Του Σωκράτη Αργύρη
…Να, εγώ είδα πολέμους κι ερημώσεις να πληθαίνουν κι άλλες τόσες τυραννίες να ανεβοκατεβαίνουν.
Τούρκου και Γότθων αντάμα γλίτωσα ’γω το κακό, μα η χώρα σου μου στέλνει έναν κλέφτη πιο τρανό.
Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη, και στοχάσου τι μιζέρια είναι γύρω απλωμένη.Τούτα ο Κέκροπας, κι εκείνα τα ’χε ο Περικλής στολίσει, ο Αδριανός τις Μούσες για να τις παρηγορήσει,και ευγνωμονώ και όσους το ναό μου έχουν χτίσει, – μα ο Αλάριχος κι ο Έλγιν μ’ έχουν άγρια συλήσει. Και σαν να ’πρεπε ο κόσμος το κατόρθωμα να μάθει, τ’ όνομα το μισητό του πάει και στον ναό μου γράφει, σα να νοιάστηκε η Παλλάδα να δοξάσει τ’ όνομά του, κάτω η υπογραφή του, πάνω το κατόρθωμά του! Κι ο απόγονος των Πίκτων [εννοεί τον Έλγιν] είναι φημισμένος όσο είν’ ο αρχηγός των Γότθων, πιθανόν και άλλο τόσο. Ο Αλάριχος τα πάντα είχε άγρια καταστρέψει με το δίκιο του πολέμου, μα ο Έλγιν για να κλέψει όσα οι βάρβαροι αφήσαν, που ’τανε απ’ ό,τι εκείνος είναι βάρβαρος πιο λίγο, γιατί το ’κανε ο Ελγίνος…
Ετσι περιγράφει ο Λόρδος Μπάϋρον, σε μετάφραση του καθ. Παν. Καραγιώργου, στο μακροσκελές ποίημα του, η Κατάρα της Αθηνάς, που γράφτηκε τον Μάρτη του 1811 στην Αθήνα, μια από τις μεγαλύτερες αρχαιοκαπηλίες που έχει γίνει παγκοσμίως.Αφορμή της συγγραφής αυτού του ποιήματος ήταν μια επίσκεψη του, τον Οκτώβρη του 1809 όπου ο Μπάυρον μαζί με τον πιστό του φίλο Χομπχάους βρέθηκε στα Γιάννενα για να συναντήσει τον Αλή Πασά. Εκεί συνάντησε ένα από τους κορυφαίους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, τον Γιαννιώτη Αθανάσιο Ψαλίδα, που απευθυνόμενος στον Λόρδο Μπάυρον και τον συνοδοιπόρο του λόρδο Χομπχάους τους είπε: «Φυλάξτε καλά αυτά που κλέβετε, γιατί κάποια στιγμή θα τα επιστρέψετε στον τόπο που ανήκουν».
Ήδη το θέμα είχε τεθεί.
Ο Μπάυρον εντυπωσιάζεται από την προσωπικότητά του αν και η συνάντησή τους δεν υπήρξε ανέφελη. Ο Ψαλίδας είχε πληροφορηθεί την αρπαγή των ελληνικών θησαυρών από τον ιερόσυλο Σκώτο και βρήκε την ευκαιρία στο σπίτι του Αργύρη Βρεττού να επιτεθεί με δριμύτητα, ιδιαίτερα στον Χομπχάους. Εκείνος ενοχλήθηκε, ενώ ο Μπάυρον τον παρακολουθούσε, χωρίς να συμμετέχει. Τα αυστηρά όμως λόγια του Ψαλίδα βρήκαν απήχηση βαθιά στην ευαίσθητη ψυχή του 21ος ετών Λόρδου για την αδικία εις βάρος των Ελλήνων και την ιεροσυλία της φριχτής λεηλασίας. Το συνειδητοποίησε αργότερα, όταν βρέθηκε το 1811 στην Αθήνα και αντίκρισε τον λεηλατημένο Παρθενώνα. Έγινε από τότε ο μεγαλύτερος κατήγορος των βέβηλων Ευρωπαίων.
Ήταν η περίοδος που λεηλατούνται τα μνημεία της αρχαιότητας από επώνυμους Ευρωπαίους ευγενείς, όπως ο Άγγλος αρχιτέκτονας Κόκερελλ, ο Γερμανός δούκας φον Χάλερσταιν, ο Βαυαρός φον Χάκεν, ο Εσθονός βαρώνος φον Στάλκεμπεργκ και ο Γάλλος πρόξενος στην Αθήνα Φωβέλ.
Πρωθιερέας όλων ο λόρδος Έλγιν, που είχε καταφέρει, ως έκτακτος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, δωροδοκώντας και εξαπατώντας, να αρπάξει από τον Παρθενώνα τα πολύτιμα Μάρμαρα (1801- 1804).
Επίσης ο Άγγλος περιηγητής Έντουαρντ Ντόντγουελ, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της σύλησης των μνημείων της Ακρόπολης, γράφει στο οδοιπορικό του για το γεγονός τα εξής: «Είναι βέβαιο ότι οι καταστροφές που έγιναν στα μνημεία μέσα σε ένα χρόνο ήταν μεγαλύτερες από όσες είχαν υποστεί αυτά, σε ολόκληρο τον 18ο αιώνα».Αλλά και ο περιηγητής Δρ. Κλάρκ, από τους πιο δυνατούς κατήγορους του Έλγιν, αποτιμά συγκριτικά τη ζημιά: «οι καταστροφές που σημειώθηκαν στο ναό (του Παρθενώνα) ήταν μεγαλύτερες από εκείνες που είχε υποστεί από το πυροβολικό των Βενετών».Για την καταστροφή των μνημείων έγραψαν ακόμη και εκείνοι που υπήρξαν μετριοπαθείς για τον Έλγιν, όπως ο Χομπχάους, ο Φ. Σ. Νορθ Ντάγκλας ή αργότερα ο Α. Μιχαέλις.
Στη μεγάλη συζήτηση που έγινε στη Βουλή των Κοινοτήτων του Λονδίνου το 1816 για την αγορά των αποσπασμένων από τον Ελγιν Γλυπτών από τα μνημεία της Ακρόπολης, ο Χιου Χάμερσλι, μέλος του Κοινοβουλίου, είχε υπερασπισθεί με σθένος μια τροπολογία για τη μελλοντική επιστροφή των κλεμμένων ελληνικών αρχαιοτήτων, χωρίς να γίνει αποδεκτή.
«…η Μεγάλη Βρετανία κρατεί αυτά τα μάρμαρα ως παρακαταθήκη μέχρις ότου της ζητηθούν από τους τωρινούς ή οποιουσδήποτε μελλοντικούς κυρίους της Πόλης των Αθηνών και μετά από ένα τέτοιο αίτημα αναλαμβάνει χωρίς διατυπώσεις ή διαπραγματεύσεις να τα επανατοποθετήσει όσο είναι δυνατόν στα μέρη από όπου είχαν αφαιρεθεί και στο μεταξύ θα φυλάσσονται προσεκτικά στο Βρετανικό Μουσείο».
Ο Χάμερσλι υπήρξε ένας από τους πολλούς Βρετανούς οι οποίοι στα χρόνια που θα ακολουθούσαν είχαν τη «γενναιότητα», να σταθούν αντίθετοι της άρνησης των βρετανικών κυβερνήσεων για την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα.
Αργότερα, υποστηρίζοντας την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, ύψωσε τη φωνή του και ο Κωνσταντίνος Καβάφης, που το 1891 δημοσίευσε άρθρο στην αγγλική γλώσσα στο περιοδικό της Αλεξάνδρειας «Δέκατος Ενατος Αιώνας», με αφορμή την αρνητική στάση του Κnoles, διευθυντή έγκυρου βρετανικού περιοδικού. Έγραψε τότε: «Είναι αναξιοπρεπές δι’ έν μέγα έθνος το να επωφελήται από ημιαληθείας και ημιδικαιώματα. Η τιμιότης είναι η καλυτέρα πολιτική, και τιμιότης εις την περίπτωσιν των Ελγινείων Μαρμάρων σημαίνει απόδοσιν. Εάν πρόκειται περί του δευτέρου, είναι λυπηρόν ότι δεν ενεθυμήθει το απόφθεγμα του μεγάλου Γάλλου συγγραφέως «Οστις τρέχει πίσω από το πνεύμα αρπάζει την μωρίαν».
Σύμφωνα με τον αρχικό κατάλογο, που συνέταξε ο Έννιο Κουιρίνο Βισκόντι, Διευθυντής του Μουσείου του Καπιτωλίου και στη συνέχεια του Μουσείου του Λούβρου στο Παρίσι, ο αριθμός των αρχαίων που πήρε ο Έλγιν ανέρχεται σε 253 ανάγλυφα και αγάλματα εκτός από τα μικρά αντικείμενα. Στον αριθμό αυτόν περιέχονται μετόπες και πλάκες της ζωφόρου του Παρθενώνα, αγάλματα από το ανατολικό και δυτικό αέτωμα, η Καρυάτιδα και ο κομψότατος κίονας του Ερεχθείου, το μεγάλο άγαλμα του Βάκχου πάνω από το Θέατρο του Διονύσου κλπ.
Ο Pierre-Joseph Proudhon στο έργο του Περί Ιδιοκτησίας είχε γράψει: «Αν έπρεπε να απαντήσω στο ερώτημα «Τι είναι δουλεία;» κι αν επρόκειτο να απαντήσω μονολεκτικά με τη λέξη «έγκλημα», θα με καταλάβαιναν αμέσως όλοι».
Δε θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσω μια μακροσκελή επιχειρηματολογία για να δείξω πως η εξουσία να στερείς από έναν άνθρωπο τις σκέψεις του, τη βούλησή του και την προσωπικότητά του είναι μια δύναμη ζωής και θανάτου κι ότι το να υποδουλώνεις έναν άνθρωπο είναι σαν να τον δολοφονείς.
Γιατί τότε στο ερώτημα «Τι είναι ιδιοκτησία;» να μην μπορώ να απαντήσω παρομοίως με τη λέξη «κλοπή» δίχως να είμαι σίγουρος πως θα με παρεξηγήσουν, παρ’ όλο που η δεύτερη πρόταση αποτελεί απλώς μια παραλλαγή της πρώτης»;Αυτή ακριβώς η φράση ταιριάζει για τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα, που βρίσκονται στο Λονδίνο.
Χρόνια τώρα όλες οι αγγλικές κυβερνήσεις, προσπαθούν να αποκτήσουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα για όλες τις αρχαιότητες που έστειλε στην Μεγάλη Βρετανία ο Έλγιν, ξέροντας ότι δεν υπάρχει κανένα Σουλτανικό Φιρμάνι που να επέτρεπε την αρχαιοκαπηλία και να την νομιμοποιούσε και που ποτέ δεν παρουσιάστηκε από τον Έλγιν, στην συνεδρίαση της Βουλής των Κοινοτήτων στο Λονδίνο το 1816.
Γι’ αυτό το Επίσημο Ελληνικό Κράτος θα έπρεπε να είχε ζητήσει την βοήθεια της Ιντερπόλ ώστε να επιστραφούν ως προϊόντα κλοπής που μάλιστα το ίδιο το Βρετανικό Κοινοβούλιο παραδέχτηκε αφού αγόρασε προϊόντα κλοπής χωρίς επίσημο τίτλο και έκανε αποδοχή προϊόντων κλοπής καταβάλλοντας τότε £350.000.
Η αρχαιοκαπηλία είναι το φαινόμενο των διαφόρων εγκληματικών συμπεριφορών παράνομης ιδιοποίησης μνημείων, τα οποία νοούνται ως υλικά πολιτιστικά αγαθά της αρχαίας ιστορίας.Μεταξύ των «βασικών εγκλημάτων» του ισχύοντος σχετικού Ν. 3691/2008 συγκαταλέγονται τα ρυθμιζόμενα στο κεφάλαιο αυτό εγκλήματα της κλοπής μνημείων, της υπεξαίρεσης μνημείων, της αποδοχής και διάθεσης μνημείων που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος, δηλαδή και των τριών περιπτώσεων εγκλημάτων που συνίστανται σε αυτό που ονομάζεται άτυπα ως αρχαιοκαπηλία, της παράνομης ανασκαφής ή άλλης αρχαιολογικής έρευνας καθώς και της παράνομης εξαγωγής πολιτιστικών αγαθών. Συνεπώς, αρχαιοκαπηλία, λαθρανασκαφή και η φυγάδευση πολιτιστικών αγαθών στο εξωτερικό, η οποία μάλιστα συνδέεται στενά με το εγχείρημα ξεπλύματος αρχαιοτήτων από αντικείμενο αρχαιοκαπηλίας σε αντικείμενο νόμιμου εμπορίου, συνιστούν τις αξιόποινες συμπεριφορές που οδηγούν και δευτερεύουσες ποινικώς κολάσιμες συμπεριφορές, εκείνες του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.Εξ άλλου η Ιταλική κυβέρνηση κάθισε στο εδώλιο της κατηγορουμένης την πρώην διευθύντρια ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων του Μουσείου Γκετί των ΗΠΑ, εδώ και χρόνια, για παρανόμως αποκτηθέντων αρχαιοτήτων ιταλικής προέλευσης και με παράλληλο αίτημα την επιστροφή τους.
Πηγή: grpress.gr