Ὀνομάζομαι Μαρίνος Ν. Καρυπίδης. Τὸ χωριό μου εἶναι ἡ Λιγόρτυνος Μονοφατσίου. Εἶμαι 26 ἐτῶν. Τὴν Γερόντισσα Γαλακτία τὴν θεωρῶ σταθμὸ στὴ ζωή μου. Ἦταν ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμένα, ὅπως καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους. Ἂν μὲ ρωτήσει κάποιος, τί ἦταν ἡ Γερόντισσα Γαλακτία μὲ δύο κουβέντες, θὰ ἀπαντοῦσα: ἕνα μέγα φῶς τοῦ οὐρανοῦ στὴ γῆ! Ἔλαμπε ὁλόκληρη. Εἰδικὰ τὸ πρόσωπό της. Τὰ μάτια της ἦταν μοναδικά. Δὲν περιγράφεται αὐτὴ ἡ κατάσταση. Πρέπει νὰ τὴν ζήσεις. Οἱ ἐπισκέψεις μου πολλές, ὅπως καὶ οἱ ἐμπειρίες μου. Θὰ ἀναφέρω τὶς πιὸ σημαντικὲς γιὰ μένα.
Γνώριζε κάθε σκέψη καὶ κάθε πράξη μου. Μοῦ τὸ φανέρωνε ξεκάθαρα καὶ καταλάβαινα μόνο ἐγώ. Οἱ ἄλλοι ἄκουαν ἀσυναρτησίες. Τὸ ἴδιο ἔκανε σὲ ὅλους. Ὁ π. Ἀντώνιος ἔλεγε ὅτι αὐτὸ εἶναι γλώσσα τῆς Πεντηκοστῆς. Νὰ ἀκούει δηλαδὴ ξεκάθαρα αὐτὸς ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀκούσει καὶ οἱ ἄλλοι νὰ μὴν παίρνουν εἴδηση…
Ἡ τεράστια εὐωδία! Εὐωδίαζε, τόσο πολύ, ὥστε δὲν μποροῦσες νὰ πάρεις ἀνάσα. Ὅταν αἰσθανόμουνα ἐγὼ τὴν μοναδικὴ ἐκείνη εὐωδία, δὲν τὴν καταλάβαιναν οἱ ἄλλοι παρόντες. Καὶ ὅταν τὴν μύριζαν αὐτοί, δὲν τὴν μύριζα ἐγώ! Ἔφευγε ἡ εὐωδία καὶ ἐρχόταν, ὅταν εἴμασταν ἐκεῖ. Τὸ χέρι μου, ὅμως, ποὺ κρατοῦσε, εὐωδίαζε συνεχῶς μέχρι τὴν ἐπιστροφή μου στὸ χωριό. Ἔκανα μπάνιο καὶ πάλι μύριζε!
Εἶπε, κάποτε, τὸ παρατσούκλι τοῦ παπποῦ μου. Καὶ τόνισε νὰ μὴν ἀκολουθήσω ἕνα ἐλάττωμά του…
Εἶχα πάει πέντε καρπούζια. Κατέβηκα καὶ δὲν τὰ μετέφερα ἀμέσως. Δὲν εἶπα τίποτα. Ἡ γιαγιά, μόλις μὲ εἶδε, ἄρχισε νὰ μετρᾶ μέχρι τὸ πέντε. Ἔπειτα εἶπε: «νὰ σοῦ τὰ πληρώσουμε παιδί μου»!
Ἦταν ἡ πρώτη ἐποχὴ ποὺ εἶχα ἐξομολογηθεῖ. Ὁ πνευματικός μου, μοῦ εἶπε νὰ λέω τοὺς χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας ποὺ ἔχουν τεράστια δύναμη. Τοὺς ἀποστήθισα καὶ τοὺς ἔλεγα σχεδὸν ὅλη μέρα. Τὴν νύχτα, ὅμως, ἔβγαινα μὲ τοὺς φίλους μου καὶ πολλὲς φορές, ξενυχτούσαμε καὶ πίναμε μέχρι τὰ ξημερώματα. Πῆγα στὴ γιαγιὰ καὶ εἶπε μὲ ἀγάπη ἀλλὰ καὶ μὲ λίγο αὐστηρὴ φωνή: «ἄκου νὰ σοῦ πῶ. Ὄχι ὅλη μέρα «χαῖρε, χαῖρε, χαῖρε…» καὶ ὅλη νύχτα «πίνε, πίνε, πίνε…» δὲν ταιριάζουν αὐτὰ τὰ πράματα…».
Εἶχα πάει γιὰ μπάνιο μὲ φίλους μου, σὲ μία πολὺ καθαρὴ καὶ ἀπόμακρη παραλία στὴ νότια πλευρὰ τῆς κεντρικῆς Κρήτης, κοντὰ στὸ χωριό μου. Ὅμως, κάτι μεσολάβησε καὶ ἔφυγα. Παράτησα τὰ ἄλλα παιδιὰ ἐκεῖ. Ἡ ἐξέλιξη τοῦ πράγματος, γιὰ μένα, δὲν ἦταν καλή… ἡ εὐχὴ τῆς Γερόντισσας μὲ φύλαξε. Ἦταν παγίδα σατανική. Παρὰ λίγο νὰ ἁμαρτήσω σοβαρά. Ὅταν πῆγα στὴ γιαγιά, μοῦ ἐξιστόρησε τὰ πάντα καὶ μὲ μάλωσε! Εὐτυχῶς κατάλαβα μόνο ἐγώ. Ἐγὼ ἄκουα τὰ πάντα καθαρότατα καὶ οἱ ἄλλοι ἄκουαν ἀσυναρτησίες… θυμᾶμαι πῶς ξεκίνησε: «ἔφυγες προχθὲς ἀπὸ τὴν παρέα σου καὶ τὰ καθαρὰ νερὰ τῆς θάλασσας καὶ παρὰ λίγο νὰ πέσεις στὰ πηλά…» εἶπε, ὅσα ἔγιναν ἔπειτα…
Εἶχα πάει μαζὶ μὲ ἕνα ἐξάδελφό μου, ποὺ εἴχαμε μαλώσει πολὺ καιρό. Τότε εἴμασταν στὰ φιλιώματα. Μόλις μᾶς εἶδε, εἶπε: «δὲν θὰ ξαναμαλώσετε. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ θέλει ἀγάπη. Ὄχι ἔχθρες καὶ ἀντιδικίες»!
Εἶχα πάει σὲ τραπέζι στὴν Πόμπια, στὸ χωριὸ τῆς γιαγιᾶς. Δὲν μοῦ ἔκανε καλό, νὰ εἶμαι στὸ τραπέζι καὶ νὰ μὴν πάω κοντά της. Μὲ μαγνήτιζε σὰν μαγνήτης. Ὅταν πῆγα, ἦταν μεσημέρι. Ἦταν ἐκεῖ μόνο ἡ Ριρίκα. Ἔλεγε καὶ ξανάλεγε ἡ γιαγιά: «ὦ νὰ τὸ χαρῶ τὸ καμάρι μου. Ἔφηκε τὴν φαγοπιοτούρα καὶ ἦρθε νὰ μάσε δεῖ»!
Πήγαινα μὲ φίλους καὶ συνομηλίκους μου. Μαγνητίσθηκαν κι αὐτοὶ καὶ ἔγιναν συνειδητοὶ χριστιανοί. Τοὺς εἶπε τὰ πάντα! Ἕνας δὲν εἶχε ἐξομολογηθεῖ καὶ δὲν φοροῦσε σταυρό. Τοῦ εἶπε: «νὰ πᾶς νὰ πλυθεῖς κι ἐσὺ παιδί μου ἀπὸ πάνω (νὰ ἐξομολογηθεῖς ἐπάνω στὴν Ἁγία Εἰρήνη). Καὶ νὰ βάλεις κι ἐσὺ σταυρό»! Φορῶ, εἶπε αὐτός. Ἐν τῷ μεταξὺ δὲν φαινόταν τίποτα σὲ κανένα μας. Ὅ,τι φορούσαμε ἦταν κατάσαρκο. Μέσα ἀπὸ τὴν μπλούζα. «δὲ φορεῖς! ἀπάντησε ἡ γιαγιά, αὐτὸ ποὺ φορεῖς δὲν εἶναι σταυρός!». Ὄντως, φοροῦσε μία μεταλλικὴ εἰκονίτσα τοῦ Χριστοῦ δυτικῆς τέχνης…
Εἶπε σὲ μία κοπέλα ποὺ ἦταν τότε μαζί μας, ἕνα συγκλονιστικὸ οἰκογενειακὸ περιστατικὸ ποὺ τὴν εἶχε σημαδεύσει. Τὴν ἐνθάρρυνε πολύ! Δὲν θὰ ξεχάσω τὸ σὸκ καὶ τὰ κλάματα τῆς κοπέλας…
Κάποτε ἤμουν ἐκεῖ μέ ἕνα ἄλλο παιδί χωριανό μου. Βράδυ ἦταν. Ἔφτασε ἕνα νέο παλικάρι. Εἶχε ἔρθει ποδαρόδρομο ἀπό τίς Μοίρες πέντε χιλιόμετρα. Μόλις τόν εἶδε ἡ γιαγιά, ἄρχισε νά φωνάζῃ: «ὄχι παιδί μου! ὄχι παιδί μου! Μήν τό κάνεις…». Ἔπειτα εἶπε σ’ ἐμᾶς νά τόν πάρουμε μαζί μας καί νά τόν στηρίξουμε. Τόν ρωτήσαμε ἄν τοῦ συνέβαινε κάτι. Μᾶς εἶπε ὅτι ἦταν ἕτοιμος νά αὐτοκοτονήσῃ. Ἦταν πολύ προβληματική ἡ οἰκογένειά του καί ὁ ἴδιος τελείως μοναχός του. Ὅταν διαπίστωσε ὅτι ἡ Γερόντισσα εἶδε τήν πρόθεσή του ἔπαθε σόκ. Σόκ θετικό. Ἦρθε γιά νά δεῖ, ἄν θά τοῦ ἔλεγε κάτι…μιλήσαμε καί ἐμεῖς μαζί του, ὅπως μᾶς παράγγειλε ἡ γιαγιά καί τόν ἀφήσαμε σέ καλή κατάσταση.
Λίγο πρὶν τὸ θάνατό της, εἶδα ζωντανὸ ὄνειρο ὅτι ἦταν νεκρὴ στὸ φέρετρο. Ἦταν στὴ μέση του σπιτιοῦ της. Ἐμεῖς θρηνούσαμε πολύ….ξαφνικά, ζωντάνεψε, κάθισε σὲ μία καρέκλα καὶ εἶπε: «μὴ στενοχωρηθεῖτε γι’ αὐτὸ ποὺ θὰ γίνει σὲ λίγο διάστημα. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ ἔστειλε, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ καλεῖ κοντά Του! Πάντα μαζὶ θὰ εἴμαστε»! Ἔπειτα, ἔγινε πανέμορφη νέα τριάντα περίπου ἐτῶν! Μὲ ἕνα κατακόκκινο φόρεμα, ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό! Ρώτησα καὶ μοῦ ἐξήγησαν Ἁγιορεῖτες, ὅτι ἔτσι ἐμφανίζονται οἱ παρθένοι Ἅγιοι ὅταν φεύγουν. Μὲ κόκκινη ζώνη στὴ μέση, ὅπως εἶδε ὁ Γέροντας Γαβριὴλ ὁ Διονυσιάτης τὸν Γέροντα Ἀρσένιο τὸν Σπηλαιώτη μὲ κόκκινο ροῦχο!
Ἡ γιαγιὰ θεράπευε συνέχεια ἀρρώστους. Ὅποιος πήγαινε, ἔβλεπε τί εἶχε καὶ τοῦ τὸ ἔλεγε. Τοῦ τραβοῦσε κάτι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο καὶ ἔκανε κίνηση καὶ τὸ πέταγε. Φυσικὰ οἱ ἄλλοι δὲν ἔβλεπαν τίποτα. Κάποτε ἔφερε μία γυναίκα ἀπὸ τὶς Μοῖρες ποὺ βοηθοῦσε ἐκεῖ τὰ βράδια, μία νέα γυναίκα. Τὴν βρῆκε στὴν Καλυβιανή. Εἶχε ἐπιθυμία νὰ γνωρίσει τὴν γιαγιά. Ἡ κοπελιὰ αὐτὴ εἶχε καρκίνο στὸ στῆθος. Ἦταν λογοστεμένη καὶ τὴν ἄφησε ὁ ἀρραβωνιαστικὸς της ἐπειδὴ ἀρρώστησε. Ὁ καρκίνος πῆγε μετὰ στὴν κεφαλή. Ἡ γιαγιά, μόλις τὴν εἶδε, τῆς εἶπε: «Παναγία μου παιδί μου, καρκίνους ποὺ θωρῶ στὴν κεφαλή σου! Σκύψε νὰ σοῦ τσὴ βγάλω…» ἄρχισε νὰ σταυρώνει τὸ κεφάλι της καὶ νὰ τραβᾶ τὰ μαλλιά της. Περιττὸ νὰ πῶ ὅτι ἡ κοπέλα τώρα εἶναι ὑγιέστατη! Τὴν μάνα τῆς κοπέλας αὐτῆς, τὴν θεράπευσε ἡ γιαγιὰ στὸ μάτι ποὺ εἶχε μεγάλο πρόβλημα. Ἡ γιαγιὰ ἐπιδροῦσε παντοῦ ἀλλὰ θεωρῶ ὅτι εἶχε πνευματικὴ δύναμη ἰατρική, στὸν καρκίνο καὶ στὰ μάτια!
Ξέρω ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέρω μὲ κάθε εἰλικρίνεια καὶ ποὺ εἶναι γεγονότα ποὺ ἔχω ζήσει, κάποιους θὰ τοὺς ἀγριέψουν. Αὐτό μοῦ δίνει πολλὴ χαρά. Γιατί, ὅσο αὐτοὶ θὰ βρίζουν καὶ θὰ ἀμφισβητοῦν, τόσο ἡ Γερόντισσα θὰ μεγαλύνεται! Θὰ θριαμβεύει! Ἀλλοίμονο, ἂν εἰδικὰ στὴν ἐποχή μας, τὰ πίστευαν αὐτὰ ὅλοι. Ἂν εἶχε τὸ 100% μαζί της, θὰ τὴν ἀκολουθοῦσαν καὶ οἱ ἀρνητὲς τῆς πίστης καὶ οἱ ὀλιγόπιστοι καὶ ὁ ὑπόκοσμος καὶ οἱ παθιασμένοι χριστιανοί.
Ἐγώ, σὰν τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, λέω μὲ ὅρκο, στοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Πιλάτους: «Ἕνα ξέρω, ὅτι πρὶν ἤμουν τυφλός. Αὐτὴ ἡ γιαγιά μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου! Ξέρω, ὅτι αὐτὰ ποὺ ἔγραψα τὰ ἔζησα. Τώρα τὰ ὑπόλοιπα, σᾶς τὰ χαρίζω». Ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὄρος ποὺ τοῦ εἶπα αὐτό, μοῦ εἶπε: «νὰ τοὺς λὲς αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιὰ τὰ βιώματά του. «Λόγω παλαίει πᾶς λόγος. Βίω δὲ τίς;». Κάθε ἐπιχείρημα δηλαδή, μπορεῖ νὰ τὸ ἀναιρέσει ἕνας ἄλλος λόγος. Ποιὸς λόγος, ὅμως, μπορεῖ νὰ ἀναιρέσει αὐτὸ ποῦ ζήσαμε; Αὐτὸ ποὺ εἴδαμε; Αὐτὸ ποὺ γευθήκαμε; Αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε; Αὐτὰ δὲν εἶναι ἰδέες καὶ προγράμματα καὶ σχεδιασμοὶ καὶ σκέψεις καὶ φαντασίες καὶ θεωρίες καὶ ἐξηγήσεις καὶ ἕνα σορὸ ἄλλα πράγματα. Εἶναι μνῆμες ὁλοζώντανες. Βιωματικά. Πῶς νὰ ἐκφρασθῶ; Ἕνας γνωστός μου, εἶπε σὲ κάποιον θρησκόληπτο καὶ παθιασμένο, ποὺ βρίζει μὲ ἀφροὺς στὸ στόμα τὴν Γερόντισσα: «δηλαδὴ λέω ψέματα; Ἢ νὰ θεωρήσω τρελὸ τὸν ἑαυτό μου ἐπειδὴ βολεύει ἐσένα»; Τοῦ ἀπάντησε, ὅτι βλαστημᾶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὅτι θέλει ἐξέταση ψυχιατρική. Καὶ ὁ φίλος μου, τοῦ εἶπε: «ἐσὺ θὲς ἐπέμβαση ἐξορκιστική».
Κλείνοντας λέω ὄχι. Δὲν μποροῦμε αὐτὰ ποὺ ζήσαμε νὰ μὴν τὰ ποῦμε. Ἔκλαιγε ἡ ψυχή μου, τότε ποὺ ἔφυγε ἡ Γερόντισσα! Εἰλικρινά! Τώρα θὰ κελαηδεῖ τὸ στόμα μου μὲ ὁποιοδήποτε κόστος.
Τελειώνω μὲ μία μαντινάδα ποὺ τῆς ἔγραψε στὴν κηδεία της, ἕνας μουσικός, ποὺ εἶναι φίλος καὶ ἀδελφὸς ἀπὸ τὶς Μέλαμπες Ρεθύμνου καὶ ἐκφράζει αὐτὸ ποὺ ἡ γερόντισσα ἦταν γιὰ ὅλους μας:
Ἤσουν ἡ τρίτη μας γιαγιά,
ἡ δεύτερή μας μάνα,
ποὺ σ’ ὅλους ἔδωσες πολλὰ
καὶ δὲν ἐπῆρες πράμα.
Τὴν εὐχή της νὰ ἔχει ὅλος ὁ κόσμος.
Πηγή: orthodoxia.gr