Η Αγία Γαλήνη είναι ένα δημοφιλές παραθαλάσσιο θέρετρο στην Κρήτη, που κάθε χρόνο ελκύει εκατοντάδες τουρίστες. Βρίσκεται στο Δήμο Αγίου Βασιλείου, στην Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνης και βρέχεται από το Νότιο Κρητικό Πέλαγος.
Το γραφικό χωριουδάκι της Αγίας Γαλήνης, με τις παραλίες της, το λιμανάκι, το χωριό με τα γραφικά στενάκια με τις παραδοσιακές ταβέρνες της και τα καταστήματα ελκύει πολλούς τουρίστες κάθε χρόνο. Χτισμένο αμφιθεατρικά σε απόκρημνη πλαγιά, σε κερδίζει αμέσως με τη φυσική ομορφιά του τοπίου, τα νοσταλγικά δαιδαλώδη δρομάκια του, το γαλήνιο και φιλόξενο χαρακτήρα του.
Πριν τις δεκαετίες του ‘60 και ’70, το χωριό ήταν ένα άγνωστο μικρό ψαροχώρι που εξυπηρετούσε τους κατοίκους του χωριού Μέλαμπες. Τη δεκαετία του ’60 κατάφερε να κλέψει τις καρδίες των χίπις και να γίνει ο αγαπημένος προορισμός των απελευθερωμένων παιδιών των λουλουδιών. Μάλιστα αρκετοί έχουν γίνει φανατικοί οπαδοί και εξακολουθούν να επισκέπτονται την Αγία Γαλήνη κάθε χρόνο. Άλλωστε αν την επισκεφτείς μια φορά μένει στην καρδιά σου! Την ερωτεύεσαι και θέλεις να ξαναγυρίσεις και να ξαναγυρίσεις…
Όμως εκτός από τη νοσταλγική ατμόσφαιρα, τα γραφικά δρομάκια και τις δελεστικές παραλίες της, η Αγία Γαλήνη έχει την μακραίωνη ιστορία της, τους θρύλους που την περικλείουν μυστηριακά τόσα χρόνια κι αυτά θα προσπαθήσουμε να σας εξιστορήσουμε σήμερα.
Η Αγία Γαλήνη είναι κτισμένη στην τοποθεσία του αρχαίου λιμανιού της Μινωικής Σίβρυτου (σημερινός Θρόνος Αμαρίου), αποτελούσε το επίνειο της, ονομαζόταν Σουλία και ήταν μια από τις εκατό πόλεις της Κρήτης που περιγράφει ο Όμηρος.
Μπορεί το όνομα Σουλία να μην σας λέει τίποτα, ωστόσο έχει συνδεθεί με ένα πολύ γνωστό μύθο, του Δαίδαλου και του Ίκαρου. Σύμφωνα με το μύθο, ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος κρύφτηκαν σε μία σπηλιά όταν δραπέτευσαν από το παλάτι του Βασιλιά Μίνωα. Σε αυτή τη σπηλιά, που βρίσκεται στην Αγία Γαλάνη, ο Δαίδαλος έφτιαξε τα κέρινα φτερά τους και έδειξε στον Ίκαρο, πως να τα χρησιμοποιεί. Εδώ βρίσκεται κι ο βράχος από όπου πέταξαν για το μοιραίο ταξίδι τους. Τον μύθο αυτό θυμίζουν τα δυο αγάλματα, του Δαίδαλου και του Ίκαρου, που έχουν στηθεί στην Αγία Γαλήνη, για να μας θυμίζουν τους δύο πρώτους αεροπόρους της μυθολογίας
Η Σουλία ήταν τόπος λατρείας, όπου υπήρχε ένας μεγάλος ναός αφιερωμένος στη θεά Άρτεμη. Δίπλα στο ποτάμι μάλιστα έχουν βρεθεί κολόνες και λείψανα ιερού, που ήταν αφιερωμένο στην θεά του κυνηγιού. Έχουν βρεθεί αρκετά αρχαιολογικά ευρήματα σε ανασκαφές που έχουν γίνει στην περιοχή. Επίσης, έρευνες έφεραν στο φως ναυάγιο ρωμαϊκού πλοίου του 3ου μ.Χ. αι., στο οποίο βρέθηκαν ειδώλια, λυχνάρια, προτομές, χάλκινα αντικείμενα που σήμερα εκθέτονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύμνου. Η Σουλία καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς το 640 μ.Χ.
Όταν την παλιά θρησκεία διαδέχθηκε ο Χριστιανισμός, πάνω στα ερείπια του ναού της Αρτέμιδας, χτίστηκε η Μονή του Γαλήνιου Χριστού. Στο νεκροταφείο του οικισμού, λίγο έξω από το χωριό, σώζεται η παλιά εκκλησία της Μονής, η Κοίμηση της Παναγίας.
Γιατί λέγεται “Αγία” η Αγ.Γαλήνη; Από που πήρε το όνομα της.
Ο τοπικός θρύλος λέει ότι το σημερινό όνομα του χωριού, «Αγία Γαλήνη», συνδέεται με τους Βυζαντινούς χρόνους και συγκεκριμένα με τις αρχές του 5ου αι. μ.Χ., όταν η ζήλια και οι δολοπλοκίες της Πουλχερίας, αδελφής του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β’, εξορίζουν τη νεαρή αυτοκράτειρα και γυναίκα του αδελφού της, Ευδοκία, στους Αγίους Τόπους.
Η Αιλία Ευδοκία (401 – 20 Οκτωβρίου 460), ή και Αγία Ευδοκία, ήταν σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β´ του Μικρού (408-450) και μία εξέχουσα ιστορική προσωπικότητα με σημαντική συμβολή στην καθιέρωση του Χριστιανισμού κατά την έναρξη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αρχικώς ονομαζόταν Αθηναΐς. Καταγόταν από την Αθήνα και ήταν κόρη του Λεόντιου, του ονομαστού καθηγητή της ρητορικής στην Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Η Αθηναΐς, όπως και ο πατέρας της, ήταν εθνική (ειδωλολάτρις) στο θρήσκευμα και έλαβε αξιόλογη μόρφωση, αφού είχε διδαχθεί τον Όμηρο, τους τραγικούς, το Λυσία και το Δημοσθένη, νεοπλατωνική φιλοσοφία, αστρονομία και γεωμετρία.
Μετά τον θάνατο του πατέρα της, φαίνεται ότι αδικήθηκε από τα αδέλφια της στην διανομή της πατρικής περιουσίας (Φαίνεται πως ο Λεόντιος άφησε όλη την περιουσία του στους γιους του και στην Ευδοκία άφησε μόνο 100 νομίσματα) και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 420 ή 421 για να διεκδικήσει το δίκαιο της. Φαίνεται ότι για τον λόγο αυτό ζήτησε την συνδρομή της Αυγούστας Πουλχερίας, η οποία επιτρόπευε τότε τον αδελφό της Θεοδόσιο τον Β´ και αναζητούσε την εποχή εκείνη την κατάλληλη σύζυγο για τον μέλλοντα αυτοκράτορα. Η Πουλχερία, εκτιμώντας τα πολλά προσόντα της Αθηναΐδος, την θεώρησε ιδανική σύζυγο για τον αδελφό της. Αργότερα όμως οι δύο γυναίκες, αμφότερες ισχυροί χαρακτήρες, ήλθαν σε αντιπαράθεση.
Αφού η Αθηναΐς κατηχήθηκε και βαπτίσθηκε χριστιανή, μετονομασθείσα εις Αιλία Ευδοκία, παντρεύτηκε τον Θεοδόσιο το 421 στην Κωνσταντινούπολη. Το 422, όταν γέννησε την πρώτη της θυγατέρα, την Ευδοξία, ονομάστηκε Αυγούστα, δηλαδή επισήμως αυτοκράτειρα. Τόσον η θέση της όσον και η μόρφωση και η ευφυΐα της της εξασφάλιζαν την δυνατότητα για την προώθηση της Ελληνικής γλώσσας στην Παιδεία, στην Διοίκηση και στην Δικαιοσύνη. Στην νέα αυτοκράτειρα φαίνεται να οφείλεται η ίδρυση του Πανδιδακτηρίου το 425. Αναδιοργάνωσε της ανώτερη Σχολή της Κωνσταντινούπολης, προώθησε την Φιλοσοφία, την Ελληνική γλώσσα και γραφή και άσκησε την επιρροή της ώστε, διά διατάγματος πλέον, οι διαθήκες να συντάσσονται στην ελληνική γλώσσα και μάλιστα οι πρώτες δικαστικές αποφάσεις στην Ελληνική γράφηκαν επί βασιλείας της.
Η Ευδοκία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αφοσίωση στην χριστιανική πίστη, μετά δε τον γάμο της κόρης της Ευδοξίας με τον αυτοκράτορα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ουαλεντινιανό Γ΄ (ή Βαλεντινιανός Γ΄) το έτος 437, μετέβη χάριν προσκυνήσεως στα Ιεροσόλυμα, όπου και παρέμεινε επί δύο χρόνια. Κατά το ταξίδι της στάθμευσε στην Αντιόχεια, όπου καυχήθηκε εκφράζοντας την περηφάνια της για την Ελληνική της καταγωγή. Κατόρθωσε δε να πείσει τον αυτοκράτορα να ανεγείρει διάφορα χρήσιμα για την πόλη έργα.
Η Ευδοκία επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη περί το τέλος του 439 και βοήθησε τον έπαρχο Κύρο να προαχθεί σε ύπαρχο. Ο πανίσχυρος όμως ευνούχος Χρυσάφιος κατηύθυνε τον Θεοδόσιο Β´ με πανουργία και δημιουργούσε προβλήματα στις σχέσεις του με την Ευδοκία, η οποία συκοφαντήθηκε ότι διατηρούσε αθέμιτες σχέσεις με τον ανώτατο αξιωματούχο του παλατιού Παυλίνο. Μάλιστα ο Παυλίνος καταδικάσθηκε για τον λόγο αυτό σε θάνατο.
Η ιστορία αυτή και η τόση δύναμη που είχε αποκτήσει έστρεψαν εναντίον της την κουνιάδα της Πουλχερία η οποία μεθόδευσε το 443 την εξορία της στους Αγίους Τόπους. Από εκεί η Ευδοκία θέλησε να επισκεφτεί στην Ρώμη την κόρη της Λικινία Ευδοξία η οποία όπως προείπαμε ήταν σύζυγος του αυτοκράτορα Ουαλεντινιανού Γ’ και να τους εκφράσει την δυσαρέσκεια της για τα όσα της καταμαρτυρούσαν.
Το πλοίο που μετέφερε την Ευδοκία στη Ρώμη, καθώς περνούσε από τα νότια παράλια της Κρήτης, κοντά στην περιοχή της Σουλίας, αντιμετώπισε φοβερή θαλασσοταραχή, η οποία έφερε το πλήρωμα σε απόγνωση. Η Ευδοκία, χωρίς να χάσει το θάρρος της, προσευχήθηκε στην Παναγία, παρακαλώντας την να γαληνεύσει τα νερά κι εκείνη ως ανταπόδοση θα έκτιζε μια εκκλησία αφιερωμένη στη χάρη Της. Έτσι, υπέδειξε στο πλήρωμα να πλησιάσει κοντύτερα στη στεριά. Εκεί, όλοι μαζί έκαναν δέηση στην Παναγία και το θαύμα έγινε! Τα νερά γαλήνεψαν. Η Ευδοκία άρχισε, αμέσως, με έγκριση του τοπικού άρχοντα, να χτίζει την εκκλησία, στη βόρεια πλευρά του σημερινού χωριού, με την ονομασία «Παναγία – Αγία Γαλήνη».
Θα τελείωνε την εκκλησία η Ευδοκία και μετά θα αναχωρούσε, αν ο ξαφνικός θάνατος του Θεοδοσίου (Πέθανε από πτώση από άλογο) δεν την ανάγκαζε να αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη, για να αναλάβει τα καθήκοντά της. Άφησε τα απαραίτητα χρήματα για την αποπεράτωση του ναού κι έφυγε. Όμως στην Κωνσταντινούπολη δεν επέστρεψε ποτέ! Δεν της το επέτρεψαν και επέστρεψε στους Αγίους Τόπους όπου έζησε μέχρι το θάνατο της. Κατά τη διάρκεια της δεκαεπταετούς παραμονής της στους Αγίους Τόπους επεδόθη στην ανέγερση Ναών, Μονών και κοινωφελών ιδρυμάτων στα Ιεροσόλυμα, ενώ παράλληλα αφιερώθηκε στη μελέτη και τη συγγραφή. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 460 μ.Χ.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, τιμά την Ευδοκία ως Αγία και εορτάζει τη μνήμη της στις 13 Αυγούστου.
Το 640 μ.Χ., οι Σαρακηνοί πειρατές αφάνισαν με μια επιδρομή τους, τη Σουλία και κατέστρεψαν το νεόδμητο ναό της Παναγίας. Έμειναν μόνο το ιερό, οι θαυμάσιες αγιογραφίες κι ένα μικρό σπάραγμα επιγραφής, για να θυμίζουν την ίδρυση του ναού από τη βυζαντινή αυτοκράτειρα.
Πηγή: ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ Joanna Dimitriadou