Του Μιχάλη Στρατάκη*
Η αλμύρα του ανέμου και το βουητό της θάλασσας.
Οι ζεματιστές σιδερόπετρες των βουνών.
Η μυρουδιά της φασκομηλιάς, της ακονιζάς και του αλάδανου.
Το κάψιμο της ρακής.
Η γεύση της βραστής αίγας, του ξυνόχοντρου και της σταφιδολιάς.
Ο ασκιανός του πρίνου, της χαρουπιάς και της ελιάς.
Το κράξιμο των γερακιών και των σταυραετών.
Το αγλάκι του λαγού.
Το σύρσιμο του δοξαριού στις χορδές της λύρας και το παιχνίδι της πένας με το λαγούτο.
Ο διάχυτος ερωτισμός και η εκρηκτική κουζουλάδα.
Η ηρεμία που προοιωνίζεται καταιγίδα και πόλεμο.
Η ανάγκη εκτόνωσης της φιλόξενης ενέργειας.
Η προσταγή «κέρασε τονε» στον καφετζή.
Το ερειπωμένο ξωκκλήσι, που σαν διαβαίνεις το κατώφλι του ακούς ψαλμωδίες, μυρίζεσαι μοσχολίβανο και δε μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από τα μάτια της Παναγίας.
Ο αορείτης βοσκός, με τα στιβάνια που είναι σολιασμένα με λάστιχα αυτοκινήτου.
Ο γέρος και η γριά που ξέρουνε να μιλούνε κρατώντας κλειστό το στόμα τους.
Τα κοπέλια που εξακολουθούνε να φιλούνε το χέρι των γονέων τους πριν κοινωνήσουν.
Τα νεκροταφεία όπου δεν σβήνουν ποτέ τα καντήλια και που για να περπατήσεις πρέπει ν’ αλαφροπατάς για να μη ξυπνήσεις τους κοιμισμένους.
Οι καρδιακοί φίλοι που δεν δίνουν απλά, αλλά χαρίζουν.
Η ανατριχίλα στη θέα της θεάς των όφεων και του θρόνου του Μίνωα.
Ο σεβασμός του λόγου τιμής.
Το αίμα που κοχλάζει.
Οι νεκροί που προστάζουν.
Οι ζωντανοί που εκστασιάζονται με τους ήχους των κουδουνιών των προβάτων.
Όλα αυτά είναι η Κρήτη.
Η δική μου Κρήτη.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος με καταγωγή από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς