηγαδιοῦ διὰ τεσσαράκοντα (40) μερονύκτια.
Ἔπειτα τὸ νερό ἔπεσε εἰς τὴ στάθμη ὅπου εὑρίσκεται σταθερά ἕως καὶ σήμερον.
Ἔκτισαν τὸ μοναστήρι εἰς τύπον φρουρίου καὶ τὸ καθολικό, μικρή μονόκλιτο βασιλική, ἀφιερωμένο εἰς τὸν Μέγαν Ἀντώνιον, ἐνσωματωμένον ἐπί τῆς βορειοανατολικῆς γωνίας τοῦ τείχους τῆς Μονῆς.
Τὸ ὡς ἄνω πηγάδι, βάθους εἴκοσι πέντε (25) μέτρων λαξευμένης πέτρας, δεσπόζει ἕως σήμερον εἰς τὸ προαύλειον τῆς Μονῆς καὶ ἐξαὐτοῦ ὑδρεύονται οἱ Πατέρες καὶ οἱ προσκυνηταί.
Τὰ δύο δὲ μικρότερα βόλια κοσμοῦν, εἰς ἔνδειξιν τοῦ θαύματος καὶ τῆς ἀνεκφράστου συνεχοῦς προνοίας τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου, τὴν παλαιά ἐσωτερική πύλη τῶν Ἀπεζανῶν.
Τοιουτοτρόπως, χάριτι τοῦ Ἁγίου, ἱερά τῶν Ἀπεζανῶν Μονή χρονολογεῖται ἀπό τὸ 1443.
Ὅπως καὶ ἀνωτέρω ἀνεφέρθη, οἱ κτίτορες ἦσαν ἐξἐπιφανοῦς καὶ πλουσίας οἰκογενείας.
Ὁ εἷς λοιπόν, ὁ Μᾶρκος, μὲ διαθήκη του τοῦ 1458 ἄφησε κληρονόμο κατά τὸ ἕν τέταρτον (1/4) τῆς τεραστίας του περιουσίας τὴν καθ’ μᾶς Μονή.
Τοιουτοτρόπως ἤρχισεν μεγίστη ἀκμή Αὐτῆς πνευματική καὶ οἰκονομική.
Ἀπό τὸν 16ον αἰῶνα μέχρι καὶ τὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας ἐν ταῖς Ἀπεζαναῖς ἐλειτουργοῦ σε σχόλη εἰς τὴν ὁποίαν ἐδιδάσκοντο θεολογία, φιλοσοφία καὶ βυζαντινή μουσική.
Ἀ ποτελοῦσε δὲ τὸ μεγαλύτερο ἀνθενωτικό κέντρο τῆς Μεσογείου.
Ἐν αὐτῇ γουμένευσεν ὁ κατόπιν πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἅγ. Μελέτιος ὁ Πηγᾶς (1537-1601).
Ἐνδεικτικόν ἄλλωστε τῶν στενῶν πνευματικῶν του σχέσεων μετά τῶν Ἀπεζανῶν εἶναι καὶ οἱ ἐπιστολές του πρὸς τοὺς συγχρόνους του, ὡς πατριάρχου, Ἀπεζανιώτας γουμένους π. Φιλόθεον καὶ π. Ἀρσένιον.
Ἐν Αὐτῇ ἑπίσης ἐκάρη Μοναχός κατά τὸ 1566 ὁ λόγιος Ἰωάννης Δορυανός μετονομασθείς εἰς Ἰωάσαφ ἐνῷ ἕνα χρόνον ἀργότερα ἐχειροτονήθη Ἱερεύς.
Καὶ ὁ λογιώτατος ὅμως Μελέτιος Συρίγος ἦ το «κουρά» καὶ ἀδελφός τῶν Ἀπεζανῶν· κατά δὲ τὸ 1626 καὶ γούμενος Αὐτῶν.
Τὸ 1586 ὁ Ἐνετός ἰατρός καὶ περιηγητής ‘Ονόριο Μπέλι σὲ ἐπιστολή του ἀναφέρει ὅτι τὸ περί οὗ ὁ λόγος Μοναστήρι εἶχε τὸ καλύτερο κρασί τοῦ κόσμου ἐνῷ τὰ ἐτήσια εἰσοδήματά του ἦσαν ἄνω τῶν 2.000 δουκάτων. Τὸ πρῶτο καθολικό κατεστράφη κατ’ αὐτήν τὴν ἐποχή, προφανῶς ὑπό τῆς μανίας ἑνωτικῶν, διὰ ν ὰ κτισθῇ ὑπό τῶν Πατέρων τὸ δεύτερο μεγαλύτερο, μονόκλιτος βασιλική μὲ ἐγκάρσιο κλίτος νοτίως ὡς στέγαστρο, ἐντῷ μέσῳ τοῦ προαυλείου.
Στενές σχέσεις δὲ συνέδεοντὴ Μονή τῶν Ἀπεζανῶν μὲ τὴ μονή Ἁγ. Αἰκατερίνης Σινᾶ.
Ἐν τῷ σκευοφυλακείῳ τῆς δευτέρας μονῆς φυλάσσεται πολύτιμον Εὐαγγέλιον δῶρο τῶν Ἀπεζανῶν, ἐνῷ ἐφέστιος εἰκών τῆς καθ’ μᾶς Μονῆς εἶναι ἀφιέρωμά τινος Ἰλαρίωνος Ἱεροδιακόνου Σιναΐτου.
Ἡ ἀκμή αὕτη ἐσυνεχίσθη καὶ κατά τὴ διάρκεια τῆς τουρκοκρατίας.
Ἡ Μονή διέθετε φιρμάνι, ἀντίγραφο τοῦ φιρμανίου τοῦ Μωχάμετ τοῦ 2ου πρὸς τὴν πόλιν τῶν Ἰεροσολύμων, μὲ τὸ ὁποῖο ἐπροστατεύετο.
Ἐκτός τούτου ὅμως ἀσφάλεια παρεῖχε ὁ φρουριακός τύπος τῆς Μονῆς καὶ οἱ τρε ῖς πὐργοι της μὲτὰ κανόνια των.
Ἄλλωστε εἰς τὰ τουρκικά ἔγγραφα τὸ Μοναστήρι φέρεται ὡς «Το πλοῦ Μοναστήρ τοῦ Καινουρίου», μοναστήρι δηλαδή μὲ κανόνια.
Κατεῖχε πλῆθος μετοχίων καὶ κτημάτων εἰς ὅλη τὴν Κρήτη, ἀκόμη δὲ καὶ εἰς τὴν Σμύρνη, μετόχιον τὸ ὁποῖο κατεῖχε ἕως τὴ μικρασιατική καταστροφή.
Κατά τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας κατεδαφίσθη ὑπό τῶν Πατέρων τὸ δεύτερο καθολικό διὰ νὰ κτισθῇ τὸ σημερινό τρίτο καθολικό, μεγάλη τρίκλιτος βασιλική, ἀφιερωμένο τὸ βόρειο κλίτος εἰς τὸν Μέγαν Ἀντώνιον, τὸ κεντρικό εἰς τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν καὶ τὸ νότιον εἰς τοὺς τρεῖς Ἱεράρχας.
Τὰ ἐγκαίνια ἐτελέσθησαν τὴν 24ην Ἰουνίου τοῦ 1837.
Τὸ τέμπλο καὶ ὁ θρόνος εἶναι ξυλόγλυπα ἐξαιρέτου τέχνης τοῦ 1838.
Ἐκ τῶν παλαιῶν ἐννέα (9) εἰκόνων τοῦ τέμπλου, μία (1) εἶναι ἔργο τοῦ Δομινίκου Θεοτοκοπούλου, μία (1) ἀγνώστου ἁγιογράφου τοῦ 1600, ἐνῷ οἱ ὑπόλοιπες ἑπτά (7) ἔργα τοῦ Μιχαήλ Πολυχρονίου τοῦ 1840. Οἱ πλάκες τοῦ δαπέδου, οἱ ὁποῖες ἐτοποθετήθησαν το 1919, μετεφέρθησαν ἐκ τοῦ μετοχίου τῆς Σμύρνης.
Οἱ βόρειος καὶ νότιος τοῖχοι φέρουν ἐσωτερικῶς μαρμάρινον ἐπένδυσιν, ἐνῷ ὁ ὑπόλοιπος ναός ἦτο ἁγιογραφημένος.
Δυστυχῶς, ἁγιογράφησις ἐκαλύφθη περί τὰ μέσα τοῦ προηγουμένου αἰῶνος, πλῆν τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ τοῦ κεντρικοῦ κλίτους.
Τὰ ἔνδοξα καὶ πλούσια ὅμως χρόνια τῶν Ἀπεζανῶν ἐσυνεχίσθησαν ἕως καὶ τὴ δεκαετία του 1950· μετὰ ἤρχισεν οἰκονομική παρακμή καὶ ἀπώλεια ὅ ων τῶν μετοχίων.
Σήμερον Μονή ἀριθμεῖ 6 ἐγκαταβιοῦντες Πατέρες καὶ ἄλλους ἐγγεγραμμένους διακονοῦντες ἐκτός Μονῆς.
Τὸ τυπικόν τῆς Μονῆς, ἐκ τῶν αὐστηροτέρων καὶ ὡραιοτέρων τῆς Κρήτης, γεγραμμένον καὶ ἄγραφον τηρεῖται ἕως καὶ σήμερον ἀπαρασάλευτον, δίδον εἰς τὸν προσκυνητήν τὴν εὐκαιρίαν παρακολουθήσεως μιᾶς γνησίας μοναστηριακῆς ἀκολουθίας.
Παρ’ ὅτι κτηριακῶς Μονή κατέχει ἀκόμη τὸν φρουριακό χαρακτῆρα της, ἐν τούτοις ὁλίγα ἀρχιτεκτονικά στοιχεῖα παραμένουν ἐκ τοῦ παρελθόντος, ἐνοἷς οἱ δύο ἐκ τῶν τριῶν πύργων καὶ ἑξωτερική παλαιά πύλη.
Εἰς τὸ προαύλειο δεσπόζει τὸ διόροφο κτίριο τοῦ γουμενείου, κτισθέν ἑ πί τοῦ μακαριστοῦ ἐπισκόπου Ἀρκαδίας Βασιλείου διὰ ἐπισκοπικό μέγαρον τῆς ἐπισκοπῆς Ἀρκαδίας, πράγμα τὸ ὁποῖον τελικῶς δὲν ἔγινε.
Ἐν τ ῇ Μονῇ φυλάσσονται πολυτιμώτατος σταυρός περιέχων τίμιο Ξύλον καὶ λείψανα 22 Ἁγίων ἐνοἷς τὸ μεγαλύτερο τεμάχιον τῆς δεξιᾶς τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, δευτέρου προστάτου τῆς Μονῆς, καὶ τῶν μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους, μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος, Ὁσιομάρτυρος Παρασκευῆς καὶ ἑτέρων πολλῶν. Θαυμασμό ἑπίσης προκαλεῖ τὸ σκευοφυλάκειον τῆς Μονῆς φυλάσσον πλῆθος ἀργυρῶν καὶ ἀργυρεπιχρύσων λειτουργικῶν σκευῶν, χρυσοκεντήτων καὶ χρυσοϋφάντων ἀμφίων, φορητῶν εἰκόνων διαφόρων μεγεθῶν καὶ ἱστορικ ῶν κειμηλίων ὅπως τὸ φιρμάνι τοῦ Μωχάμετ τοῦ 2ου.
Ἡ μεγάλη βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς διαθέτει πλῆθος παλαιοβυζαντινῶν χειρογράφων ὅπως τῆς Ἁγίας Γραφῆς, συναξαριστῶν καὶ ἀκολουθιῶν, Ἑλλήνων φιλοσόφων, βυζαντινῆς μουσικῆς καὶ πολλές σπάνιες ἐκδόσεις.
Ἐκ τῶν δεκάδων μετοχίων ποὺ κατεῖχε παλαιότερον Μονή, σήμερον διαθέτει μόνον ἕνα (1) παρεκκλήσιον πρὸς τιμήν τῶν ὁσίων Πατέρων τῶν ἐν Κουδουμᾷ καὶ τέσσαρα (4) ἐξωκκλήσια πρὸς τιμήν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ , τῶν Ἀρχαγγέλων, τοῦ Ἁγ. Νικολάου καὶ τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς.
Πηγή: apostoliki-diakonia.gr