Του Δημήτρη Χ. Σάββα
Μπορεί ο Εθνικός μας Ύμνος να μας συνεπαίρνει, γεμίζοντάς μας υπερηφάνεια και εθνική έπαρση, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το άκουσμα του Ακαθίστου Ύμνου. Πρόκειται για ένα φωτεινό και μοναδικό δημιούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας που μας γεμίζει κατάνυξη και ευφροσύνη, πληρότητα στην προσευχή μας αλλά και μια ιδιαίτερη ανακούφιση, αφού μετριάζει το πένθιμο και αυστηρό αυτών των ημερών με την ανοιξιάτικη εικόνα της εποχής μας.
Δεν θα μπορούσε λοιπόν να μην είναι ο Ακάθιστος Ύμνος ένα από τα μεγαλύτερα ποιητικά δημιουργήματα. Ομως…. τούτες τις μέρες θεωρώ σκόπιμο να ανατρέξω κάποιες δεκαετίες πίσω και συγκεκριμένα αρχές του περασμένου αιώνα. Πρόκειται για κάποιες μαρτυρίες και βιώματα του τότε μαθητή του δημοτικού σχολείου και μετέπειτα επιφανούς θεολόγου Νικολάου Ζευγαδάκη. Αποσπάσματα αυτών θα σας αναφέρω:
“Η Παρασκευή της Ε’ εβδομάδος της Μεγ. Τεσσαρακοστής, κατά το απόγευμα και την νύκτα της οποίας ψάλλεται εις τους Ιερούς Ναούς ολόκληρος η ακολουθία του Ακαθίστου Υμνου, συνέπεσε το έτος 1911 κατά την 25ην Μαρτίου, εορτήν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Εν τη περιπτώσει ταύτη οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου ψάλλονται το απόγευμα μετά του Εσπερινού της αποδόσεως της εορτής. Αυτό έγινε κατά το έτος εκείνο εις την ημετέραν πόλιν, μη ψαλείσης ασφαλώς της ακολουθίας ταύτης και κατά τη νύκτα, εφ’ όσον ως θα ίδωμεν, το απόγευμα ετελέσθη αύτη τη συμμετοχή του Αρχιερέως και των Αρχιμανδριτών και μετά πάσης εν γένει της ειθισμένης κατά την νύκτα μεγαλοπρεπείας και επισημότητος.
Παιδίον, κατά το ειρημένον έτος, 9 ετών ευρισκόμην το απόγευμα της ημέρας εκείνης, λόγω της αργίας των σχολείων δια την εορτήν, εις το μαγαζί του πατέρα μου, εις την λεγομένην τότε συνοικίαν Αγκεμπούτ, πάνω από το υπό την επωνυμίαν ταύτην μουσουλμανικόν τεμενος, την σήμερον υπό ανακαίνισιν Παναγίαν των Σταυροφόρων.
Θα έπαιζα ασφαλώς, αλλά μόλις ήκουσα την κωδωνοκρουσίαν του Μητροπολιτικού Ναού, τα αφήκα όλα – δεν υπήρχε, βλέπετε, τότε το πάθος της μπάλλας – και έτρεξα εις το Αγιον Μηνάν. Εισήλθον με ευλάβειαν και κατέλαβον την συνήθη μου θέσιν παρά τας υπαρχούσας την εποχήν εκείνην ξυλίνας κιγκλίδας του αριστερου χορού, οπόθεν παρηκολούθουν καλώς τα γινόμενα εν τω ιερώ Βήματι και τον πρώτον, τον δεξιόν, εκκλησιαστικόν χορόν και απελάμβανον το θείον μεγαλείον του χοροστατούντος Αρχιερέως.
Είχον αρχίσει να εκκλησιάζομαι τακτικώς, εις τον Μητροπολιτικόν ναόν δε του Αγίου Μηνά κατά προτίμησιν, από του φθινοπώρου του εκκλησιαστικού έτους 1910-1911, ότε εφοίτων εις την Γ’ Δημοτικού. Ας προσθέσω δε ότι κατενόουν ήδη πάντα τα γινόμενα εις τας ιεράς τελετάς και ακολουθίας, ευχερώς εξ αυτών ανευρίσκων τους οικείους τελετουργικούς κανόνας”.
Στη συνέχεια ο Νικόλαος Ζευγαδάκης μας περιγράφει τον ιερό Ναό του Αγίου Μηνά, όπου στο τέμπλο του υπήρχαν οι περίφημες εικόνες του Δαμασκηνού. Μιλάει για τον τότε μητροπολίτη Κρήτης, τον αείμνηστο Ευμένιο Ξηρουδάκη, μια μεγάλη πραγματικά μορφή της Εκκλησίας μας!
Επίσης για τον ιερωθέντα νεωκόρο του ναού Στυλιανό Κοντάκη, αλλά και τον αντικαταστάτη του Μιχαήλ Φραγκουλάκη, τον “Μιχάλη Μπρουτζά”, όπως τον έλεγαν. Για τον αρχιδιάκονο Καλλίνικο Καοκκίνη και τον “διάκονο της Εκκλησίας”, Μιχαήλ Φωστιέρη. Ηδη “άρχιζε να ψάλλεται αργά το απολυτίκιο “Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει” και στη συνέχεια με επιβλητική φωνή ο αρχιερέας έλεγε την πρώτη στάση των χαιρετισμών “Αγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε”. Στη συνέχεια το “Χαίρε νύμφη ανύμφευτε” και φυσικά το “αλληλούια”.
Άλλες παρουσίες που συνέβαλαν στην κατανυκτική ατμόσφαιρα αυτών των ημερών, στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά ήταν ο αρχιμανδρίτης Βασίλειος Λεμονίδης, έξαρχος του Παναγίου Τάφου και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Ασκάλωνος εν Παλαιστίνη.
Πάντοτε επιβλητικός και καλλίφωνος, απαγγέλλοντας την δεύτερη στάση των χαιρετισμών της Θεοτόκου: “Ηκουσαν οι ποιμένες των αγγέλων υμνούντων την ένσαρκον Χριστού Παρουσίαν…”
Χαρακτηριστική επίσης η παρουσία του δεύτερου αρχιμανδρίτη και καθηγητή των θρησκευτικών, του μοναδικού τότε δημοσίου γυμνασίου στην πόλη το υ Ηρακλείου, Τιμοθέου Βενέρη, Μητροπολίτη Κρήτης στη συνέχεια. Θα ήταν βέβαια μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθεί το όνομα του οικονόμου Τίτου Φακιολάκη, πρώτου των ιερέων της πόλεως και αποφοίτου της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Λόγος επίσης γίνεται για τους επιτρόπους του Αγίου Μηνά με επικεφαλής αυτών τον εκκλησιαστικότερο και αρχοντικότατο Ιωάννη Αργυράκη. Τέλος αναφέρεται στους ψάλτες του Ιερού Ναού, που αυτή την περίοδο ήταν ο Πέτρος Μανέας ως δεξιός και ο Νικόλαος Εκκλησιάδης ως αριστερός ψάλτης.
Για τον Πέτρο Μανέα οι πληροφορίες μας είναι, προτού έλθει στον Άγιο Μηνά, είχε διατελέσει ιεροψάλτης στην Κωνσταντινούπολη.
Αυτή η ίδια κατανυκτική ατμόσφαιρα τηρείται με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια και επί των ημερών μας, χάρη στην άριστη καθοδήγηση του πρωτοπρεσβυτέρου πατέρα Εμμανουήλ Σταυρουλάκη και των εξαίρετων συνεργατών του.
Μεσολαβούσε τότε και τώρα η “κουφή” εβδομάδα. Μια εβδομάδα χωρίς ψαλμωδίες και χαιρετισμούς εν αναμονή της Μεγάλης Εβδομάδας, της εβδομάδας των Παθών. Ο πάντα σοφός ελληνικός λαός αποκαλεί αυτή την εβδομάδα “βουβή” ή “κουφή” με μοναδική δικαιολογία ότι δεν τελούνται ακολουθίες και δεν σημαίνουν καμπάνες. Άλλη όμως, ίσως, είναι η πραγματικότητα. Όχι μόνο βουβή και κουφή δεν είναι, αλλά πρόκειται για μια εβδομάδα με πολλά μηνύματα και με πλούσιες θεολογικές έννοιες γύρω από το μυστήριο του θανάτου. Μια εβδομάδα που προετοιμάζει κλήρο και λαό για την επόμενη εβδομάδα, αυτή των σεπτών και αγίων παθών! Της εβδομάδας αυτής που ξεκινάει μ’ ένα πανηγύρι, με μια θριαμβευτική υποδοχή του Χριστού στα Ιεροσόλυμα από έναν “μεθυσμένο” όχλο. Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν, η αυλαία της ιστορίας αρχίζει να πέφτει μπροστά στις έννοιες της εξαπάτησης και του αυτοεξευτελισμού, οδηγώντας τελικά στο “σταυρωθήτω”.