Δεν ήταν λίγες οι φορές που μούσκεψε το μαξιλάρι τα βράδια από τα δάκρυα.
Ούτε οι φορές που κοιμήθηκε νηστική. Ποιος να πρωτοφάει;
Στο τσουκάλι λίγο το φαί και τα στόματα πολλά..
Με έναν άντρα άρρωστο χωρίς δουλειά αυτή. Πέντε παράδες στο σπίτι δεν μπαίνανε. Τα παιδιά μικρά κι οι ανάγκες πολλές.
Τα πεθερικά της γέροι άνθρωποι τι να σου κάνουν..
Ήθελαν να βοηθήσουν αλλά δεν είχαν τον τρόπο. Το μεγαλύτερό της παιδί ήταν κορίτσι. Στα δεκατέσσερα περπατούσε κι ήταν πανέξυπνο!! Τ άλλα τρία μικρότερα.
Ανά χρόνο έκανε κι ένα..
Δεκατεσσάρων μα είχε μυαλό μεγάλης γυναίκας η Γιαννούλα της!!
Είχαν αρχίσει τα προξενιά απ τα δεκατρία της και δεν τα δεχότανε. Στον άντρα της δεν έλεγε κουβέντα…αλλά ούτε και στα πεθερικά της για τα προξενιά.
Να παντρέψει την κόρη της μικρή δεν το’ θελε.
Είδε και την προκοπή της που την παντρέψανε στα δεκαπέντε και τώρα στα τριάντα της βρίσκεται με τέσσερα παιδιά μ έναν άντρα άρρωστο και δυο πεθερικά.
Τι έφταιγε κι αυτός ο άτυχος? Σάμπως ήθελε ν αρρωστήσει..
Οι γιατροί δεν του δίνανε πολύ ζωή αλλά δεν τους έκανε το χατίρι…Δεν έφευγε… αλλά δεν ζούσε κιόλας και κοντά του δεν ζούσανε και όλοι οι άλλοι.
Γι αυτό το έρμο το μαξιλάρι το μούσκευε κάθε βράδυ και το πρωί το’ βγαζε να στεγνώσει.
Τα’ βλεπε η πεθερά της όλα τούτα κι έλεγε στον άντρα της άτυχο το παιδί μας μα η νύφη μας ακόμα πιο άτυχη.
Νέα κι όμορφη να ξαπλώνει δίπλα σ έναν άντρα που δεν νιώθει τα πόδια και τα χέρια του που δεν μπορεί να κρίνει…και του στέκεται κυρία. Δεν έδωσε δικαίωμα σε κανέναν να πει το παραμικρό..
Με το που βγαίνει έξω από το σπίτι τα μάτια της τα’ χει χαμηλωμένα.. Σάμπως το’ θελε και κείνος να μείνει σακάτης…
Η Γιαννούλα μεγάλωσε. Έγινε δεκάξι και τα προξενιά όλα τα έδιωχνε η μάνα της. Δεν έχω εγώ κόρη για παντρειά έλεγε.
Στο διπλανό χωριό την έστελνε σε μια καλή μοδίστρα να μάθει την μοδιστρική ένα χρόνο τώρα.
Κι επειδή δεν είχαν λεφτά να την πληρώνουν καθόταν η Γιαννούλα μετά τα μαθήματα κι έκανε τις δουλειές του σπιτιού της μοδίστρας και δεν ήταν και λίγες…αφού εκείνη όλη την μέρα στο βελόνι και στη μηχανή σκυμμένη κι έφευγε μόλις νύχτωνε να πάει σπίτι της να βοηθήσει την μάνα της σ ό,τι δεν είχε προκάνει να κάνει.
Μια μέρα που έφτασε στο σπίτι άκουσε μια κουβέντα που είχε η μάνα της με την προξενήτρα.
Είναι καλός της έλεγε με περιουσία και λεβέντης!! Την είδε ρώτησε κι έμαθε για την κόρη σου και με στέλνει να τα κουβεντιάσουμε να τα βρούμε και να της λέει να της λέει μα εκείνη, δεν έχω κόρη για παντρειά της έλεγε.
Κι έφυγε η προξενήτρα άπραγη όπως και τόσες άλλες φορές.
Αφού φάγανε και πήγαν για ύπνο οι γέροι και τα μικρά, της λέει, μάνα να πεις στην προξενήτρα πως θα τον πάρω.
Θα τον πάρω να ξαλαφρώσεις και συ και να μπορέσω να βοηθήσω και τ αδέρφια μου αφού αυτός έχει περιουσία.
Δεν της πέρασε τούτη την φορά της μάνας και βρέθηκε η Γιαννούλα στα δεκαεφτά της παντρεμένη με την δική της θέληση κι απόφαση.
Δεν της πήγε άσχημα ο γάμος. Ο άντρας της καλός και προκομένος και τον αγάπησε όπως και κείνος.
Μοδίστρα τελειωμένη πια. Αυτή τη συμφωνία έκανε.
Θα σε παντρευτώ αφού τελειώσω την μοδιστρική μου.
Ανάγκη δεν το’ χεις της είπε αλλά αφού το θέλεις έτσι, έτσι θα γίνει κι έτσι έγινε.
Η καλύτερη μοδίστρα της περιοχής έγινε κι ας μην είχε ανάγκη να δουλέψει. Ο άντρας της όλα της τα είχε και με το παραπάνω!! Κι η Γιαννούλα ό,τι έβγαζε στην μάνα της τα έδινε κι ό άντρας της ετούτο το εκτίμησε πολύ και διπλά την αγαπούσε.
Μέχρι και γυναίκα της είχε να μην κουράζεται με τις δουλειές.
Μετά την μηχανή σου της έλεγε, με μένα να ασχολείσαι και γελούσε. Βοήθησε την μάνα της πολύ!!
Πεθάνανε οι γέροι. Έχασε και τον ανάπηρο πατέρα της, φύγανε και τ αδέρφια της να κάνουνε το σπιτικό τους.
Κι η Γιαννούλα πήρε την μάνα της κοντά της, στο σπίτι της να ζήσει κοντά τους να χαίρεται τα εγγόνια της και να γελάσει λίγο το χείλι της που έσταζε φαρμάκι μια ζωή.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που μούσκεψε το μαξιλάρι της από τα δάκρυα αλλά η ζωή της χρώσταγε γέλιο και χαρές και τις βρήκε κοντά στο προξενιό που δεν ήθελε…
Ελευθερία Λάππα
Χριστόφορος Κωτσάκης επιχρωματισμενη φωτογραφία
Πηγή: Ομφαλός της γης