Γράφει ο Γιώργος Χουστουλάκης
Το μεγάλο μπλόκο των Γερμανών στη Γαλιά, μετά το σαμποτάζ στα Βορίζα
Τα οργανωμένα σαμποτάζ των ομάδων του Πετρακογιώργη
(Μαρτυρία του Μαραγκομύρο)
Το Γενάρη του ’43 λέει ο μάρτυρας των γεγονότων Μαραγκομύρος, 93 χρόνων σήμερα, μας αναφέρει ότι είχε διαταχθεί με εντολή του Πετρακογιώργη σε όλη τη περιοχή Μεσαράς, να χτυπούν οι ομάδες της αντίστασης τους Γερμανούς με διάφορα μικρά ή μεγάλα σαμποτάζ, από τους “Εφτά Πόρους, Βορίζα, μέχρι την Αγία Βαρβάρα!
Όλα τα άτομα που ήταν σε οργανώσεις σε όλα τα χωριά, και όλοι οι αντάρτες στο βουνό, είχαν αναλάβει να κάνουν συνεχή σαμποτάζ στους Γερμανούς.
Πολύ σπουδαίο ρόλο έπαιξε τότε και η Γαλιά γιατί είχε σπουδαία και ατρόμητα παλληκάρια. Πάνω σε αυτή την βάση, γινόταν πράγματι μεγάλης ή μικρότερης έντασης σαμποτάζ στην ευρύτερη περιοχή της Μεσαράς. Κάποια από αυτά τα μικρά σαμποτάζ είχε αναθέσει σε τρία άτομα τότε και ο Νικολακογιάννης ο επικεφαλής της Γαλιανής ομάδας αντίστασης. Mία εντολή ήταν να κόψουν τα σύρματα του ΟΤΕ των Γερμανών.
Έστειλε λοιπόν ο Νικολακογιάννης σε αυτή την αποστολή, τον Μαραγκογιώργη, μαζί με τον Πετρονικολή, και πήραν μαζί τους και μικρό τότε αδερφό του τον Μαραγκομύρο, περίπου 17 χρόνων.
Τα σύρματα του ΟΤΕ τα οποία ανέλαβαν να πάνε να κόψουν ήταν στα Ξεροκάμπια, στον Φανερωμιανό δρόμο, στο ύψος της Κλυβιανής. Πήραν ένα μουλάρι από του Βολικού, μια πένσα και σάρακα (πριόνι) και πήγαν τη νύχτα μέσα από τα χωράφια. Σαν φθάσανε στο συγκεκριμένο σημείο, ο Μύρος είχε ένα σχοινί που το έδεσε τεχνηέντως στα πόδια του, και με αυτό γάντζωνε πάνω σε κάθε στύλο, και φυσικά ανέβαινε με σχετική ευλυγισία, όπως θα ανέβαινε μια μαϊμού.
Με τη πένσα έκοβε τα σύρματα ενώ παράλληλα όση ώρα τα έκοβε, οι άλλοι από κάτω πριόνιζαν με τον σάρακα το στύλο! Έκοψαν έτσι πέντε – έξη στύλους, τους φόρτωσαν στο μουλάρι και τους πήγαν στη Γαλιά . Έριξε τους στύλους στα χαντάκια που είχε σκάψει, και που προοριζόταν για θεμέλια του σπιτιού του που είδη το είχε ξεκινήσει. Οι στύλοι του ΟΤΕ ήταν τότε λεπτοί και όχι ιδιαίτερα ψηλοί. Ο κάθε ένας ζύγιζε περί τα 20 κιλά. Ο Γιώργης τους έθαψε εκεί προσωρινά, κι αργότερα τους στύλους αυτούς τους χρησιμοποίησε και σαν μεσοδόκια! Μια άλλη Γαλιανή ομάδα με δύο άτομα εκ των οποίων ο ένας ήταν ο Στάθης Εμμ Χουστουλάκης, τους έστειλε ο Νικολακογιάννης και κρύφτηκε στον Αμπελούζο. Ρίξανε σφαίρες σε γερμανικό διερχόμενο από τον κεντρικό δρόμο αυτοκίνητο, και καθώς τους πέτυχαν οι βολές, τους καθάρισαν όλους!
Άλλη φορά πάλι έστειλε μικρή ομάδα Γαλιανών στη Λαβύρινθο να προξενήσουν αναστάτωση σε Γερμανικό καταυλισμό. Εκεί στη Λαβύρινθο φύλασσαν τα πυρομαχικά μια ομάδα 15 Γερμανών, οι οποίοι έμεναν σε δύο σκηνές. Είχαν σκοπό εκείνο το βράδυ ένας τεχνίτη μπετονιέρας, αλλά ήταν αρκετά βλάκας. Πέρασαν το σκοπό πέντε Γαλιανοί αντάρτες και τους πυροβολούσαν για εκφοβισμό, αλλά δεν ήθελαν να τους σκοτώσουν.
Οι Γερμανοί όμως πλέον μετά από αυτό το γεγονός, πανικοβλήθηκαν και έφυγαν από εκεί και έμεναν πλέον στο χωριό Καστέλι.
Πήγαιναν συχνά οι Γαλιανοί σε τέτοια σαμποτάζ, αλλά ως επί τω πλείστον είχαν αναλάβει το πέρασμα των συμμάχων στο Λιβυκό, γνωρίζοντας τα κατάλληλα κατατόπια. Η Γαλιανή ομάδα διέθετε κάποιο οπλισμό τον οποίο είχαν κρυμμένο σε ένα κούμο (κοτέτσι) κάποιου σπιτιού κοντά στου Παπαδογιαννάκο. Σε αποστολές όμως δεν έστελναν παντρεμένους αλλά ελεύθερους. Σπουδαία δε προθυμία για κάποιες αποστολές, ή για να ειδοποιεί τους αντάρτες έδειξε τότε ο Σκουτελογιώρης, είχαν όμως τέτοιες υπευθυνότητες και τα παιδιά!
Άλλη ομάδα του Πετρακογιώργη χτύπησε γερμανικό καταυλισμό στη τοποθεσία «Εφτά Πόρους», ανατίναξαν αυτοκίνητα και πυρομαχικά, και σκότωσαν καμιά τριανταριά Γερμανούς που ήταν εκεί.
Αυτά ήταν μόνο μερικά περιστατικά σαμποτάζ, τα οποία αναφέραμε σαν παράδειγμα, αλλά τέτοια γινόταν πολλά στη περιοχή.
Το Γαλιανό στρατηγείο ήταν συνήθως το μαγαζί – πρώην φουρνόσπιτο του Λευτέρη του Γαλιανού. Από εκεί συνήθως ειδοποιούσαν ή τα μικρά παιδιά ή ο Σκουτελογιώργης. Η διαδρομή για κρυψώνες ήταν πρώτα στο στάβλο – αχυρώνα στα Δρακακιανά, από εκεί στο σπήλαιο του Αγίου Γερασίμου που ήταν πιο πάνω. Το σπήλαιο ή σπήλιος που ήταν και είναι και σήμερα παλιά εκκλησία, είχε βράχο μπροστά και ήταν τέλειος κρυψώνας. Από εκεί τους φυγάδευαν στο βουνό, ή αν ήταν Εγγλέζοι τους φυγάδευαν στα νότια παράλια.
Μετά τη μάχη του Τραχηλιού
Έτσι συνεχίστηκαν τα σαμποτάζ των ανταρτών και των διαφόρων ομάδων μέχρι και καλοκαίρεψε. Οι Γερμανοί ήταν πλέον αγαναχτισμένοι και αποφασισμένοι να καταπνίξουν αυτή τη ταχτική με κάθε τρόπο, και να εξολοθρεύσουν την ομάδα του Πετρακογιώργη. Αποκορύφωμα η μάχη του Τραχηλιού την ημέρα της Παναγίας 15 Αυγούστου.
Μας λέει από όσα θυμάται ο Μαραγκομύρος, πως και εκεί η «δουλειά πήγε καρφωτή». Τη προηγουμένη της Παναγίας, ο Τσιλεκοδιονύσης (Διονύσης Φραγκιαδάκης) είχε ειδοποιήσει τον Ηγούμενο Νικόδημο, να πάει να κοινωνήσει αυτόν και άλλους 20 με 23 αντάρτες της ομάδας του Πετρακογιώργη στο εκκλησάκι της Παναγίας, που ήταν εκεί στη περιοχή Τραχήλι, ανάμεσα Βορίζα και Μονής Βροντισίου. Ο Τσιλεκοδιονύσης και η ομάδα όλη ετοιμαζόταν να βράσουν ένα τράγο. Πράγματι ειδοποιήθηκαν από κάποιο προδότη οι Γερμανοί, που λένε πως ήταν ο καλόγηρος που πήγε να τους μεταλάβει.
Τους περικύκλωσαν οι Γερμανοί γύρω- γύρω και από τα τέσσερα σημεία, και τους έριχναν με τα πολυβόλα και αυτόματα όπλα.
Οι αντάρτες αμύνθηκαν, και σκότωσαν πολλούς Γερμανούς, αλλά από τους αντάρτες σκοτώθηκαν εφτά άτομα. Στους εφτά σκοτωμένοι στη μάχη του Τραχηλιού ήταν ο ίδιος ο Διονύσης Φραγκιαδάκης (Τσιλεκοδιονύσης) από τα Βορίζα, ο Γεώργιος Σαρτζετάκης από τη Κρύα Βρύση, ο Κώστας Αποστολάκης από τη Μιαμού, ο Αλέξανδρος Ανυφαντάκης από τον Πλάτανο Αμαρίου, ο Γεώργιος Κρυοβρυσανάκης από τη Λοχριά, και ο Πολύδωρος Λιανουδάκης από τα Σκούρβουλα.
Οι τραυματίες ήταν τέσσερις, ο αρχηγός ο Πετρακογιώργης από το Μαγαρικάρι ελαφρά , πήρε τη σφαίρα ξώφαλτσα στο μπράτσο, επίσης και ο Γεώργιος Μπαχρής ή Τζίτζικας και αυτός τραυματίστηκε ελαφριά.
Πιο σοβαρά τραυματίστηκαν ο Βεϊσάκης Μανώλης ή Μανουσομανώλης, και ο Γεώργιος Καργάκης ή Ψαρογιώργης. Τον Τσιλεκοδιονύση αφότου σκοτώθηκε, τον έκρυψαν προσωρινά οι αντάρτες με ξύλα να μην τον φάνε τα όρνεα, και αργότερα γύρισαν σαν τέλειωσε η μάχη και ηρέμισαν τα πράγματα τους έθαψαν τους περισσότερους σκοτωμένους εκεί στο Τραχήλι.
Όλους τους τραυματίες που τραυματίστηκαν ελαφριά τους έδεσαν πρόχειρα τη πληγή οι ίδιοι οι αντάρτες επιτόπου. Οι άλλοι δύο ο Ψαρογιώργης και Μανουσομανώλης, έφυγαν από τα Βορίζα και πέρασαν από του Λαλουμά, όπου εκεί τους παρείχαν μεν τις πρώτες βοήθειες πάλι με πρόχειρους επιδέσμους, αλλά τους προέτρεψαν για περισσότερη περίθαλψη να κατέβουν στη Γαλιά, γιατί ήξεραν πως εκεί έμενε εκείνες τις μέρες ο γιατρός ο Καμαριανάκης και θα τους φρόντιζε καλύτερα.
Εκείνη τη περίοδο μετά το Τραχήλι οι περιοχές, Ζαρός Λοχριά Σκούρβουλα, Βορίζα Καμάρες , ήταν γεμάτες από Γερμανούς. Οι δε Γερμανοί τότε αγκάρεψαν και πάλι τους ντόπιους, όπως το συνήθιζαν σε τέτοιες περιπτώσεις, και πήραν μουλάρια από τα χωριά αυτά και φόρτωσαν τους νεκρούς τους σε λινά μεγάλα άσπρα σακιά στα μουλάρια αυτά που επίταξαν και τους κατέβασαν στο Τυμπάκι. Από εκεί τους έστειλαν στη Γερμανία.
Πήγαν κάποιοι Γαλιανοί στο Λαλουμά πήραν τους δύο τραυματίες και τους έφεραν στη Γαλιά, και τους άφησαν στο σπίτι του Δρουγκονικολή. Στη Γαλιά πράγματι έμενε εκείνο το καιρό ένας γιατρός ο Καμαριανάκης. Ήταν φιλοξενούμενος στο καινούριο σπίτι του Καμπανογιώργη ανύπαντρος ακόμη ο ίδιος. Ο ένας τραυματίας ο Ψαρογιώργης έφερε τραύμα διαμπερές στο χέρι συγκεκριμένα στο μπράτσο, όχι ιδιαίτερα σοβαρό. Ο άλλος τραυματίας όμως που ήταν ο Μανουσομανώλης, είχε τραυματιστεί σοβαρά στο στήθος, κοντά στον ώμο με διαμπερές τραύμα κι αυτός, και δεν μπορούσε να περπατήσει, γιατί η σφαίρα ήταν ακόμα μέσα.
Τους δύο αυτούς τραυματίες τους περιποιήθηκε κατάλληλα ο γιατρός Καμαριανάκης και τους περιέθαλψε και τους δύο με τον καλύτερο τρόπο. Τον Ψαρογιώργη αφού τον φρόντισε και του έδεσε το χέρι, αμέσως κιόλας τον άφησε και έφυγε με τα πόδια και πήγε και κρύφτηκε πάλι στο χωριό Λαλουμά,σε απόσταση λίγα χιλιόμετρα βόρεια του χωριού.
Εκεί στο Λαλουμά πήγε στον σπίτι του Τίτο του Βαρούχα, ο οποίος ήταν γνωστός στο ότι τροφοδοτούσε και έκρυβε αντάρτες. Πολλές φορές ο Τίτος έβαζε σε δυό καλάθια τρόφιμα, ψωμιά, λάδι, πατάτες, ρούχα κλπ, και με τη κόρη του την Ελένη τα έστελνε στο βουνό.
Εκεί λοιπόν στου Τίτο ο Ψαρογιώργης ήταν κάπως ασφαλής.
Ο Καμαριανάκης φρόντισε και τον Μανουσομανώλη, αλλά το τραύμα του δεν του επέτρεπε όμως να κουνηθεί, οπότε δεν μπορούσε να φύγει μόνος του. Έτσι παρέμεινε στη Γαλιά, και τον φιλοξένησε στο σπίτι του ο Δρουγκονικολής. Και οι δύο τραυματίες ήταν πάντως σίγουροι πως οι Γερμανοί στη συνέχεια θα τους κυνηγήσουν στη περιοχή.
Η έρευνα των Γερμανών στη Γαλιά
Εκείνο τον καιρό για κάποιο ανεξήγητο λόγο, τα σκυλιά της Γαλιάς του Μονοχώρου και στα Ντερογδιανά, όταν ερχόταν Γερμανοί γαύγιζαν διαφορετικά! Έτσι από το γαύγισμα των σκύλων, καταλάβαιναν όλοι από μακριά πως πράγματι έρχονται οι Γερμανοί. Έτσι όμως δινόταν η ευκαιρία να κρυφτούν οι κυνηγημένοι!
Ο τραυματίας και σπουδαίο ο παλικάρι Μανουσομανώλης, όπως είπαμε δεν μπορούσε να περπατήσει, οπότε τον έκρυψε στο σπίτι του ο Δρουγκονικολής.
Όμως ο Δρούγκος περίμενε την άφιξη των Γερμανών πάλι από τα περίεργα γαβγίσματα των σκύλων, που άκουσαν κάποιοι και τον ειδοποίησαν ότι έρχονται τα αυτοκίνητα! Έτσι τον έβγαλε από τον κρυψώνα που τον είχε στο σπίτι, γιατί ήταν σίγουρος πως εκεί θα τον έβρισκαν. Τον έβγαλε έξω στην αυλή, και τον τύλιξε με ένα παλιό στρωματάκι αχυρένιο που είχε. Έριξε το στρωματάκι χάμω, του είπε να ξαπλώσει πάνω και τον τύλιξε ρολό! Τυλιγμένος όπως ήταν, από πάνω του τοποθέτησε ένα ξύλινο παλιοντίβανο που υπήρχε πεταμένο στην αυλή. Πάνω στο ντιβάνι έριξε καμιά δεκαριά δεμαθιές ξύλα κατσοπρίνια με θύμους (θυμάρια), και από πάνω καμπόσα δεμάθια κλίματα που τα είχε για το φούρνο. Αυτά όλα τα ξύλα τα είχε στοιβαγμένα κάτω από τη σκάλα. Όλες τις δεμαθιές τις έκανε ένα μεγάλο σωρό απάνω στο ντιβάνι! Φυσικά έτσι που τον ταχτοποίησε ήταν δύσκολο πλέον να ανακαλυφθεί ο τραυματίας! Ο Δρουγκονικολής είπε στο Μανουσομανώλη να παραμείνει εντελώς ακίνητος, βουβός, και να μην ακούγεται καν η αναπνιά του μέχρι να τον ειδοποιήσει!
Οι Γερμανοί είχαν σαφή πληροφορία από κάποιο άγνωστο προδότη, πως στη Γαλιά είχαν έρθει σίγουρα οι δύο συγκεκριμένοι τραυματίες. Έτσι αποφάσισαν να εξαπολύσουν Γερμανούς παντού για ένα ανελέητο κυνηγητό. Ήταν αποφασισμένοι να πιάσουν αυτούς τους δύο τραυματίες πάση θυσία και με κάθε τρόπο!
Εκείνο λοιπόν το βράδυ ήρθαν οι Γερμανοί στη Γαλιά αγριεμένοι και με την απειλή των όπλων περικύκλωσαν όλο το χωριό από το Φτεριά Κουμπέ Καλύβι, πίσω στα Δρακακιανά Καπελωνιανά , το περίζωσαν δηλαδή γύρω- γύρω!
Ένα γερμανικό αυτοκίνητο γύρναγε παντού και κάποιος μίλαγε από το μεγάφωνο στην ελληνική γλώσσα, που θα πρέπει να ήταν ο Μαγιάσης ή Μαγιάς:
-Είναι διαταγή των γερμανών να αφήσετε όλοι σας ανοιχτές τις πόρτες στα σπίτια σας, και να συγκεντρωθείτε άπαντες στην εκκλησία και μπροστά από του Δρουγκοστελιανού το μαγαζί.
Τι έγινε στο μεγάλο μπλόκο των γερμανών στην εκκλησία και στη πλατεία του παλιού σχολειού – η διαλογή των 40
Αφού πράγματι έτσι και έγινε, και ενώ όλοι μαζεύτηκαν στη πλατεία της εκκλησίας έως το δρόμο του Δρουγκοστελιανού, ενώ οι Γερμανοί άλλοι ερευνούσαν το χωριό κι άλλοι γύρναγαν τις περιοχές της Γαλιάς και όλους με την απειλή των όπλων τους υποχρέωναν να πάνε στην εκκλησία που ήταν και οι άλλοι. Στο χωριό μέσα άρχισαν να ψάχνουν τα πάντα! Έψαχναν μέσα στα σπίτια σε ντουλάπες, μπαούλα, ταράτσες κάτω από κρεβάτια, σε στάβλους, μέσα σε φούρνους, ακόμα και μέσα σε κούμους (κοτέτσια)!
Οι Γερμανοί για να βρουν τους δύο τραυματίες έψαξαν παντού, δεν άφησαν τίποτα που να μην το ελέγξουν. Έλεγξαν φυσικά και το σπίτι του Δρουγκονικολή λεπτομερώς, αλλά όμως δεν κατάφεραν να ανακαλύψουν που ήταν κρυμμένος ο τραυματίας Μανουσομανώλης!
Έτσι τελικά το πήραν απόφαση οι Γερμανοί και σταμάτησαν τις έρευνες τους στο χωριό, και οι δύο τραυματίες φυσικά τη γλύτωσαν, αλλά παράλληλα και αυτοί που τους υπέκρυψαν και υπέθαλψαν και ίσως γλύτωσε και το χωριό, που για άλλη μια φορά θα μπορούσε να έχει η υπόθεση απρόβλεπτες συνέπειες.
Φυσικά και οι δύο τραυματίες, Μανουσομανώλης και Ψαρογιώργης μετά από λίγες μέρες που επουλώθηκαν τα τραύματά τους έφυγαν νύχτα και ξανανέβηκαν πάλι στο βουνό
βοηθώντας την αντίσταση. Ο μεν Ψαρογιώργης ανέβηκε στο βουνό απ’ ευθείας από το
Λαλουμά. Ο δε Μανουσομανώλης έφυγε από του Δρουγκονικολή το σπίτι και κρύφτηκε στον γνωστό αχυρώνα στα Δρακακιανά τρείς μέρες, όσο διαρκούσαν οι αλλαγές στις γάζες, και μετά από εκεί έφυγε κι εκείνος για να βρει τους υπόλοιπους αντάρτες στο βουνό.
Όλοι πλέον οι Γαλιανοί μέχρι τις δέκα το πρωί, ήταν συγκεντρωμένοι στην έκταση από την εκκλησία, και στο δρόμο μπροστά στου Δρουγκοστελιανού το καφενείο υπό τα όπλα των Γερμανών. Ένα στρατιωτικό όχημα ήταν μπροστά στου Δρουγκοστελιανού το καφενείο και μέσα ήταν ένας ανώτερος Γερμανός αξιωματικός . Με τους Γερμανούς ήταν και ο Μαγιάς ή Μαγιάσης σε ρόλο διερμηνέα. Στο αυτοκίνητο επίσης ήταν και ένας Έλληνας προφανώς ντόπιος, φορώντας μαύρη κουκούλα στο κεφάλι του. Ήταν καλυμμένο το πρόσωπό του και απλά μονάχα έβλεπε από τις δύο τρύπες της κουκούλας.
Οι Γερμανοί ρωτούσαν τον κόσμο μέσω του διερμηνέα Μαγιά, να τους μαρτυρήσουν που είναι κρυμμένοι οι δύο τραυματίες αντάρτες, αλλά κανείς δεν μιλούσε! Τότε οι Γερμανοί θέλησαν να ξεχωρίσουν ποια άτομα έχουν με τον άλφα ή βήτα τρόπο σχέση με την αντίσταση. Έτσι αυτό το κανόνιζε ο άνθρωπος με την κουκούλα μέσα στο αυτοκίνητο. Κάνοντας ένα νεύμα με τα μάτια του ή κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά μαρτυρούσε αν κάποιος έχει σχέση. Ένας – ένας οι άνδρες στη σειρά πέρναγε μπροστά από τον Γερμανό αξιωματικό, τον έβλεπε ο κουκουλοφόρος στο πρόσωπο και περνούσε απέναντι στου Αντρουλή το σπίτι. Ο Μαγιάς έλεγε στον καθένα από τους άνδρες να κοιτάζει προς το κουκουλοφόρο:
– Σήκωσε το κεφάλι σου και κοίταζε εκεί πάνω το «πουλάκι»!
Έτσι ο προδότης βλέποντας τον κάθε ένα χωριστά, αν έκανε νεύμα «ναι» τον άνθρωπο αυτόν τον πήγαινε στην άκρη. Έτσι ξεχώρισαν 40 άτομα που καθόρισε ο προδότης ότι είχαν κάποια σχέση με τους αντιστασιακούς. Και τους 40 που ξεχώρισαν τους πήγαν μετά στο σκολειό στη πλατεία. Πήγαν στη συνέχεια και όλους τους υπόλοιπους, αλλά χωριστά οι άνδρες και χωριστά οι γυναίκες. Τότε μάλιστα συνέβη και το εξής περίεργο.
Ο Παυλομιχάλης είχε σπίτι του ένα όπλο, μπορεί και μακρύκανο, και επειδή φοβήθηκε μην το βρουν οι Γερμανοί στο σπίτι του κατά την έρευνα, δεν προλάβαινε να το κρύψει κάπου και το πήρε μαζί του στο μπλόκο! Το έβαλε μέσα στο γαμπά (αμπά)του και έριξε μετά τον γαμπά στον ώμο του! Τόσες ώρες στη πλατεία με το όπλο στον ώμο του κάτω από τον γαμπά, και οι Γερμανοί δεν πήραν χαμπάρι! Αυτό έμεινε σαν ιστορικό τότε στη Γαλιά!
Είπαν στους 40 να μαρτυρήσουν τι σχέση έχουν με την αντίσταση, και να τους πουν που έχουν κρυφτεί οι δύο τραυματίες, αλλοιώς θα τους τουφεκίσουν! Ουδείς όμως έβγαζε μιλιά! Προτιμήσανε να πεθάνουν παρά να μαρτυρήσουν. Κάποια γυναίκα ρώτησε τον Μαγιά τι θα τους κάνουν τους 40 άνδρες, και εκείνος της είπε πως θα τους εκτελέσουν όλους οι Γερμανοί.
Ορμήσανε τότε τρελαμένες οι γυναίκες και κρεμάστηκε η κάθε μια από τον άνδρα της , τον αγκάλιαζε κλαίγοντας και σπαρταρώντας. Οι δε Γερμανοί τα ‘χασαν με τη κίνησή τους αυτή, και τις τραβούσαν από τα μαλλιά και τις πέταγαν με δύναμη κάτω. Με τον ίδιο τρόπο ένας Γερμανός έπιασε και την αδερφή του Μαραγκομύρο την Ελένη και την πέταξε κάτω, και με το όπλο του τη χτύπησε δυνατά στο κεφάλι. Την έπιασε χτυπημένη όπως ήταν από την κοτσίδα, την έσερνε στο χώμα και την πήγε εκεί που ήταν και οι άλλες γυναίκες και τη παράτησε. Η γυναίκα παρέμενε πεσμένη κάτω. Την πήραν σαν τέλειωσε το μπλόκο στο σπίτι της οικογένειας της, αλλά σε 9 ημέρες ξεψύχισε.
Το γνωστό «στημένο παιγνίδι» των Γερμανών
Όλο αυτό το σκηνικό της διαλογής δήθεν των 40 ατόμων, ήταν ένα συνηθισμένο παιγνίδι των μόνιμων Γερμανών αξιωματικών. Ήθελαν να αποσπούν χρήματα από τους ντόπιους για προσωπικό τους όφελος σε διάφορα χωριά. Όπου γινόταν μπλόκο συνήθως απειλούσαν κάποιους πως θα τους σκοτώσουν, και στη συνέχεια ζητούσαν χρήματα για να λυθεί ντο ζήτημα και να τους ελευθερώσουν .
Το ίδιο ακριβώς σκηνικό έγινε και στο μπλόκο της Γαλιάς, σε συνεργασία με τον Μαγιά, για να αποσπάσουν λύτρα ίσως να τα μοιραστούν.
Είπε ο Μαγιάς τότε στο κόσμο όλο, για να κάνει και τον καλό, πως θα μεριμνήσει να πείσει τον αξιωματικό να μη σκοτώσει τους 40 άνδρες, και να τους χαρίσει τη ζωή ,αν του δώσουν κάποια χρήματα να τον καλοπιάσουν. Έτσι αφού τον ρώτησε δήθεν, η απάντησή του Γερμανού ήταν ότι ζητάει 200 χρυσές λίρες, και αυτός μετά θα τους ελευθερώσει! Πού να βρεθούν όμως τότε στη κατοχή τόσες λίρες! Ο μόνος μεγαλέμπορας Γαλιανός που είχε κάποιο κομπόδεμα στην άκρη ήταν ο Γιώργης ο Βολικός που ήταν μεγαλέμπορας. Ο Γιώργης είχε τον αδερφό του τον Κωστή μέσα στους 40 και το γαμπρό του τον Δρουγκονικολή. Ωστόσο ο βολικός κατάφερε και συγκέντρωσε μονάχα 100 λίρες και είπε στον Μαγιά να πει του Γερμανού να τις δεχτεί και να τους ελευθερώσει. Ο Μαγιάς απάντησε πως ο Γερμανός δεν δέχεται, και θέλει και τις 200 λίρες, διαφορετικά και οι 40 θα εκτελεστούν. Μια γυναίκα στη πλατεία που είχε και εκείνη τον άνδρα της για εκτέλεση, πάνω στην απελπισία της άπλωσε τη ποδιά της, απευθύνθηκε στις γυναίκες που είχαν τους άνδρες τους για εκτέλεση, και τους είπε:
-Γυναίκες βγάλετε ότι χρυσαφικό φορείτε, σκουλαρίκια δαχτυλίδια σταυρουδάκια και ρίχτε τα στη ποδιά μου, να τα δώσουμε του «σκύλου» (Γερμανού αξιωματικού) μπας και μολάρουνε τσοι άντρες μας.
Πράγματι κάθε μια έβγαζε ότι χρυσαφικό φόραγε, και το έριχνε μέσα στην ποδιά της γυναίκας.
Στο τέλος είχαν μαζευτεί μια καλή φούχτα χρυσαφικά! Τα χρυσαφικά τα βάλανε σε ένα σακούλι τα έδωσαν στο Μαγιά μαζί με τις 100 λίρες του Βολικού, και τελικά ο Γερμανός αξιωματικός τα δέχτηκε. Πήρε τα χρυσαφικά μαζί με τις λύρες, και δίνει αμέσως εντολή να αφήσουν ελεύθερους τους 40 άνδρες!
Μετά από αυτά τα αδέρφια του Μαραγκομύρο και ο ίδιος έκαναν διετή έρευνα να βρουν ποιος ήταν τελικά ο άνθρωπος πίσω από τη κουκούλα, αλλά δυστυχώς ποτέ δεν έμαθαν.
Συνεχίζεται