Επιμέλεια Στέλιος Κούκος
Μου παρουσιάσθηκε και δεύτερη φορά ο καλός Πατέρας [ο Αρσένιο ο Καππαδόκης], με την διαφορά πως ήταν νύκτα, σε αγρυπνία. Ήταν 29η Μαρτίου 1971, μνήμη των Οσιομαρτύρων Βαραχησίου και Ιωνά1, παραμονή Βαΐων.
Ενώ έλεγα την ευχή καθιστός, τα μεσάνυχτα, δεν κατάλαβα εάν με είχε πάρει ο ύπνος ή ήμουν ξυπνητός! Είδα έναν απέραντο κάμπο με σιτάρι έτοιμο για θέρο και πολλοί εργάτες να θερίζουν προαιρετικά, χωρίς να επιστατή κανείς.
Απέναντι δε ήταν ένας κοινός τάφος από την μια άκρη μέχρι την άλλη άκρη του μεγάλου κάμπου. Στην άλλη επίσης πλευρά του κάμπου ήταν ένα κτίριο, που έμεναν ασυρματιστές, και ένας Αξιωματικός ήταν εκεί και επέβλεπε.
Ο Αξιωματικός αυτός έβγαινε και έξω κάπου‐κάπου και έκανε παρατηρήσεις σ’ αυτούς που δεν θέριζαν με τα εξής λόγια: «Αφού θα σας πληρώση ο Χριστός, γιατί δεν θερίζετε;».
Στο μεγάλο εκείνο χωράφι είχα και εγώ ένα μικρό κομμάτι, για να θερίζω, όπως επίσης και στο κτίριο των Διαβιβάσεων ένα μικρό γραφείο με υπεύθυνη εργασία. Γι’ αυτό, πότε θέριζα λίγο και πότε έτρεχα στο γραφείο, για να διαβιβάσω2 τα σήματα που συγκεντρώνονταν.
Όποτε όμως πήγαινα στο γραφείο, εύρισκα τον Αξιωματικό εκείνον να κάθεται και να διαβιβάζη αυτός τα σήματα μου. Αυτό μ’ έφερε σε δύσκολη θέση, γιατί ούτε τολμούσα να του πω να σηκωθή, για να συνεχίσω εγώ, ούτε πάλι έβλεπα σωστό να φύγω και να αφήσω αυτόν να κουράζεται για τις δικές μου δουλειές.
Θεωρούσα πιο σωστό να στέκωμαι όρθιος με σεβασμό, μέχρι να τελειώση, και μετά να φύγω πάλι για θέρο. Αυτό γινόταν πολλές φορές. Μία φορά πάλι που έτρεχα για τις Διαβιβάσεις, είδα τον Αξιωματικό αυτόν έξω να κάνη πάλι παρατηρήσεις σ’ αυτούς που δεν θέριζαν με τα ίδια λόγια: «Αφού θα σας πληρώση ο Χριστός, γιατί δεν θερίζετε;».
Επειδή είχα φοβηθή, μη με μαλώση και εμένα, του είπα φοβισμένος:
– Με συγχωρείτε, μισό πνεύμονα3 έχω και δεν μπορώ να εργασθώ περισσότερο.
Αυτός μου απάντησε:
– Το ξέρω που έχεις μισό πνεύμονα, και αυτό που με κάνει να σε αγαπώ περισσότερο είναι που δεν δέχεσαι επιταγές (ταχυδρομικές). Εγώ σε παρακολουθώ και στο Ταχυδρομείο.
Εν συνεχεία με παίρνει ο Αξιωματικός εκείνος μέσα σ’ ένα παράξενο όχημα, το οποίο έτρεχε αστραπιαία πάνω από την γη, χωρίς να έχη ούτε ρόδες ούτε φτερά.
Ενώ στεκόμαστε κοντά όρθιοι μέσα στο όχημα, με ρώτησε από πού είμαι και πώς λέγομαι. Επειδή ήταν Αξιωματικός, θεώρησα καλό να του πω τα κοσμικά μου στοιχεία ταυτότητος και του απάντησα:
– Λέγομαι Αρσένιος και γεννήθηκα στα Φάρασα της Καππαδοκίας.
Εκείνος μου είπε:
– Και εγώ από τα Φάρασα είμαι, από το γένος Τσάπαρη (παρατσούκλι του επιθέτου Φράγκου ή Φραγκοπούλου).
Με ρώτησε ξανά:
– Τον Χατζεφεντή4 τον γνωρίζεις;
Και εγώ του είπα:
– Πώς δεν τον γνωρίζω;
Και με την λέξη που είπα αυτή, αμέσως εκείνος ο Αξιωματικός άλλαξε την μορφή του και έγινε ο Χατζεφεντής (δηλαδή ο Πατήρ Αρσένιος) και με αγκάλιασε και με φιλούσε. Ενώ δεν πρόλαβα καλά‐καλά να τον χορτάσω, φώναξε δυνατά: «Στάση, στάση!», και το όχημα εκείνο σταμάτησε και μου είπε ο Πατήρ Αρσένιος:
– Εσύ θα κατεβής εδώ· εγώ θα κατεβώ στην Θεσσαλονίκη, διότι εκεί κοντά μένω5.
- Η εκκλησία των Φαράσσων στην Καππαδοκία ήτα αφιερωμένη στους Οσιομάρτυρες Βαραχήσιο και Ιωνά.
- Ο Άγιος Παΐσιος υπηρέτησε στον στρατό ως διαβιβαστής, αλλά εδώ αναφέρεται στις προσευχές που έκανε για να βοηθήσει ο Θεός τους ανθρώπους.
- Ο Άγιος Παΐσιος είχε κάνει εγχείριση και του είχαν αφαιρέσει τον μισό πνεύμονα λόγω φυματίωσης.
- Χατζεφεντής, έτσι αποκαλούσαν οι συμπατριώτες του τον Άγιο Αρσένιο γιατί έκανε προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους.
- Ο Άγιος Παΐσιος όταν την έκανε ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου Αρσενίου στην Κέρκυρα μετά τα μετέφερε στο Ιερό Ησυχαστήριο «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» στην Σουρωτή που βρίσκεται κοντά στην Θεσσαλονίκη.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Αγίου Παϊσίου Αγιορείτη, ο «Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης», έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου
«Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης.