Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Στον πόρο πόρο των αμαθιών μου είχανε προβάλει τα δάκρυα, μα δεν τ’ άφησα να πορίσουνε.
Ντελικανιδάκι ήμουνε, δικαίωμα στο κλάημα είχα, μα ήμουνε και περήφανος και ‘γωιστής και ξεροκέφαλος και δεν ήθελα να με θωρούνε οι άλλοι να κλαίω.
Κι όμως σε απόγνωση βρέθηκα και κονταροχτυπιούντανε μέσα μου η πεθυμιά να βάλω τα κλάματα και η περηφάνεια μου απού μου τ’ απαγόρευε.
Βρισκόμουνε στη Χανιόπορτα, στο ΚΤΕΛ των λεωφορείων της Μεσσαράς, εκείνων των κόκκινων λεωφορείων με τη μακρυά μουτσούνα, που μεταφέρνανε αθρώπους στο εσωτερικό τους και κότες, κουνέλια, βαλίτσες και μπαούλα στην οροφή τους, όπου εσκαρφάλωνε ο βοηθός σαν νάτανε ακροβάτης.
Σετέμπρης ήτανε κι εγώ εγιάγερνα στη Χώρα από τση Γκαγκάλες, το χωριό του κύρη μου, όπου ‘χα πάει για διακοπές στο κονάκι των θειαδών μου, τση Αγγελικής και τση Βαγγελιάς.
Εκόντευε ν’ ανοίξει το σκολειό κι έπρεπε να ‘μαι παρών στο 26ο δημοτικό των Καμινίων, στην τρίτη τάξη.
Οι θειάδες μου μ’ είχανε φορτώσει του κόσμου τα πράματα για να τα βαστώ των γονέων μου, να ‘χουμε να πορευόμαστε για κάμποσο καιρό.
Παξιμάδια, τυροζούλια, δυό σφαγμένες κότες, ένα κουνέλι, σταφύλια, πατάτες, καπλόσυκα, ένα τενεκέ λάδι, κρασί και ρακή για τον κύρη μου και μια κόκκινη πατανία για τη μάνα μου, ήσανε αυτά που ‘χανε φορτωθεί στο λεωφορείο, μαζί με μένα.
Στο φόρτωμα, κανένα πρόβλημα δε βρήκα ομπρός μου, μήτε και στο ταξίδι εζορίστηκα, κι ας ήτανε το περσσότερο μέσα από χωματόδρομους, απού σου φέρνανε τα’ άντερα στη μπούκα.
Μα σαν ο βοηθός του λεωφορείου εκατέβασε από τον ουρανό τα’ αμαξού τα πράματα μου και τα ‘δα ένα σωρό ομπρός μου, ετότεσας μου ‘ρθανε τα δάκρυα στα μάθια.
Εξάνοιγα το σωρό των πραμάτων απού έπρεπε να κουβαλήσω στο σπίτι μας, στην οδό Ηφαίστου στα Καμίνια, κανά χιλιόμετρο δρόμο κι αιστανόμουνε την απόγνωση να με κρούβει.
Οι ποδέλοιποι ταξιδευτές επαίρνανε τα μπράτη τους και μολαίρνανε ένας ένας και στο τέλος επόμεινα ολομόναχος στο πεζοδρόμιο, με μια στοίβα πράματα, χωρίς να γατέω ίντα να ‘κανα το μαύροκακορίζικο.
Κι απάνω απού μ’ έπιανε το παράπονο, είδα να στέκεται ομπρός μου ο Αλάτσας, ο χαμάλης, απού πολύ τονε φοβούμουνε.
Όχι πως μου ‘χε κάμει πράμα ο άθρωπος, μα όποτε τον έβλεπα τον εθώρουνα νευριασμένο, γιατί οι Καστρινοί απού δεν ήσανε χαμάληδες, του πετούσανε δεκάρες κάτω από τα’ αυτοκίνητα, για να κάνουνε χάζι σαν τον θωρούσανε να σέρνεται σαν τον όφι και να μαζώνει τση δεκάρες και να τοσε φωνιάζει ‘’άμα μπρε είσαστε από οικογένεια, κοσάρικα να μου πετάτε’’.
‘’Εδικά σου είναι όλα ετούτα να;’’ Μου ‘πε ο Αλάτσας και μου ‘δειξε το σωρό των πραμάτων απού ‘χα ομπρός μου.
Εφοβήθηκα μια ολιά, μα απάντησα του πως δικά μου ήτανε.
‘’Και πού, μπρε, θα τα πας;’’ με ξαναρώτηξε.
Είπα του, με μισή καρδιά, γιατί εσυνέχιζα να τονε φοβούμαι.
‘’Ανίμενε επαέ, να φέρω το καρότσι’’ μου ‘πε κι έφυγε πρίχου προκάμω να του αντιγυρίξω λέξη.
Τα ‘χασα.
Σκεφτόμουνε πως καθόλου λεφτά δεν είχα να τονε πλερώσω, σκεφτόμουνε κι ίντα θα ‘κανε σαν του το ‘λεγα, φοβούμουνε.
Και να τα πάλι τα δάκρυα στον πόρο πόρο των αμαθιών μου.
Πολύ γρήγορα εξαναφάνηκε ο Αλάτσας ο χαμάλης, σέρνοντας το ξύλινο καρότσι, με τση σιντερένιες ρόδες απού εχαλούσανε τον κόσμο στο χαλικόδρομο.
Δίχως να μου πει κουβέντα, εντάκαρε να σηκώνει τα μπράτη μου και να τα βάνει στο καρότσι.
‘’Κύριε Αλάτσα…δεν έχω λεφτά…’’ εκατάφερα να του μολοήσω και τα μάθια μου επαλεύανε να μην αφήσουνε το δάκρυ να πορίσει.
‘’Δε θέλω λεφτά’’ μου απάντησε ξερά και συνέχισε το φόρτωμα.
Δεν αιστανόμουνε καθόλου καλά. Φαίνεται πως θα ‘χα χάσει και το χρώμα μου. Το ‘δε ο Αλάτσας.
‘’Ανέβα και συ στο καρότσι’’ μου ‘πε, με επιταχτικό τόνο, δίχως να μ’ αφήνει περιθώρια αντίρρησης.
Ανέβηκα κι εγώ στο καρότσι, επέρασε ο Αλάτσας το σκοινί λοξά στο μπέτη του από το λαιμό του και εντάκαρε να σέρνει, τη στιγμή που κάποιος κουρέας από απέναντι του πέταξε δεκάρες κάτω από ‘να αυτοκίνητο.
‘’Άμε μπρε στο διάολο, μα εσύ δεν είσαι από οικογένεια’’ του φώνιαξε ο Αλάτσας κι ο κουρέας εξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Δεν αργήσαμε να φτάξομε όξω από το σπίτι μου.
Επετάχτηκε η μάνα μου κι έδειχνε να τα χάνει στο θέαμα που αντίκρυζε.
Της εξήγησα, όσο ο Αλάτσας ξεφόρτωνε τα πράματα.
‘’Πόσο κάνει ο κόπος σας;’’ ερώτηξε τον άθρωπο.
‘’Πράμα δεν κάνει, χαρά στο πράμα’’ τσ’ είπε κατεβάζοντας την τελευταία βούργια από το καρότσι.
‘’Τουλάχιστο, έλα μέσα να σε κεράσομε μια ρακή’’ του ‘πε η μάνα μου.
‘’Για μια ρακή, ευχαρίστως’’ απάντησε ο Αλάτσας και εμπήκε στο σπίτι.
Δεν έκατσε πολύ, γιατί το μεροκάματο τον εκαλούσε.
Ξαναζεύτηκε το καρότσι του και κίνησε.
‘’Εσύ παιδί μου, είσαι από οικογένεια’’ μου ‘πε και μου χαμογέλασε.
‘’Κι εσύ είσαι από τον ουρανό’’ ήθελα να του αντιγυρίσω, μα δεν το ‘καμα.
Μα το μυαλό μου μια εικόνα το σκέπαζε. Ήτανε, λέει, ένας άγγελος που δεν είχε φτερά και δεν εβάστα σπαθί, μα έσερνε καρότσι με σιντερένιες ρόδες που εχαλούσανε τον κόσμο κι εκουβάλιε τα πάθητα των αθρώπων.
Μα οι αθρώποι του πετούσανε δεκάρες, για να κάνουνε χάζι.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς