Χαίρει, σκότει δοθεῖσα φρουρᾶς Ἀγάθη,
Μισοῦσα καὶ φῶς, εἰ πλάνων ὄψεις βλέπει.
Πέμπτῃ ἐν φυλακῇ Ἀγάθη θάνεν εἶδος ἀρίστη.
Η Αγία Αγάθη, καταγόταν από το Παλέρμο ή την Κατάνη της Σικελίας. Έζησε και μεγαλούργησε στο χρόνια του αυτοκράτορα Δέκιου (249 – 251 μ.Χ.). Η οικογένειά της διέθετε τεράστια περιουσία, η δε Αγία διακρινόταν για τη φυσική της ομορφιά αλλά και για το ήθος, τις αρετές και τη μεγάλη της πίστη.
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, μένει ορφανή και μοναδική κληρονόμος της μεγάλης περιουσίας των γονέων της και τότε αναδείχθηκε η υπέροχη προσωπικότητα της Αγάθης. Αγνοώντας τις προσκλήσεις και τις κολακείες του κόσμου, διέθεσε όλη της την περιουσία σε φιλανθρωπικούς σκοπούς βοηθώντας όλους όσους είχαν ανάγκη.
O Θεός όμως έκρινε ότι η Αγία έπρεπε να δοκιμαστεί περισσότερο. O έπαρχος Κιντιανός προσπάθησε χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα, να την πείσει να τον παντρευτεί. Η Αγία όμως όχι μόνο δεν απαρνήθηκε την πίστη της, αλλά θέλησε να μαρτυρήσει γι’ αυτήν. Έτσι υπέμεινε με θαυμαστή καρτερικότητα όλα τα βασανιστήρια και μάλιστα δοξολογώντας τον Θεό που την αξίωσε της τιμής του μαρτυρίου.
Παρέδωσε το πνεύμα της το 251 μ.Χ. μετά από φρικτά βασανιστήρια και ενώ βρισκόταν στη φυλακή, λαμβάνοντας έτσι το στέφανο του μαρτυρίου.
Η Σύναξη της Αγίας Μάρτυρος Αγάθης ετελείτο στο Μαρτύριό της, το οποίο βρισκόταν στο έβδομο του Βυζαντίου (Σικελία). Τα ιερά λείψανά της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο των αυτοκρατόρων Βασιλείου Β’ (976 – 1025 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Η’ (1025 – 1028 μ.Χ.).