Γράφει ο Γιώργος Χουστουλάκης*
(Συνέχεια μαρτυρίας του Μαραγκομύρο 17 ετών τότε)
Ποιος ήταν ο περιβόητος διερμηνέας, ο επονομαζόμενος «Μαγιάς» ή «Μαγιάσης»;
Τον Μαγιάση ο κόσμος της Μεσαράς χάριν απλότητας τον έλεγε τότε και «Μαγιά», και ήταν άνθρωπος ο οποίος έπαιζε ρόλο διερμηνέα των Γερμανών. Υπήρξε στη πραγματικότητα δοσίλογος της Γκεστάπο στη κατοχή. Ήταν Έλληνας, μάλιστα λέγανε πως ήταν καταγωγής από Μικρά Ασία, που όμως μεγάλωσε στη Κέρκυρα, αλλά υπηρέτησε τα συμφέροντα των Γερμανών στη Κρήτη αλλά φυσικά και τα δικά του! Αυτός ο άνθρωπος ήταν το «δεξί χέρι» των Γερμανών, και πασίγνωστος στα χωριά της Μεσαράς.
Φημολογείται ότι σαν συνεργάτης των γερμανών, ήταν χειρότερος και από τους ίδιους τους Γερμανούς! Ήταν δηλαδή ότι ήταν οι Έλληνες γενίτσαροι επί τουρκοκρατίας. Αυτός ήταν αιτία και πολλοί στήθηκαν στον τοίχο και τουφεκίστηκαν από τους Γερμανούς. Είχε αμέτρητες αντιδικίες, είχε ανακατευθεί σε πολλά φονικά, και φυσικά είχε προσωπικά καθαρίσει και ο ίδιος κάμποσους. Δεν μπορούσε όμως κανείς να τον καταδικάσει με τον νόμο, ή να τον βλάψει με τον άλφα ή βήτα τρόπο ώστε να τον βάλει φυλακή για τις «εν ψυχρώ» δολοφονίες του. Ακόμα και αν κάποιος τον πήγαινε κατηγορούμενος στις δικαστικές αίθουσες, τις τελικές αποφάσεις τις έπαιρναν πάντα οι ίδιοι οι Γερμανοί! Έτσι φυσικά κατάφερνε και παρέμενε ες αεί ατιμώρητος!
Το άσχημο τέλος του Μαγιά
Όμως όλες αυτές οι υπηρεσίες του προς τους Γερμανούς, στο τέλος δεν του βγήκαν σε καλό! Κάποτε ο Μαγιάς είχε σκοτώσει και κάποιον Ανωγειανό, και το δικαστήριο έγινε στο Ηράκλειο το 1947, όταν πλέον είχαν αποχωρήσει όλοι οι Γερμανοί τελείως από την Κρήτη. Στο δικαστήριο πήγε και ο Ανωγιανός, ο αδερφός του σκοτωμένου, για να εκδικαστεί ο Μαγιάσης για το φόνο του αδερφού του Γιώργη Βρέντζου ή Τηγανίτη, ο αδερφός του ήταν παρών και είχε δει το φονικό αφού ήταν μπροστά. Έτσι πήγε και αυτός σαν μάρτυρας κατηγορίας εναντίων του Μαγιά. Για να μπει κάποιος βέβαια στη δικαστική αίθουσα, και τότε γινόταν σωματικός έλεγχος για τυχόν όπλα ή μαχαίρια που κάποιος θα έφερε πάνω του. Ο αδερφός του σκοτωμένου όμως πριν πάει, είχε κρύψει στο στιβάνι του ένα μαχαίρι. Ωστόσο παρ όλο που του έγινε σωματικός έλεγχος, κατάφερε τελικά και πέρασε μέσα στο δικαστήριο μαζί με αυτό! Αφού μπήκε στο χώρο του δικαστηρίου, πήγε αμέσως στη τουαλέτα, έβγαλε το μαχαίρι από το στιβάνι του και το έκρυψε στη μέση του, αλλά με τέτοιο τρόπο που να μη φαίνεται!
Όταν ήρθε η σειρά του να μιλήσει σαν μάρτυρας κατηγορίας εναντίων του Μαγιά, τον φωνάζει ο πρόεδρος να πάει μπροστά και τον ρωτάει:
-Για πες μας μάρτυς, εσύ τι ξέρεις για το περιστατικό?
-Μα για αυτό ήρθα κύριε πρόεδρε! Για να σας τα πω όλα «με το νι και με το σίγμα»!
-Μάρτυς, κάνε μας εδώ μια αναπαράσταση λεπτομερώς , πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, τι ακριβώς είδες, για να μας δώσεις να καταλάβουμε και εμείς!
-Θα σας τα πω με κάθε λεπτομέρεια κύριε πρόεδρε, όπως ακριβώς έγιναν και τι είδανε τα μάθια μου! Κοιτάξτε με καλά με προσοχή, και θα δείτε με τα μάθια σας πώς ακριβώς ο Μαγιάς σκότωσε με το μαχαίρι του τον αδερφό μου.
Ας πούμε δα πως ο Μαγιάς είναι ο αδερφός μου…( Πάει κοντά στον Μαγιά)
Να, που λέτε τον έπχιασε ετσέ λογιώς, τον εβούτηξε από ‘παδά απ τσοι ώμους, (και σαν παράδειγμα αρπάζει το Μαγιά από τον ώμο)!
Στη συνέχεια κύριε πρόεδρε, πάει το χέρι του στη μέση του, κάνει ετσέ, και βγάνει το μαχαίρι του, να έτσι! (βγάζει και εκείνος σαν αστραπή το μαχαίρι του…)
Και τάκα – τάκα κύριε πρόεδρε του καθίζει το μαχαιρίδι επαέ ακριβώς στη καρδιά , ετσέ λογιώς! ( Μαχαιρώνει τον Μαγιά μπροστά σε όλο το δικαστήριο)!
Λέγοντας τα τελευταία λόγια, και με πεσμένο κάτω και μαχαιρωμένο τον Μαγιά, ορμά σαν σαίτα προς το παράθυρο, τους ξεφεύγει, πηδά κάτω και φεύγει!
Μέχρι να καταλάβουν καλά – καλά οι δικαστές και η φρουρά του δικαστηρίου τι έγινε , εκείνος πηδώντας από το παράθυρο και έτρεξε στο δρόμο! Λένε πως ίσως έσπασε το πόδι του, αλλά πάντως μέχρι να κακοβάλει η φρουρά του δικαστηρίου καλά – καλά και να βγάλει τα όπλα να τον κυνηγήσουν, εκείνος ήδη είχε στρίψει σε κάποιο στενό και χάθηκε μέσα στο Ηράκλειο!
Άλλοι πάλι λένε πως δεν διέφυγε από το παράθυρο, αλλά παραδόθηκε στη φρουρά του δικαστηρίου. Το σίγουρο είναι πάντως πως κάποια στιγμή πράγματι παραδόθηκε στην αστυνομία, αλλά ωστόσο έτυχε ευνοϊκής μεταχείρισης του δικαστηρίου. Λένε επίσης πως σε αυτό το δικαστήριο καταδικάστηκαν και Γερμανοί ανώτατοι αξιωματικοί όπως ο στρατηγός Μύλερ κα άλλοι, όπου παραπέμφθηκαν σε δίκη στο ανώτατο δικαστήριο στην Αθήνα.
Oι «φωτιές» του Ψηλορείτη!
Τα συμμαχικά εγγλέζικα αεροπλάνα στη κατοχή κατόπιν συνεννόησης με τις ομάδες του Πετρακογιώργη, έριχναν τα εφόδιά τους με αλεξίπτωτα σε συγκεκριμένο μέρος στην περιοχή της Ίδας. Θα τα έριχναν κάθε φορά την συγκεκριμένη βραδιά της προ-συνεννόησης στη περιοχή αυτή, αφού πρώτα οι αντάρτες θα είχαν ανάψει πολλές μικρές φωτιές κυκλικά. Τις φωτιές αυτές έβλεπαν συνήθως από τα συμμαχικά αεροπλάνα οι πιλότοι, και εκείνοι μετά έπρεπε να τα ρίξουν τα εφόδια με τα αλεξίπτωτα ανάμεσα στις φωτιές του κύκλου, δηλαδή στο κέντρο. Μόλις οι αεροπόροι θα έβλεπαν λοιπόν κάπου να ανάβουν πολλές φωτιές τη νύχτα στη περιοχή, τα αεροπλάνα τους θα έριχναν ανάμεσα τους τα κιβώτια με τα εφόδια!
Φυσικά θα ήταν εκεί και οι ίδιοι οι αντάρτες με τα μουλάρια να τα παραλάβουν.
Μια βραδιά όμως έτυχε να είναι Μ. Παρασκευή, και οι Εγγλέζοι αεροπόροι διέσχιζαν νύχτα τη Μεσαρά και κοίταζαν κάτω για τις φωτιές. Έλα όμως που δεν ήξεραν καλά την περιοχή, μπορεί και η κακή ορατότητα, μπέρδεψαν τελικά τις φωτιές με το φως που έκαναν τα κεριά στους Επιτάφιους στα γύρω χωριά, Μοίρες Γαλιά, Μονόχωρο, Βρέλη, Απόλυχνο, και έτσι μπερδεύτηκαν, τα πέρασαν για φωτιές, και έριξαν τα εφόδια στο κέντρο που ήταν από πάνω από του Κουκή το Μύλο μέχρι τις Παχιές! Κοντά στο Μονόχωρο δηλαδή αλλά νοτιοανατολικά. Εκεί υπήρχε ένα ίσωμα γεμάτο σπαρτά. Ο κόσμος τότε ήταν στις εκκλησίες και παπάς (παπά Γιάννης) στη Γαλιά έψαλλε τον Επιτάφιο. Κάποιοι άκουσαν τον βόμβο των αεροπλάνων, αλλά αμέσως κατάλαβαν πως ήταν εγγλέζικα από το χαρακτηριστικό τους θόρυβο. Τα γερμανικά αεροπλάνα έκαναν διαφορετικό θόρυβο.
Είδαν τα αλεξίπτωτα να πέφτουν, και νόμισαν πως έριχναν αλεξιπτωτιστές οπλισμένους, και σχεδιάζουν κάποιο σαμποτάζ, για να χτυπήσουν τους Γερμανούς στις Μοίρες!
Γρήγορα διαπίστωσαν όμως πως δεν πρόκειται για σαμποτάζ, ούτε και ήταν Εγγλέζοι στρατιώτες στα αλεξίπτωτα που έπεφταν, αλλά κάτι κυλινδρικά ξύλινα κουτιά, που είχαν μέσα εφόδια!
Αμέσως «Έριξαν σύρμα» στην εκκλησία, και πολλοί πήγαν για να ψάχνουν για αυτά τα κουτιά!
Στην εκκλησία έμεινε μονάχα ο παπάς και δυό τρείς άλλοι!
Ήταν η εποχή που η περιοχή είχε πολλά σπαρτά τα οποία είχαν αρχίσει να κιτρινίζουν, και αυτό έκανε εύκολη την ορατότητα των κιβωτίων, με αποτέλεσμα μέσα σε μια δυό ώρες να έχουν βρεθεί όλα τα βαρελάκια από τους κατοίκους του χωριού! Κάποιοι έπαιρναν μια πέτρα και προσπαθούσαν να τα σπάσουν να δούνε τι περιέχουν. Αυτά βέβαια άνοιγαν από τη μέση με μηχανισμό. Στην πραγματικότητα περιείχαν άρβυλα, ιματισμό, διάφορα ρούχα κλινοσκεπάσματα, τρόφιμα, αλεύρι, δύο γεννήτριες, λάμπες φωτισμού, λάμπες ασυρμάτου, καθώς και ανταλλακτικά, και προοριζόταν για την ομάδα του Πετρακογιώργη. Κάποιοι τα παρέδωσαν αμέσως στη Γαλιανή ομάδα, και κάποιοι κυρίως φτωχοί τα κράτησαν στα σπίτια τους.
Τότε ο υπεύθυνος της ομάδας στη Γαλιά ο Γιάννης Νικολακάκης (Νικολακογιάννης) τους μίλησε σε όλους και τους είπε να τα παραδώσουν αμέσως, γιατί δεν τους ανήκουν.
Αυτά, τους είπε, είναι για τους αντάρτες που βοηθούν για την ελευθερία του τόπου. Πράγματι τα φέρανε και κράτησαν μονάχα το πανί από τα αλεξίπτωτα, με τα οποία οι γυναίκες έφτιαχναν μετά φουστάνια ή πουκάμισα για τους άνδρες.
Εκείνο το βράδυ της Μ. Παρασκευής τα κρύψανε στην αχυρώνα του Δράκο στα Δρακακιανά. Την επομένη του Μ. Σαββάτου, φόρτωσαν τα εφόδια σε πέντε – έξη γερά μουλάρια και τα πήγαν από κρυφά μονοπάτια στη τοποθεσία «Αγκαβανιά» κοντά στο Μεσίσκλι, όπου εκεί είχαν κονάκι οι Κρομμύδηδες. Τα παρέλαβε ο ίδιος ο Κρομμυδογιάννης, και έφυγε την ίδια ώρα να τα πάει στους αντάρες στο βουνό.
Ο Κρομμυδογιάννης έμενε μόνιμα σον Αγκαβανιά, και η θέση του ήταν δύσκολη, γιατί είχε οικογένεια, παιδιά, και παρ’ όλα αυτά, με μεγάλο κίνδυνο, έμπαινε στη διαδικασία πολλές φορές και ανέβαζε εφόδια στους αντάρτες. Επ’ ουδενί όμως δεν έπρεπε να μείνουν σπίτι του τα εφόδια αυτά, γιατί αν τα ανακάλυπταν οι Γερμανοί θα τους σκότωναν όλους!
Να με τι ανθρώπους είχαν να κάνουν οι Γερμανοί, για αυτό και ηττήθηκαν! Ση κυριολεξία από μια «φούχτα» ανθρώπους που ήταν όμως όλοι τους παλληκάρια!
Κι αν δεν ήταν οι προδότες, τα χάλια των Γερμανών θα ήταν πολύ περισσότερα!
Μαρτυρίες του Αλέκο Φανουράκη (λαουτιέρη)
«Θυμούμαι και εγώ τα αλεξίπτωτα και το μεγάλο μπλόκο στη Γαλιά»
– Θυμούμαι που ήμουν στου Χρονογιώργη τη Παπούρα, και εθώρουνα από ‘κειά καθαρά τα αεροπλάνα που έριχναν βόμβες στο αεροδρόμιο στο Τυμπάκι. Μετά από μερικές μέρες, με πήρε ο πατέρας μου ο Κανόνης (Δημήτρης Φανουράκης), μαζί με το σύντεκνο του Λυκούργο και πήγαμε με τσοι γαιδάρους στο Τυμπάκι να ιδούμε από κοντά τα αεροπλάνα.
Περνώντας έξω από το αεροδρόμιο στο Τυμπάκι, και στην άκρη του δρόμου, ήτανε ένα αεροπλάνο των Γερμανών πεσμένο. Πιο κάτω ήταν και ένα άλλο αεροπλάνο πεσμένο κι αυτό, αλλά μικρότερο. Πάει ο Λυκούργος και το κούναγε πέρα δώθεν το μεγάλο αυτό αεροπλάνο, μήπως πέσει, μια και ήστεκε όρθιο στις δυό ρόδες!
Στη συνέχεια πήγαμε μέχρι τη θάλασσα του Κόκκινου Πύργου, κάναμε ένα μπάνιο, και μετά φύγαμε. Θυμούμαι και στο χωριό μας συμμαχικά αεροπλάνα, να ρίχνουν με αλεξίπτωτα τρόφιμα και ένα ασύρματο και πέσανε στη περιοχή «Παχιές».
Αυτό το υλικό που ρίξανε, το μάζεψαν και το πήραν στο σπίτι τους, οικογένειες πατριωτικών οργανώσεων της Γαλιάς, τα κρύψανε για να τα παραδώσουν στους αντάρτες για να τα αξιοποιήσουν. Τα πανιά από τα αλεξίπτωτα, θυμάμαι πως οι γυναίκες τα έκαναν κυρίως φουστάνια για τα κορίτσια.
Μια άλλη φορά θυμάμαι που οι Γερμανοί, μάζεψαν τους Γαλιανούς για συγκέντρωση στο χωριό, και όσους έβρισκαν εδώ και εκεί τους μάζευαν με την απειλή των όπλων. Πέρασαν και από μας στο Φτεριά στη καλύβα μας και πήραν τους γονείς μου τα αδέρφια μου.
Πήρανε και μένα μικρό παιδί και μας πάνε όλους μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Στο δρόμο μου λέγανε μερικοί:
-Φύγε μπρέ Αλεκάκι, μα εσένα δε σου κάνουνε πράμα γιατί είσαι κοπέλι!
Μα έλα που εγώ φοβόμουν μη με σκοτώσουν και δεν έφευγα!
Μετά από κάμποσες ανακρίσεις για αρκετές ώρες, και αφού μας πήγαν στο παλιό σκολειό, μας άφησαν ελεύθερους.
Τα μεγάλα κοπέλια και κάποιοι νεαροί πήγαιναν με τα πόδια ή με το γάιδαρο στο Τυμπάκι, και μάζευαν χάλκινους κάλυκες από τις οβίδες, που τις πουλάγανε και παίρνανε λεφτά.
Μάζευαν επίσης και τις σκασμένες μπόμπες (φωτογραφία), που τις έφερναν στο σπίτι, και τις είχαν αργότερα τα περισσότερα σπίτια της Γαλιάς. Τις σκασμένες μπόμπες αυτές τις χρησιμοποιούσαν σαν αμόνια για να ισιώνουν τα σίδερα, ή σαν μέγγενη για να τα λυγίζουν σιδερένιες βέργες ανάμεσα στις οξείες γωνίες που κάνουν τα σκασμάδα της βόμβας.
Η σκασμένη μπόμπα στο σπίτι ήταν σπουδαίο εργαλείο, για πολλώ λογιώ δουλειές, ακόμα τη χρησιμοποιούσαν και σαν κύλινδρο να πατεί το χώμα, να σπάνε πάνω καρύδια, αλλά ήτανε και ευκαιρία τα παιδιά να ρωτάνε για την ιστορία τους, και έτσι μα μαθαίνουν κι αυτά.
Έρευνα των Γερμανών σε σπίτια στη Γαλιά
Μια μέρα, συνεχίζει τη διήγησή του ο Αλέκος Φανουράκης, ήρθαν πάλι οι Γερμανοί στη Γαλιά και κάνανε εφόδους. Είχαν κάποια πληροφορία από κάποιο πληροφοριοδότη τους, ότι κάποιοι Γαλιανοί είχαν κρυμμένους δύο Άγγλους συμμάχους, και ήρθαν στο χωριό για εξακρίβωση. Υπήρχαν πράγματι δύο Άγγλοι στο χωριό, και αυτούς τους είχε κρυμμένους στο σπίτι του ο πατέρας μου ο Κανόνης (Δημήτρης Φανουράκης). Στο χωριό ήταν εκείνο το βράδυ και η Νίκη Καλαϊτζάκη από τον Πλάτανο Αμαρίου, που επειδή έζησε πολλά χρόνια στα Χανιά την έλεγαν στη Γαλιά και «Χανιώτισα». Επειδή πάλι παντρεύτηκε τον Billy ένα Αυστροαμερικάνο, τη λέγανε και «Αμερικάνα»! Ήταν αδερφή με του Κανόνη τη γυναίκα τη Κυριακή.
Ήταν ένας πραγματικά αξιόλογος άνθρωπος, πανέξυπνη, φιλότιμη και μορφωμένη.
Ήταν επίσης καλή πατριώτισσα, και βοήθαγε όσο μπορούσε στην αντίσταση, αλλά βοήθαγε τους φτωχούς και μετά που έφυγαν οι Γερμανοί. Πολλοί φτωχοί και κυρίως παιδιά φτωχά φόρεσαν ρούχα και παπούτσια χάριν αυτής της γυναίκας Δεν έκανε κοινωνικές διακρίσεις, καθ’ ότι η ίδια δεν είχε παιδιά. Έκανε παρέα με όλες τις κοινωνικές τάξεις, πλούσιους και φτωχούς. Κάποιες δε φτωχές οικογένειες τις έστειλε στην Αμερική, και με τις γνωριμίες της τους βρήκε δουλειά. Ο Θεός να την αναπαύσει..
Η Νίκη είχε βοηθήσει να κρύβουν αντάρτες ή Άγγλους μέχρι να τους περάσουν στα νότια παράλια και να διαφύγουν. Βοηθούσε στη συγκέντρωση τροφίμων για τους συμμάχους, αλλά και για τους αντάρτες. Περισσότερο βοήθησε λόγω που ήξερε άπταιστα τα γερμανικά και αγγλικά, και μπορούσε να συνεννοηθεί και με Γερμανούς και με Εγγλέζους. Όλο το χωριό χρωστά πολλά σε αυτή τη γυναίκα.
Έμαθε λοιπόν η Χανιώτισσα ότι έρχονται οι Γερμανοί στο χωριό, με σκοπό να ψάξουν για τους δύο Άγγλους. Ήξερε εκ των προτέρων πως ήταν κρυμμένοι στο σπίτι του κουνιάδου της του Κανόνη, και πήγε κατευθείαν εκεί και περιμένανε όλοι μαζί τους Γερμανούς.
Πρόλαβε όμως ποτού έρθουν και πήρε τους δύο Άγγλους από το σπίτι του Κανόνη, και τους ανεβάζει γρήγορα από ένα σκαλάκι του γείτονα του Λυκούργο, τους περνά από τη ταράτσα του σπιτιού του, και κατεβαίνουν από τη πίσω πλευρά από του Φανουρομανώλη το σπίτι, και χωρίς να περάσουν από το δρόμο και τους δουν, τους πήγε και τους έκρυψε στο στάβλο του Κανόνη. Εκεί ήταν κάποτε φάμπρικα, αλλά εκεί κατάφερε και έκρυψε μια χαρά τους Εγγλέζους, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από κανέναν! Παρήγγειλε στους Άγγλους η Χανιώτισσα με τα άπταιστα αγγλικά της, να μείνουν εκεί ακίνητοι μέχρι να φύγουν οι Γερμανοί, οπότε και θα τους φωνάξει να βγούνε έξω. Γύρισε μετά στο σπίτι του Κανόνη και περίμενε τους Γερμανούς.
Ήρθαν λοιπόν κάποια στιγμή και οι Γερμανοί στη γειτονιά, και η Χανιώτισσα μπορούσε να τους μυριστεί από αρκετά μακριά, και μόνο από τη μυρωδιά των τσιγάρων τους! Τα τσιγάρα των Γερμανών είχαν ιδιαίτερη μυρουδιά, και μονάχα η Χανιώτισσα μπορούσε από αρκετά μακριά να τα μυρίσει!
Μπήκαν λοιπόν μέσα στο σπίτι του Κανόνη οι Γερμανοί, και απαίτησαν να τους πούνε που είναι η Άγγλοι.
Η Χανιώτισσα τους είπε πως δεν υπάρχουν Άγγλοι, και τους είπε αν θέλουν ευχαρίστως να ψάξουν όλο το σπίτι! Tους τόνισε όμως πως άδικα θα έψαχναν, γιατί δεν υπάρχουν στο σπίτι Άγγλοι! Οι Γερμανοί δεν τη πίστεψαν, και αρχίσανε και ψάχνανε εδώ και εκεί, σε όλους τους χώρους του σπιτιού το Κανόνη! H Xανιώτισσα έκανε τον διερμηνέα των Γερμανών, και προθυμοποιήθηκε μάλιστα να τους βοηθήσει ακόμα και στο να ψάξουν μαζί όλους τους χώρους!
Ωστόσο όμως της κόβει της Χανιώτισσας πριν ακόμα αρχίσουν καλά – καλά να ψάχνουν, και λέει του Λυκούργο που ήταν γείτονας και συντέκνοι με τον Κανόνη:
-Πετάξου Λυκούργο, μέχρι του Δρουγκοστελιανού το καφενείο να πάρεις μια συκωταριά να τους τη τηγανίσω τάκα – τάκα τω Γερμανώ, μπας και τούς ξεγελάσουμε!
Πάει όντως ο Λυκούργος και φέρνει τη συκωταριά. και όση ώρα οι Γερμανοί έψαχναν εξονυχιστικά όλους τους χώρους, η Κυριακή η Κανόνενα είχε αναλάβει να τηγανίζει τη σηκωταριά, και σε λίγο ήταν έτοιμη και μοσχομύριζε! Οι Γερμανοί ήδη είχαν ερευνήσει και τα δύο σπίτια λεπτομερώς, και του Κανόνη, αλλά και του Λυκούργο αλλά μάταια! Μόλις όμως στους Γερμανούς τους μύρισε το τηγανητό συκωτάκι, και με τη προτροπή της Χανιώτισσας, εκείνοι στρογγυλοκάθισαν στο τραπέζι, και στρωθήκανε στο φαί και στο κρασί! Μπήκε στην παρέα τους και η νεαρή ακόμα αλλά και πολύ όμορφη Χανιώτισσα, η οποία προσπαθούσε να τους μάθει ένα ελληνικό τραγουδάκι, το γνωστό τότε: «Ακόμα ένα ποτηράκι – ακόμα ένα τραγουδάκι».
(Να πούνε εδώ σε παρένθεση, πως το τραγούδι αυτό ήταν από την πρώτη ελληνική ταινία μετά τον ομιλούντα κινηματογράφο. Το τραγούδι αυτό είχε γράψει η Σωτηρία Ιατρίδου και το τραγουδούσε στη μάνδρα του Αττίκ, και η ταινία αυτή γυρίστηκε στη Κωνσταντινούπολη 20 Μαρτίου το 1933, δηλαδή 84 χρόνια πριν!)
Ενθουσιάστηκαν λοιπόν πολύ οι Γερμανοί με το φαγητό και το κρασί, αλλά ξετρελάθηκαν και με το συγκεκριμένο τραγούδι της Χανιώτισσας! Όλοι μαζί τραγουδούσαν και έκαναν τρελό κέφι!
Μετά από δυό ώρες φαγοπιοτούρας, και δόστου «ένα ποτηράκι, κι ακόμα ένα τραγουδάκι», οι Γερμανοί είχαν γίνει φέσι στο μεθύσι! Έτσι, χορτασμένοι και χαρούμενοι, φεύγουν τραγουδώντας ακόμα δρόμο -δρόμο με τη δική τους γερμανική προφορά: «Ακόμα ένα τραγουδάκι, ακόμα ένα ποτηράκι», και έτσι έφυγαν από το σπίτι κι από το χωριό!
Ειδοποίησαν μετά και τους Άγγλους να βγουν από το στάβλο, και όλα είχαν τελικά αίσιο τέλος!
Αν δεν ήταν αυτή η έξυπνη κίνηση της Χανιώτισσας το πιθανότερο οι Γερμανοί, θα έβρισκαν τους Άγγλους, και επειδή σε αυτές τις περιπτώσεις δεν αστειευόταν, δεν γνωρίζουμε τι θα μπορούσε να προκύψει για την τύχη των εμπλεκομένων οικογενειών στην υπόθεση απόκρυψης αυτής των Εγγλέζων, και ακόμα δεν ξέρουμε και την τύχη όλου του χωριού.