Στις 8 Απριλίου του 1820 (και 28 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο που ίσχυε τότε στη Μήλο) ο Κεντρωτάς φέρεται να έσκαβε στο πεζούλι του και έβγαζε πέτρες από αρχαία ερείπια που υπήρχαν εκεί. Τον βοηθούσε πιθανόν ο 18χρονος γιος του Αντώνης και ένας 20χρονος ανιψιός του.
Λίγο πιο πέρα Γάλλοι αξιωματικοί έκαναν ανασκαφές για αρχαία. Όταν ο Κεντρωτάς βρήκε πελεκημένο μάρμαρο έτρεξαν να τον βοηθήσουν δύο Γάλλοι ναύτες που συμμετείχαν στις γειτονικές ανασκαφές. Ο Κεντρωτάς προσπάθησε να ξανακαλύψει το άγαλμα γιατί φοβήθηκε ότι οι Γάλλοι θα το άρπαζαν ή θα απαιτούσαν να το αγοράσουν πιο φτηνά-δεν στάθηκε δηλαδή τόσο αφελής όσο τον παρουσιάζει ο μύθος.
Οι Γάλλοι, από αυτά που γράφουν αργότερα σε επιστολές τους, φαίνεται πως τον θεωρούν ανόητο επειδή προφανώς ο Κεντρωτάς άρχισε να συμπεριφέρεται επίτηδες με περιφρόνηση για τα ευρήματα ώστε να τους ξαποστείλει και να εκμεταλλευτεί το άγαλμα αργότερα με την ησυχία του χωρίς την φορτική παρουσία και τις πιέσεις που σωστά πίστευε ότι θα του ασκούσαν. Εντούτοις οι Γάλλοι δεν «ξεκολλούσαν» με τίποτε από την περιοχή και τον πίεζαν να συνεχίσουν όλοι μαζί το σκάψιμο, ώσπου βρέθηκε και το δεύτερο τμήμα του αγάλματος, οπότε πια ο Κεντρωτάς δεν μπορούσε να παριστάνει τον ανήξερο, αλλά ούτε και να περιφρουρήσει το έργο που είχε βρει στο χωράφι του.
Έκανε μια προσπάθεια πάντως να το διαφυλάξει και το μετέφερε στη στάνη του, όμως ο “πυρετός αρχαιοτήτων” είχε ήδη καταλάβει τους Γάλλους και επικοινωνούσαν με προξένους και πρεσβευτές της πατρίδας τους στην Κωνσταντινούπολή, στη Σμύρνη και αλλού.
Επικεφαλής των Γάλλων που έκαναν ανασκαφές δίπλα στο χωράφι του Κεντρωτά και αναμίχθηκε στις εκσκαφές ήταν ο νεαρός τότε αξιωματικός Ολιβιέ Βουτιέ (Olivier Voutier, 1796-1877) που στη συνέχεια επισήμως παραιτήθηκε από το γαλλικό ναυτικό και πολέμησε με το πλευρό των Ελλήνων στην επανάσταση του 1821. Ο Βουτιέ που είχε σπουδάσει λίγη αρχαιολογία άρχισε να σχεδιάζει αμέσως το εύρημα και ειδοποίησε πατριώτες του για την μεγάλη ανακάλυψη, επειδή ο ίδιος δεν είχε αρκετά χρήματα για να το αγοράσει και κάποιοι είχαν κιόλας προτείνει στον Κεντρωτά αμοιβή 1.000 γροσιών. Ενημέρωσε επίσης ότι κοντά στο άγαλμα βρέθηκαν δύο αφιερώσεις ή Ερμές, μια ενός ηλικιωμένου και μία ενός νέου, όπως και πλίνθος (βάση δηλαδή) και κομμάτι με επιγραφή που ανέφερε το όνομα του γλύπτη. Επίσης βρέθηκαν τμήματα του αριστερού χεριού, πολύ φθαρμένα, που φαινόταν να κρατούν μήλο, και οι Γάλλοι όπως και οι ντόπιοι νόμισαν ότι ίσως ανήκαν σε άλλο άγαλμα και είχαν βρεθεί τυχαία κοντά στην Αφροδίτη.
Τα χέρια που έλειπαν δηλαδή, έλειπαν εξαρχής και γι’ αυτό το σχέδιο του Βουτιέ που έγινε επί τόπου, παριστάνει την Αφροδίτη ακρωτηριασμένη από την πρώτη στιγμή. Κι αυτά που βρέθηκαν όμως δεν αξιοποιήθηκαν σωστά, επειδή οι περισσότεροι θεώρησαν ότι ανήκαν σε άλλη εποχή ή έργο. Έτσι παρότι βρέθηκαν στην ανασκαφή και περισυνελέγησαν, όταν πάνω στην επεισοδιακή μεταφορά χάθηκαν, δεν αναζητήθηκαν με ιδιαίτερη ζέση. Οι ειδικοί τώρα πια ξέρουν ότι στα ελληνιστικά χρόνια όταν ένα έργο προοριζόταν να φαίνεται από τη μία μεριά, π.χ. τη δεξιά, οι γλύπτες έδιναν βαρύτητα σε αυτή την πλευρά και όχι σε εκείνη που δεν φαινόταν από το κοινό ή που πιθανά καλυπτόταν με ύφασμα. Έτσι ερμηνεύεται σήμερα δηλαδή το κάπως “άτεχνο” αριστερό χέρι της Αφροδίτης που οι Γάλλοι νόμισαν τότε ότι ήταν “άσχετο από το άγαλμα” και το οποίο αναφέρεται ότι κρατούσε μήλο, παραπέμποντας πιθανά στο μήλο του Παρί!
Η μάχη για την απόκτηση
Ο αξιωματικός Ζυλ Ντυμόν ντ’ Υρβίλ (Jules-Sébastien-César Dumont d’Urville), που έπεισε τους Γάλλους να βιαστούν να αγοράσουν την Αφροδίτη της Μήλου και που αργότερα εξελίχθηκε σε σημαντικό εξερευνητή της Ανταρκτικής.
Το έργο βρέθηκε σε πολλά κομμάτια (πιθανόν έξι, από τα οποία τα χέρια και το όνομα του γλύπτη πλέον λείπουν), με δύο βασικά, τον κορμό και τα πόδια. Όλα αυτά τα κομμάτια και οι Ερμές έγιναν αμέσως αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Ο Βουτιέ ενημέρωσε με μιας τον Γάλλο υποπρόξενο στην Μήλο, τον Λουΐ Μπρεστ (Louis Brest) και αυτός παρουσιάστηκε και άρχισε να παζαρεύει λέγοντας πως “δεν είναι βέβαιο ότι το άγαλμα αξίζει 1.000 γρόσια”.
Ειδοποίησε όμως αμέσως τον ντε Ριβιέρ (Charles-François de Riffardeau, μαρκήσιος και αργότερα δούκας de Rivière), πρόξενο των Γάλλων στην Υψηλή Πύλη. Στη διαπραγμάτευση αναμίχθηκε ενεργά και ένας άλλος Γάλλος αξιωματικός που είχε πάθος με τις αρχαιότητες, ο Ζυλ Ντυμόν ντ’ Υρβίλ (Dumont d’Urville) που σημειωτέον ήταν βέβαιος πως επρόκειτο για την Αφροδίτη που κρατούσε το μήλο του Παρί! Οι Γάλλοι αποφάσισαν να πάρουν οπωσδήποτε όλα τα ευρήματα στην κατοχή τους.
Το παζάρι καθυστερούσε όμως, όπως και το πλοίο που θα μετέφερε με ασφάλεια το άγαλμα στη Γαλλία. Ο Κεντρωτάς ή και οι δημογέροντες (καθώς πλέον στα παζάρια είχε αναμιχθεί όλο το νησί) αδημονούσαν και αποφάσισαν να δώσουν ή να πουλήσουν το άγαλμα σε άλλους ενδιαφερόμενους. Ίσως εξάλλου υφίσταντο και πολιτικές πιέσεις –η Υψηλή Πύλη περνούσε σοβαρή κρίση στις εξωτερικές της σχέσεις και η παραχώρηση αρχαιοτήτων από πλευράς της συνιστούσε ουσιαστικά άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Ο νόμος όριζε όλες οι αρχαιότητες να καταλήγουν στην Κωνσταντινούπολη και να αποφασίζεται κεντρικά η διάθεσή τους ώστε ο σουλτάνος να κολακεύει τα έθνη που τον συνέφερε.
Μέσα σε όλα, παρουσιάστηκε και ο Νικόλαος Μουρούζης, μέγας δραγουμένος του οθωμανικού στόλου, και έπεισε τους Μηλίους να πουλήσουν το εύρημα σε εκείνον (ο Μουρούζης εκτελέστηκε με απαγχονισμό ένα χρόνο αργότερα μαζί με άλλους Φαναριώτες με την κατηγορία ότι συμμετείχαν στην ελληνική επανάσταση). Ο εκπρόσωπος των Γάλλων που βρέθηκε τότε εκεί ήταν ο υποκόμης ντε Μαρκέλους (Vicomte de Marcellus) που έπεισε τους ντόπιους να μη φορτωθεί τελικά η Αφροδίτη στο πλοίο του Μουρούζη για να πάει στην Πόλη, αλλά στο πλοίο των Γάλλων για να πάει στο Λούβρο. Το γλυπτό όντως ταλαιπωρήθηκε και φορτώθηκε μετ’ εμποδίων στο γαλλικό καράβι, γιατί οι κάτοικοι της Μήλου είχαν διχαστεί (και διαπληκτίζονταν) και τραβολογούσαν τους Γάλλους μεταφορείς -πολλοί ντόπιοι φοβούνταν ότι αν το γλυπτό έφευγε για τη Γαλλία θα είχαν συνέπειες από τους Οθωμανούς ενώ άλλοι πίστευαν ότι έπρεπε να πάει στη Γαλλία αλλά να δοθούν περισσότερα χρήματα.
Πηγή: el.wikipedia.org