Γράφει ο Κώστας Τσικνάκης*
[…] Η Μαρία Λιουδάκη γεννήθηκε το 1894 στο χωριό Λατσίδα του Μεραμπέλου Λασιθίου. Καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια αλλά κατάφερε με κόπο να ολοκληρώσει τις σπουδές της. Μετά την αποφοίτησή της το 1908 από το Παρθεναγωγείο της Νεάπολης ξεκίνησε να διδάσκει ως εκπαιδευτικός σε τρι-γύρω χωριά. Τα χρόνια 1914-1917, αφού έλαβε ειδική εκπαιδευτική άδεια, φοίτησε στο Διδασκαλείο Ηρακλείου. Αμέσως μετά τη λήψη του πτυχίου της επανήλθε στη διδασκαλία της.
Διαρκώς ανήσυχη, επιζήτησε να μετεκπαιδευτεί στο Διδασκαλείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, προκειμένου να διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντές της. Πέτυχε στις εξετάσεις που διεξάγονταν και έζησε τα χρόνια 1925-1927 στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής της γνωρίστηκε με τον δημοτικιστή καθηγητή Μανόλη Τριανταφυλλίδη και ενθουσιάστηκε από τις ιδέες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Διαβλέποντας το ενδιαφέρον της εκείνος, την παρότρυνε να μελετήσει τον λαϊκό πολιτισμό του νησιού της. Η νεαρή δασκάλα, χωρίς δισταγμό, ανταποκρίθηκε στην πρόταση. Με τον δάσκαλό της συνεργαζόταν καθημερινά και θα φροντίσει να κρατήσει επαφή μαζί του τις επόμενες δεκαετίες, ώς τον θάνατό της. Το ίδιο χρονικό διάστημα, όπως όλα δείχνουν, ελκύστηκε από τις κομουνιστικές ιδέες.
Γυρίζοντας στην Κρήτη, τοποθετήθηκε διευθύντρια του Β΄ Δημοτικού Σχολείου Ιεράπετρας, θέση που διατήρησε για δέκα χρόνια. Πα-ράλληλα με τη διδασκαλία της, άρχισε να συγκεντρώνει γλωσσικό και λαογραφικό υλικό από χωριά της περιοχής. Εργαζόμενη ασταμάτητα, πάντα κάτω από την καθοδήγηση του καθηγητή της, συγκέντρωσε πολύτιμο υλικό. Τμήμα του άρχισε σταδιακά να δημοσιεύει σε εφημερίδες και περιοδικά που εκδίδονταν τότε στο νησί της.
Την περίοδο των αναζητήσεών της αρκετοί κάτοικοι της περιοχής τη βοήθησαν στο έργο της. Ανάμεσά τους ήταν ο Ναπολέων Σουκατζίδης, από την Προύσα της Μικράς Ασίας, που εργαζόταν στην Ιεράπετρα ως λογιστής εργοστασίου. Νεαρός, μετά τη Μικρασιαστική Καταστροφή, είχε εγκατασταθεί μαζί με την οικογένειά του στο Αρκαλοχώρι. Βλέποντας τα ενδιαφέροντά του άρχισε να τον εφοδιάζει με βιβλία και να τον ωθεί στην έρευνα του λαϊκού πολιτισμού. Εκείνος, από την πλευρά του, τη βοήθησε στο έργο της, συγκεντρώνοντας υλικό. Τις μεγάλες οφειλές της σε αυτόν υπογράμμιζε στους προλόγους των βιβλίων της που άρχισε να εκδίδει τα επόμενα χρόνια. Γρήγορα, απέκτησαν και συγγενικό δεσμό, καθώς ο Ναπολέων Σουκα-τζίδης αρραβωνιάστηκε τη μικρότερη αδελφή της Χαρά, φοιτήτρια τότε της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ύστερα από πολυετή έρευνα δεν άργησαν να τυπωθούν και τα πρώ-τα βιβλία της. Ήταν, κατά χρονολογική σειρά, τα ακόλουθα: «Στης γιαγιάς τα γόνατα» (Αθήνα, Π. Δημητράκος, 1932), «Γύρω στο μαγγάλι. Παραμύθια, αινίγματα και τραγούδια για παιδιά 7 χρόνων κι απάνω» (Ηράκλειο, Ν. Αλικιώτης, 1932), «Κρητικές Μαντινάδες» (Η-ράκλειο, Ν. Αλικιώτης, 1933), «Λαογραφικά Κρήτης, τ. Α΄: Μαντινάδες» (Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1936). Το μεγαλύτερο τμήμα του δημοσιευόμενου υλικού προερχόταν από την επιτόπια έρευνα που είχε πραγματοποιήσει σε διάφορες περιοχές, κυρίως της Ανατολικής Κρήτης.
Την ίδια περίοδο, ζώντας από κοντά τα προβλήματα της εκπαίδευσης, αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να τυπωθούν βιβλία, που θα διευκόλυναν τους μικρούς μαθητές και τις μαθήτριες στο έργο τους. Έτσι, συνεργάστηκε με τον Στέλιο Αλοΐζο, ένα σπουδαίο εκπαιδευτικό του Ηρακλείου. Ήταν διευθυντής του δεκαπενθήμερου εκπαιδευτικού περιοδικού «Το Φως», που εκδιδόταν τα χρόνια 1932-1934 από τον Εκδοτικό Οίκο Μιχ. Ν. Αλικιώτη του Ηρακλείου. Καρπός της συνεργασία τους υπήρξε η έκδοση, από το 1932 και ύστερα, είκοσι έξι σχολικών βοηθημάτων. Απευθύνονταν σε όλες σχεδόν τις τάξεις του Δη-μοτικού Σχολείου και κάλυπταν ποικίλες θεματικές: Ανθρωπολογία, Αριθμητική, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Γεωμετρία, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ζωολογία, Θρησκευτικά και Φυτολογία. Η απήχηση όλων των βιβλίων ήταν μεγάλη και γνώρισαν πολλές επανεκδόσεις τα χρό-νια που ακολούθησαν.
Τα λαογραφικά βιβλία της, στο μεταξύ, προκάλεσαν αίσθηση στην επιστημονική κοινότητα της εποχής. Δημοσιεύτηκαν για αυτά αρκετές βιβλιοκρισίες, κατά κανόνα εγκωμιαστικές, από πολλούς. Μεταξύ αυτών ήταν ο γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκις, ο λαογράφος Στίλπων Π. Κυριακίδης, ο συγγραφέας Σπύρος Μελάς, ο δημοσιογράφος Μιχαήλ Ροδάς αλλά και νεότεροι μελετητές, όπως οι Μανόλης Κριαράς, Μανούσος Ι. Μανούσακας, Μενέλαος Παρλαμάς, Γεώργιος Σπυριδάκης και Νικόλαος Β. Τωμαδάκης.
Εκτιμώντας τις μεγάλες επιστημονικές δυνατότητές της ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας, την προσκάλεσε το 1937 να δουλέψει ως ταξινόμος στο Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, στο οποίο ήταν διευθυντής. Η Μαρία Λιουδάκη αποδέχτηκε την πρόσκληση και στον χώρο αυτό δούλεψε τα επόμενα τρία χρόνια, φέροντας σε πέρας σημαντικό έργο.
Συμμετείχε σε πολλές επιστημονικές αποστολές σε διάφορες ελληνικές περιοχές (Αττική, Κρήτη, Πελοπόννησο) για τη συγκέντρωση γλωσσικής και λαογραφικής ύλης. Ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται να γίνει για τις επισκέψεις της στους συνοικισμούς της Νέας Ιωνίας, της Νέας Φιλαδέλφειας και της Νέας Κοκκινιάς για τη συγκέντρωση υλικού από πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Ανάλογες επισκέψεις πραγματοποίησε στις περιοχές του Αρκαλοχωρίου και της Ιεράπετρας της Κρήτης, όπου είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από τη Σμύρνη. Τα σχετικά χειρόγραφα από όλες τις αποστολές της κατέθετε στην υπη-ρεσία της, όπου και βρίσκονται μέχρι σήμερα, ανέκδοτα στο μεγαλύτερο τμήμα τους.
Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια, δημοσίευε και άρθρα της, με ανέκδοτο υλικό που είχε συλλέξει, σε περιοδικά της Αθήνας και της Κρήτης: «Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών» (Αθήνα 1938-1941) και «Κρητικές Σελίδες» (Ηράκλειο 1936-1937).
Μνεία ενός, με τον τίτλο «Ο γάμος στην Κρήτη τώρα και παλιά», έγινε το 1940 από τον περίφημο βυζαντινολόγο της εποχής Franz Dölger στο γνωστό βυζαντινολογικό περιοδικό «Byzantinische Zeitschrift».
Ενδεικτικό της μεγάλης σπουδαιότητας των παραπάνω άρθρων είναι το γεγονός ότι εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ώς σήμερα από τους ερευνητές σε μελέτες που προετοιμάζουν.
Τα προβλήματα, ωστόσο, δεν έλειπαν. Αιτία, ήταν οι επαφές που δια-τηρούσε με τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Ο τελευταίος, μετά την απόλυσή του από τον χώρο δουλειάς του στην Ιεράπετρα, εγκαταστά-θηκε στο Ηράκλειο, όπου ανάπτυξε μεγάλη συνδικαλιστική δράση ως πρόεδρος του Συλλόγου Ιδιωτικών Υπαλλήλων. Για τον λόγο αυτό συνελήφθη, εξορίστηκε αρχικά στον Άη Στράτη και στη συνέχεια οδηγήθηκε στην Ακροναυπλία. Συχνά, η λαογράφος, τον επισκεπτόταν από την Αθήνα στη φυλακή, τον ενίσχυε οικονομικά και διατηρούσε μαζί του τακτική αλληλογραφία.
Οι κινήσεις της, όλο αυτό το διάστημα, παρακολουθούνταν από δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου και οι οχλήσεις του προς την υπηρεσία της να την απομακρύνει από τη θέση της ήταν συχνές. Απέναντι στις συνεχιζόμενες πιέσεις, ύστερα από σχετική εισήγηση του διευθυντή του Λαογραφικού Αρχείου Γεωργίου Μέγα, η Ακαδημία Αθηνών κάλυψε τη λαογράφο, θεωρώντας την παρουσία της απαραίτητη. Η απαίτηση του Υπουργείου Παιδείας να αποκηρύξει τις κομουνιστικές ιδέες, πράγμα που εκείνη αρνήθηκε να κάνει, οδήγησε στον τερματισμό, τον Μάρτιο του 1940, της απόσπασής της στο Λα-ογραφικό Αρχείο.
Οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν τόσο από την ίδια όσο και από άλλα πρόσωπα το επόμενο χρονικό για να παραμείνει στην Αθήνα δεν τελεσφόρησαν και το φθινόπωρο του ίδιου έτους επανήλθε στα διδακτικά καθήκοντά της, στην Ιεράπετρα.
Κι εδώ, όμως, είχε να αντιμετωπίσει νέες διώξεις. Με εντολή του Υ-πουργείου Παιδείας, ενώ ήδη είχε ξεκινήσει ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, κλήθηκε από το Εποπτικό Συμβούλιο Νομού Λασιθίου σε απολογία για την κομουνιστική δράση που ανάπτυσσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Παρά την τεκμηριωμένη ανατροπή των κατηγοριών στην κατάθεσή της, δεν κατάφερε να μεταστρέψει το σε βάρος της κλίμα. Στις 14 Ιανουαρίου 1941 της επιβλήθηκε η ποινή της εξάμηνης προσωρινής απόλυσης.
Η παραπάνω εξέλιξη την πίκρανε. Λίγο καιρό αργότερα πληροφορήθηκε και τον θάνατο του αδελφού της Γιάννη στο Μέτωπο της Αλβανίας.
Από την πρώτη κιόλας περίοδο της Κατοχής, οργανώθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, αναλαμβάνοντας ηγετικές θέσεις. Την επόμενη περίοδο ανάπτυξε έντονη δράση στην περιοχή του Λασιθίου. Πρωτοστάτησε στην οργάνωση του γυναικείου τμήματος του ΕΑΜ Ιεράπετρας και στη συγκρότηση της «Εθνικής Αλληλεγγύης». Ήταν υπεύθυνη για τη σύνταξη και την κυκλοφορία καθημερινού δελτίου ειδήσεων, που κυκλοφορούσε παράνομα, περιλαμβάνοντας τις εξελίξεις από τα πολεμικά μέτωπα. Λίγο αργότερα, συνέδραμε αποφασιστικά στην έκδοση της πολυγραφημένης εφημερίδας «Φωνή του Λαού». Παρά τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν, δεν εγκατέλειπε τα αγαπημένα της θέματα και συγκέντρωνε λαογραφικό υλικό.
Μέσα σε κλίμα οδύνης πληροφορήθηκε την εκτέλεση, την Πρωτομαγιά του 1944, των διακοσίων πατριωτών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Χαρακτηριστικό είναι το τελευταίο σημείωμα, που έγραψε προς εκεί-νη, λίγο προτού οδηγηθεί στο απόσπασμα.
Μετά την Απελευθέρωση έζησε έντονα στην πόλη της την ανάταση των πρώτων ημερών. Ύστερα από πρότασή της το Ε.Α.Μ. της πόλης οργάνωνε διαλέξεις για επίκαιρα ζητήματα της εποχής, στις οποίες συχνά ήταν ομιλήτρια. Γρήγορα, ωστόσο, ακολούθησε η διάψευση των προσδοκιών.
Μέσα στο κάθε άλλο παρά ομαλό πολιτικό κλίμα, που άρχισε να δια-μορφώνεται, εξοικονομούσε χρόνο για τις προσφιλείς λαογραφικές αναζητήσεις της σε χωριά του Λασιθιού. Άρχισε να σχεδιάζει, μάλι-στα, την έκδοση καινούργιων βιβλίων της. Μόνο ένα, ωστόσο, κατά-φερε τελικά να τυπώσει. Έφερε τον τίτλο «Στου παππού τα γόνατα» (Αθήνα, Ν. Αλικιώτης, 1947). Η ωραία εικονογράφησή του οφειλόταν στη γνωστή ζωγράφο και χαράκτρια Λουίζα Μοντεσάντου. Είναι αμφίβολο, όμως, αν το πήρε ποτέ στα χέρια της.
Ο Εμφύλιος Πόλεμος μαινόταν ήδη στην Κρήτη, όχι βέβαια με την ένταση της κυρίως Ελλάδας. Στις 8 Μαΐου 1947 ανταρτική ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, με αρχηγό τον Γιάννη Ποδιά, εισήλθε στην Ιεράπετρα και επιχείρησε να καταλάβει το κτήριο της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής. Για την αντιμετώπιση της επίθεσης, ειδοποιήθηκαν και κατέφθασαν στην περιοχή κυβερνητικές δυνάμεις με τις ανταρτικές ομάδες του Μανώλη και του Γιάννη Μπαντουβά. Έτσι, υποχρεώθηκε ο Γιάννης Ποδιάς με την ομάδα του να απο-συρθεί. Τους επόμενους μήνες, με αφορμή το παραπάνω επεισόδιο, εξαπολύθηκε διωγμός εναντίον όσων κατοίκων της περιοχής της Ιεράπετρας πρόσκεινταν στην Αριστερά. Ανάμεσά τους ήταν η Μαρία Λιουδάκη που μετατέθηκε από τη θέση της και άρχισε να βιώνει το μίσος και τη μισαλλοδοξία των πολιτικών αντιπάλων της.
Στις 26 Νοεμβρίου 1947 ξεκίνησε η αντίστροφη πορεία για τη ζωή της. Συνελήφθη στην Ιεράπετρα, μαζί με τη μοδίστρα Μαρία Δραν-δάκη και άλλους συνοδοιπόρους της, από άνδρες της ομάδας του Μανώλη Μπαντουβά.
Αρχικά, οι δύο γυναίκες, μεταφέρθηκαν στους στάβλους του, στη συνοικία Πατέλες. Στη συνέχεια, οδηγήθηκαν στην Ειδική Ασφάλεια Ηρακλείου. Από εκεί, τις απέσπασαν ξανά άνδρες της ομάδας του Μανώλη Μπαντουβά και τις οδήγησαν πίσω στους στάβλους. Ύστερα από τις 4 Δεκεμβρίου 1947 χάθηκαν τα ίχνη τους.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 13 Ιανουαρίου 1948, δημοσιεύτηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα «Το Βήμα» ανυπόγραφο κείμενο για τις δύο γυναίκες. Στο άρθρο, γινόταν αναφορά στο πλούσιο λαογραφικό έργο της Μαρίας Λιουδάκη, στη σύλληψή της ως κομμουνίστριας από την «Εθνική Οργάνωση Κρήτης», στην παραπομπή της καθώς και της Μαρίας Δρανδάκη στην Ειδική Ασφάλεια Ηρακλείου, στην επιστροφή των δύο γυναικών στους στάβλους του Μανώλη Μπαντουβά και στην απουσία πληροφοριών για τη μετέπειτα τύχη τους. Στο τέ-λος του άρθρου ζητούνταν από το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως να επιληφθεί του θέματος και να διατάξει σχετική έρευνα.
Ο καπετάνιος Μανώλης Μαντουβάς, ως αρχηγός της «Εθνικής Οργα-νώσεως Κρήτης» απάντησε στις 20 Ιανουαρίου 1948 στο δημοσίευ-μα. Επιβεβαίωσε τη σύλληψη τόσο της Μαρίας Λιουδάκη όσο και της Μαρίας Δρανδάκη από άνδρες της ομάδας του. Ως δικαιολογία για τη σύλληψη της πρώτης, τόνιζε την έντονη κομουνιστική δραστηριότητα που είχε αναπτύξει, γεγονός που τον υποχρέωσε να παρέμβει. Καταλήγοντας, πρόσθετε ότι, «μετά τας απαραιτήτους πατριωτικάς νουθεσίας και συστάσεις» και τις διαβεβαιώσεις τους ότι θα συμ-μορφώνονταν, οι δύο συλληφθείσες είχαν αφεθεί ελεύθερες.
Οι έρευνες για τον εντοπισμό των δύο αγνοουμένων γυναικών, το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, δεν είχαν αποτέλεσμα. Ύστερα από έξι περίπου μήνες, από κάποιο αγρότη μέσα σε μια χαράδρα, στο χωριό Άγιος Σύλλας, βρέθηκαν τα πτώματά τους σε αποσύνθεση. Αυ-τά, μεταφέρθηκαν στην ταράτσα της Νομαρχίας Ηρακλείου, όπου, από συγγενικά τους πρόσωπα, αναγνωρίστηκε η ταυτότητά τους.
Η γνωστοποίηση της είδησης προκάλεσε αίσθηση στην κοινωνία της εποχής. Από φήμες, που κυκλοφόρησαν, έγινε γνωστές ανατριχια-στικές λεπτομέρειες.
Το βράδυ της 4ης Δεκεμβρίου οι δύο άτυχες γυναίκες μεταφέρθηκαν από άνδρες της ομάδας του Μανώλη Μπαντουβά σε χαράδρα, στο χωριό Βαρβάροι. Εκεί, αφού κακοποιήθηκαν, εκτελέστηκαν. Η μεν Μαρία Λιουδάκη με πνιγμό η δε Μαρία Δρανδάκη με λόγχη. Μετά, αποκεφαλίστηκαν, διαμελίστηκαν τα σώματά τους και θάφτηκαν μέσα σε σακιά.
Ο Μανώλης Μπαντουβάς επέμενε δημόσια ότι οι άνδρες της ομάδας του δεν είχαν καμία σχέση με την υπόθεση. Σε κατ’ ιδίαν συνομιλία του με τον λογοτέχνη Θέμο Κορνάρο, ωστόσο, δήλωσε ότι δεν έφερε καμία προσωπική ευθύνη. Δεν απέκλειε το ενδεχόμενο, πάντως, να έκαναν το έγκλημα δικοί του άνδρες. Τις ακριβείς συνθήκες, κάτω από τις οποίες συνέβη το γεγονός, ισχυρίστηκε ότι δεν τις γνώριζε.
Κανένα, όμως, δεν έπειθε με όσα ισχυριζόταν. Γνώριζε τις κινήσεις των ανδρών της ομάδας του και ασκούσε τόσο μεγάλη επιρροή πάνω τους ώστε θα μπορούσε να παρέμβει και να τους αποτρέψει από την απεχθή πράξη τους.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, όλα σχεδόν τα βιβλία της Μαρίας Λιου-δάκη, χάρη στις προσπάθειες της αδελφής της Χαράς, ανατυπώθη-καν επανειλημμένα, γνωρίζοντας μεγάλη κυκλοφοριακή επιτυχία. Ορισμένες ανέκδοτες δουλειές της δημοσιεύτηκαν. Για τη ζωή και το έργο της γράφτηκαν και εξακολουθούν να γράφονται πολλά κείμενα, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες. Η Δημοτική Βιβλιοθήκη Ιεράπετρας φέρει το όνομά της. Στη Λατσίδα, στην πλατεία Μαρίας και Χαράς Λιουδάκη, αποκαλύφθηκε το 2018 προτομή της.
Ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για τη ζωή και το έργο της εξακο-λουθεί να παραμένει το βιβλίο του Μανώλη Μιλτ. Παπαδάκη, «Μαρία Λιουδάκι. Η ιέρεια της Παιδείας», β΄ έκδοση (Αθήνα, Μορφωτική Στέγη Ιεράπετρας, 2004).
Αρκετά ζητήματα σε σχέση με τη δράση της, όμως, χρειάζονται να ερευνηθούν διεξοδικότερα. Δεν γνωρίζουμε, λόγου χάρη, τις ακριβείς συνθήκες, κάτω από τις οποίες ήλθε σε επαφή με τις κομουνιστικές ιδέες· την αντίδρασή της στη μεγάλη διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας το 1927· τη συμμετοχή της στις ολιγάριθμες τροτσκιστικές ομάδες που δημιουργήθηκαν και ανέπτυσσαν δράση στην Κρήτη στις αρχές της δεκαετίας του 1930· την αποστασιοποίησή της από αυτές (αν τελικά υπήρξε ποτέ)· τις επαφές που είχε στην Αθήνα την περίοδο 1937-1940· και, τέλος, λεπτομέρειες για τις απόψεις που εξέφραζε στο πλαίσιο δράσης του Ε.Α.Μ. Λασιθίου.
Στο σημερινό Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακα-δημίας της Ακαδημίας Αθηνών εναπόκεινται αρκετά χειρόγραφα της Μαρίας Λιουδάκη που παραμένουν ανέκδοτα και αναμένουν νεότε-ρους ερευνητές να τα μελετήσουν. Από το Κέντρο προετοιμάζεται η έκδοση βιβλίου της στη σειρά «Πηγές του λαϊκού πολιτισμού».
Στην τελευταία ταινία του σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, με τον τίτ-λο «Το τελευταίο σημείωμα», που προβλήθηκε το 2017, και έχει ως θέμα την εκτέλεση των διακοσίων της Καισαριανής και ειδικότερα τις κινήσεις του Ναπολέοντα Σουκατζίδη στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου, αναφέρεται συχνά το όνομά της, όπως και της αδελφής της Χαράς, αρραβωνιαστικιάς του.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πληροφορία που δημοσιεύτηκε από τον Μανώλη Βασιλάκη σε άρθρο του στο τεύχος 90 του μηνιαίου λογοτεχνικού εντύπου «The Athens Review of books / Αθηναϊκή Επι-θεώρηση του Βιβλίου», που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2017. Θυμίζω ότι η εκδότρια του περιοδικού Μαρία Βασιλάκη είναι κόρη της Χαράς Λιουδάκη. Το 1995, γράφει ο συντάκτης, όταν κατέρρευσε το εγκαταλειμμένο πατρικό σπίτι της λαογράφου στη Λατσίδα, ε-ντοπίστηκε μπαούλο, κρυμμένο επιμελώς στους τοίχους, με αρκετά χειρόγραφα και επιστολές της.
Αρκετές, από τις επιστολές, δημοσιεύονται στο άρθρο του Μανώλη Βασιλάκη. Η έκδοση σε ένα τόμο όλων, με τον απαιτούμενο σχολιασμό τους, νομίζω ότι θα αποκαλύψει άγνωστα στοιχεία για την εντυπωσιακή δραστηριότητα που είχε αναπτύξει η Μεραμπελιώτισσα δασκάλα και λαογράφος.
Μία από τις πιο αξιόλογες πνευματικές φυσιογνωμίες που ανάδειξε η Κρήτη στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
* Ο Κώστας Τσικνάκης, Ερευνητής στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών