του Πέτρου Μηλιαράκη*
Είναι κοινή παραδοχή ότι οι ανταλλαγές ανάμεσα στις αναπτυγμένες και τις υπανάπτυκτες χώρες οδηγεί στη διαπίστωση ότι η ανταλλαγή αυτή είναι άνιση, εφόσον με ίση παραγωγικότητα η εργασία στην Περιφέρεια αμείβεται λιγότερο. Η βασική αυτή παρατήρηση αφορά δεδομένο ακόμη και στην παρούσα συγκυρία, καθόσον σε «άλλη ποιότητα» εξακολουθεί να υφίσταται η σχέση «Μητρόπολης-Περιφέρειας».
Περαιτέρω, υφίσταται πρόδηλη διαφοροποίηση και στο ζήτημα της «ειδίκευσης των παραγωγικών διαδικασιών». Η άνιση διεθνής ειδίκευση αποτελεί επίσης πηγή παραμόρφωσης στην Περιφέρεια, σε όφελος των κλάδων της Μητρόπολης.
Αυτή η παραμόρφωση αποτελεί αιτία ιδιαίτερων προβλημάτων, που επιβάλουν στην Περιφέρεια διαφορετικές πολιτικές ανάπτυξης από εκείνες στις οποίες βασίστηκε και εξακολουθεί να βασίζεται η Δύση.
Από τότε που έγιναν πραγματικότητα και τέθηκαν στην υπηρεσία της παραγωγής και της ανταλλαγής κατακτήσεις που αφορούν τις δυναμοηλεκτρικές μηχανές (1867), τις κινητήρες εσωτερικής καύσης (1877), το τραμ (1879), τις πετρελαιομηχανές (1891), την ασύρματη επικοινωνία (1901), το αεροπλάνο (1903), την τηλεόραση (1929), τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές (από το 1950 και μετά) είναι προφανές ότι μετεξελίχθηκαν οι παραγωγικές σχέσεις επιδεινώνοντας τη σχέση «Μητρόπολης-Περιφέρειας», ιδιαιτέρως από την εποχή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και εν συνεχεία της ψηφιακής εποχής. Αυτά τα χαρακτηριστικά αφορούν ακόμη και ακραίες ανισότητες που επιδρούν στο σύστημα τιμών που μεταδίδει το Κέντρο.
Έτσι λοιπόν μέσω της άνισης ανάπτυξης και της άνισης ανταλλαγής μεταβιβάζεται αξία και υπεραξία στο Κέντρο. Παραλλήλως η περιθωριοποίηση των μαζών στην Περιφέρεια συνδυάζεται με την συγκρότηση «μειοψηφίας» αυξανόμενου εισοδήματος εντός της Περιφέρειας. Η «μειοψηφία» αυτή υιοθετεί δυτικά και κυρίως αμερικανικά και ευρωπαϊκά καταναλωτικά πρότυπα. Η υιοθέτηση αυτών των καταναλωτικών πρότυπων, επιφέρει ιδιαίτερη αποδοτικότητα στον τομέα που παράγει τα αγαθά πολυτελείας, και ταυτοχρόνως διασφαλίζει την κοινωνική, πολιτιστική, ιδεολογική και πολιτική ενσωμάτωση των προνομιούχων τάξεων (έστω και μειοψηφικών) της Περιφέρειας στα δυτικά πρότυπα. Σ’ αυτό το στάδιο διαφοροποίησης και εμβάθυνσης της υπανάπτυξης εμφανίζονται καινούργιοι μηχανισμοί της εξάρτησης. Η σχέση αυτή, γεννά και τις προϋποθέσεις της «σοσιαλδημοκρατίας». Και τούτο γιατί η «σοσιαλδημοκρατία» προϋποθέτει την προαναφερόμενη σχέση εξάρτησης, οπότε η «Μητρόπολη –Κέντρο», χωρίς να θίγει προνόμια της εσωτερικής αστικής τάξης, μεταφέροντας το κοινωνικό πλεόνασμα από την εκμετάλλευση της Περιφέρειας, αμβλύνει τις εσωτερικές κοινωνικές-ταξικές αντιθέσεις, και παραχωρεί «κοινωνικά δικαιώματα» στους εργαζόμενους, που λόγω των διαστρωματώσεων, πολλοί εξ αυτών εξ αντικειμένου αλλά και λόγω πολιτικής συνείδησης εξ υποκειμένου, ανήκουν στη λεγόμενη «μεσαία τάξη». Ασφαλώς στη «μεσαία τάξη» συλλειτουργούν και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς και τα ελευθέρως δρώντα αυτοαπασχολούμενα άτομα.
Όσοι ταυτίζουν την έννοια της «σοσιαλδημοκρατίας» με την «κεντροαριστερά» προδήλως σφάλουν ως προς τις προϋποθέσεις που αφορούν στην ελληνική πολιτική τάξη πραγμάτων. Και τούτο γιατί η Ελλάδα ουδέποτε υπήρξε «χώρα -Μητρόπολη».
Ασφαλώς η έννομη και πολιτική τάξη της Ελλάδας έχει ιδρύσει αυστηρούς κανόνες δικαίου που αφορούν ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Ακόμη βασίμως μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπάρχουν συνταγματικές δυνατότητες παρεμβατικού κράτους δικαίου (βλ. άρθρο 106 του Συντάγματος). Επίσης στο πλαίσιο της διάκρισης των λειτουργιών επί εννόμων αγαθών όπως είναι το περιβάλλον και το δικαίωμα απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων, το Ανώτατο Ακυρωτικό εφάρμοσε αμέσως το συνταγματικό κανόνα μη αναμένοντας τον Κοινό Νομοθέτη (βλ. ΣτΕ 2006/1981 και 1491/1977 αντιστοίχως).
Οίκοθεν συνάγεται ότι στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης και πολιτικής τάξης υπάρχουν οι μηχανισμοί και οι λειτουργίες που μπορούν να εξασφαλίσουν έννομα αγαθά και κοινωνικά δικαιώματα έναντι καταχρηστικών συμπεριφορών από πράξεις και παραλείψεις των άλλων λειτουργιών της Πολιτείας. Ας εστιάσουμε όμως και στα εξής:
Η μεταπολιτευτική Ελλάδα με κορυφαίους τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου, κατ’ ουσίαν κατάργησε τους παραπικρασμούς του εμφύλιου πολέμου και έφερε εγγύτερα τις δυνάμεις εκείνες οι οποίες, αν και κατ’ αρχήν συμφωνούσαν σε ιδεολογικό επίπεδο για την αντίθεση της «ελεύθερης οικονομίας» έναντι του «κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής», εν τούτοις αντιδικούσαν για το θεσμικό επίπεδο της Ελληνικής Δημοκρατίας (αναφέρομαι στους υποστηρικτές του θεσμού της Βασιλείας και στους αντιφρονούντες γι’ αυτό). Οι διαφορές αυτές έχουν πλέον εκλείψει.
Ο Ουμπέρτο Έκο λέγοντας ότι: «το ρόδο είναι τόσο πλούσιο σε νοήματα, που δεν του έχει μείνει πια σχεδόν κανένα νόημα», μπορεί να αποτελέσει χαρακτηριστική καταγραφή για την έλλειψη διαφορών μεταξύ της «κεντροαριστεράς» και της «κεντροδεξιάς» και αντιστρόφως. Αναφέρομαι στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, και ως εκ τούτου στον αποκλεισμό των ακραίων θέσεων της δεξιάς και των ιδεοληψιών της αριστεράς.
——————————————–
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).