Η Μαρία Σεμένοβνα Μελιούκοβα είχε στενή πνευματική σχέση με τον Όσιο Σεραφείμ του Σαρώφ. Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1810 σε μια οικογένεια αγροτών. Όταν η Μαρία ήταν δεκατριών ετών, στις 21 Νοέμβριου 1823, στην εορτή των Εισοδίων, η ίδια και η αδελφή της Παρασκευή ήλθαν στον μπάτιουσκα Σεραφείμ, προβλέποντας εκείνος ότι η Μαρία είναι ένα σκεύος εκλογής της χάρης του Θεού, την προέτρεψε να μείνει στο Ντιβέγιεβο. Από τα 13 της χρόνια με καθαρότητα και αγνότητα ασκούσε την σιωπή και πάντοτε βρίσκονταν σε βαθιά και αδιάκοπη προσευχή. Η ασκητική της ζωή ξεπερνούσε σε αυστηρότητα την ασκητική ζωή πολλών μοναχών, ενώ η υπακοή της στο Όσιο Σεραφείμ ήταν τέλεια.
Ο Όσιος την αγαπούσε τόσο πολύ, ώστε μόνο σ’ αυτή απεκάλυψε πολλά από τα όσα επρόκειτο να συμβούν στη μονή, τη μελλοντική δόξα της μονής, αλλά και για τα όσα του είπε η Παναγία κατά τις επισκέψεις της και άλλα μεγάλα πνευματικά μυστήρια.
Δύο εβδομάδες μετά από μια εμφάνιση της Μητέρας του Θεού, όπου έδωσε την εντολή στον Άγιο Σεραφείμ να κάνει την νέα κοινότητα του «Μύλου» δηλαδή, στις 9 Δεκέμβρη του 1825, η Μαρία, μαζί με μια αδελφή ήρθε στον Άγιο Σεραφείμ, και ο μπάτιουσκα τους είπε ότι πρέπει να πάνε μαζί του στο μακρινό ασκητήριο. Εκεί, τους έδωσε δύο αναμμένα κεριά, στη Μαρία είπε να σταθεί στη δεξιά πλευρά της Σταύρωσης, που κρέμονταν στον τοίχο, και στην Παρασκευή Στεφανόβνα στα αριστερά. Προσευχήθηκαν έτσι περισσότερο από μία ώρα με αναμμένα τα κεριά και ο μπάτιουσκα στην μέση, στο τέλος προσκύνησε τον Εσταυρωμένο και τους είπε να κάνουν το ίδιο. Έτσι, πριν από την ίδρυση της νέας κοινότητας που επέλεξε η ίδια η Μητέρα του Θεού, έκανε αυτή την προσευχή με τις αδερφές ως θεμελίωση της.
Πάντα σιωπηλή, βυθισμένη μέσα σε μια διαρκή, ασταμάτητη προσευχή, ήταν η εικόνα της υπακοής. Μια μέρα, καθώς η αδελφή της Παρασκευή της μιλούσε για κάποιο καλόγερο του Σαρωφ: «πως είναι οι μοναχοί;», ρώτησε με αφέλεια, «μοιάζουν όλοι με τον Μπατιουσκα;»
«Πας κάθε τόσο στο Σάρωφ και δεν είδες ποτέ σου καλόγερο;»
«Όχι, Παράσα. Όταν πάω στο Σαρόφ, δεν βλέπω τίποτε, δεν ακούω τίποτε. Ο Μπάτουσκα, μου έχει πη να μην κοιτάξω ποτέ τους μοναχούς. Λοιπόν τραβάω το σάλι μου πάνω στα μάτια μου με τρόπο, ώστε να μη βλέπω παρά μόνο το δρόμο κάτω από τα πόδια μου».
Τα επόμενα τέσσερα χρόνια εργαζόταν για την οικοδόμηση της νέας κοινότητας. Όταν έχτιζαν την εκκλησία της Γεννήσεως του Σωτήρος, κουβαλούσε πέτρες και από ζήλο η Μαρία μετέφερε περισσότερες από τις άλλες αδελφές, άλεθε σιτάρι και εκτελούσε κι άλλες διακονίες, χωρίς ποτέ να αφήσει την προσευχή της καρδιάς, σηκώνοντας σιωπηλά το φλεγόμενο πνεύμα της στον Κύριο.
Πριν πεθάνει, μετέδωσε στις αδελφές μερικές προφητείες του στάρετς σχετικές με το μέλλον. Αυτές τις ξέχασαν. Σχετικά με την φτώχεια της νέας κοινότητας, ο στάρετς έλεγε στην κόρη: «Ο ανάξιος Σεραφείμ μπορούσε, εάν ήθελε, να σας πλουτίσει, αυτό όμως δεν θα σας χρησίμευε σε τίποτε. Εάν ήθελα, θα μπορούσα να μεταμορφώσω τη στάχτη σε χρυσό, αλλά όμως δεν το θέλω. Το πολύ, σε σας, δεν θα αυξηθεί, το λίγο δεν θα λιγοστέψει. Κατα τα τελευταία χρόνια θα γνωρίσετε την αφθονία, τότε όμως θα σημάνει το τέλος».
Έζησε στο μοναστήρι μόλις έξι χρόνια. Αναχώρησε για τον Κύριο ειρηνικά στις 21 Αυγούστου 1829. Ο όσιος Σεραφείμ προείδε την ώρα του θανάτου της, κι άρχισε να κλαίει με μεγάλη θλίψη. «Παύλε, η Μαρία μετατίθεται, γι’ αυτό κλαίω!» είπε στον γείτονα του μοναχό.
Έστειλε, για την αγαπημένη του μοναχή, ένα φέρετρο από βελανιδιά, άφθονα κεριά για να καίνε κατά τον ενταφιασμό της και παρήγγειλε να την ντύσουν με το «μεγάλο σχήμα». «Εγώ την έκανα μοναχή, έλεγε. Τώρα ονομάζεται Μητέρα Μάρθα.»
Μέσα στο φέρετρο της περάσανε, ανάμεσα στα δάχτυλα ένα πέτσινο κομποσχοίνι, δώρο του στάρετς. Γύρω στο κεφάλι της δέσανε το ωραίο μπλε σάλι με φράντζα, που της είχε δώσει ο στάρετς για τις μέρες που πήγαινε να κοινωνήσει.
Ήταν μόλις δεκαεννέα χρονών, όμορφη, ψηλή, ευκίνητη, μ’ ένα αγνό οβάλ πρόσωπο και με μάτια γαλανά κάτω από πυκνά καστανά φρύδια.
Όταν η μεγαλύτερη αδελφή της, Παρασκευή Σεμυώνοβνα Μελιούκοβα, μοναχή του Ντιβέγιεβο, ήρθε στον Άγιο Σεραφείμ, της είπε παρηγορητικά:
«Μην αποθαρρύνεσαι, Μητέρα. Η ψυχή της είναι στην Ουράνια Βασιλεία και κοντά στην Αγία Τριάδα, στον θρόνο του Θεού. Και όλη η οικογένεια σου θα σωθεί μέσω αυτής».
Στην κηδεία της η Παρασκευή είδε στην Ωραία Πύλη την Παναγία και δίπλα της την μοναχή Μάρθα να στέκεται στον αέρα. Η Παρασκευή Σεμένοβνα άρχισε τότε να κάνει την σαλή, να προφητεύει και να σχίζει τα ρούχα της. Τότε όλοι άκουσαν φωνές και τον τριγμό των δοντιών των δαιμόνων που έφευγαν. Όταν αυτό το είπαν στον όσιο Σεραφείμ τους αποκάλυψε ότι: «Αυτό ήταν σημάδι ότι ο Κύριος και η Βασίλισσα του Ουρανού δόξασαν την Μητέρα μας Μάρθα και κατά τη διάρκεια της κηδείας της πολλοί ασθενείς θεραπεύθηκαν. Όποιος ήταν κατά την ταφή της Μαρίας Semyonovna, έλαβε άφεση των αμαρτιών». Αργότερα, ο Άγιος Σεραφείμ για μια ακόμη φορά επιβεβαίωνε τις αδελφές του Diveyevo ότι είχε κάνει ο ίδιος την κουρά της μεγαλόσχημης Μοναχής Μάρθας, και ότι στέκεται στον θρόνο του Θεού, κοντά στην Βασίλισσα του Ουρανού και είναι μεσίτρια για όλη την αδελφότητα. Και πάντοτε όταν περνούν από τον τάφο της να προσεύχονται, λέγοντας: «Μητέρα μας Μάρθα, δεήθητι υπέρ ημών ενώπιον του θρόνου του Θεού, στη Βασιλεία των Ουρανών!»
Μετά την κηδεία της δεκαεννιάχρονης Μοναχής Μάρθας, ο αδελφός της Ιβάν πήγε στο Σάρωφ για να ρωτήση εάν η Παρασκευή, η μεγαλύτερη της αδελφή, που είχε πέσει άρρωστη από λύπη, θα γινόταν καλά.
Ο στάρετς κοίταξε παρατηρητικά τον Ιβάν, που τον γνώριζε καλά, και είπε:
-Εσύ είσαι ο αδελφός της Μαρίας;
-Ναι, Μπάτουσκα.
-Είσαι πραγματικός αδελφός της Μαρίας; Μετά βυθίστηκε σε μια περισυλλογή που κράτησε πολύ. Ξαφνικά το πρόσωπο του φωτίστηκε. Του φάνηκε του Ιβάν σαν να ξεπηδούσαν απ’ αυτό ακτίνες ηλίου. Χρειάστηκε να χαμηλώσει τα μάτια, ανίκανος να αντέξει τη λάμψη τους.
«Χαρά μου, φώναξε ο στάρετς. Τι χάρη! Τί έλεος της έχει χαρίσει ο Κύριος! Στην Ουράνια Βασιλεία, αυτή στέκεται με τις αγίες παρθένες στον θρόνο του Θεού, κοντά στην Βασίλισσα του Ουρανού. Είναι μεσίτρια για όλη σου την οικογένεια. Είναι η μοναχή του μεγάλου σχήματος Μάρθα. Εγώ της έκανα την κουρά. Όποτε πηγαίνεις στο Ντιβέγιεβο, ποτέ να μην περνάς από τον τάφο της χωρίς να γονατίζεις και να λες: “Κυρία μας και Μητέρα Μάρθα, δεήθητι υπέρ ημών ενώπιον του θρόνου του Θεού στην Ουράνια Βασιλεία»!
Και τους προέτρεπε όλους να προσεύχονται σ’ εκείνην στον τάφο της.
Γέρικο παιδί με διάφανα μάτια, όπως ήταν ο στάρετς, αισθανόταν σαν να του είχε παρουσιασθή νοερά η μικρή μεγαλόσχημη Μοναχή Μάρθα, το πρώτο χελιδόνι του μοναστηριού του, που έφυγε για την αιώνια άνοιξη της Βασιλείας.
«Στον άλλο κόσμο, αναστέναξε, θα είναι υφηγουμένη του Ντιβέγιεβο και όπως ο Κύριος επέλεξε την μάρτυρα Αικατερίνη, ως νύμφη Του, έτσι επέλεξα τη Μαρία ως μνηστή μου στην αιωνιότητα».
Η Μάρθα είχε μία μικρή ανηψιά, που τη δίδασκε η Ελένη Μαντούρωφ για να ακολουθήση τη μοναχική πολιτεία. Ο Άγιος έλεγε: «Είναι ένας ένσαρκος άγγελος. Ωστόσο δεν θα γίνη μοναχή, αλλά θα γίνη σύζυγος του Νικόλα Μοτοβίλωφ». Όπως κ᾿ έγινε.
Ο Ιβάν Σεμυώνοβιτς Μελιούκωφ, ο αδελφός της Παρασκευής και της θαυμαστής Αγίας Μάρθας, συχνά πήγαινε στον πατέρα Σεραφείμ για εργασίες, και προς το τέλος της ζωής του μετά το θάνατο της συζύγου του, έγινε μοναχός στο Σαρώφ. Το διακόνημά του ήταν θυρωρός και συνήθως ανέφερε τα εξής:
«Όταν ήμουν ακόμη χωρικός και λαϊκός, συχνά εργαζόμουν για τον π. Σεραφείμ. Και αυτός μου προέλεγε πολλά θαυμαστά πράγματα για το Ντιβέιεβο. Και πάντοτε έλεγε: «Αν κανείς προσβάλει τις ορφανές μου (τις μοναχές), θα δεχθεί μεγάλη τιμωρία από τον Κύριο• αλλά το μεγάλο έλεος του Θεού θα εκχυθεί από τον ουρανό σε όποιον πάρει το μέρος τους και τις υποστηρίξει και τις βοηθήσει όταν βρεθούν σε ανάγκη. Οποιοσδήποτε, ακόμη και αν αναστενάξει και τις λυπηθεί με την καρδιά του θα ανταμειφθεί από τον Κύριο. Και θα σου πω κάτι, να το θυμάσαι αυτό: ευτυχισμένος είναι όποιος θα μένει είκοσι τέσσερεις ώρες στο Ντιβέγιεβο του πτωχού Σεραφείμ, από το πρωί της μιας ημέρας μέχρι το πρωί της άλλης, γιατί η Μητέρα του Θεού, η Ουράνια Βασίλισσα, επισκέπτεται το Ντιβέγιεβο κάθε είκοσι τέσσερεις ώρες».
Είχε δε τρία παιδιά, ένα εξ αυτών η Έλενα ανατράφηκε από την παιδική της ηλικία στο μοναστήρι, ήταν μόλις 8 ετών όταν ο άγιος Σεραφείμ προείδε τον γάμο της με τον Νικόλαο Μοτοβίλωφ, πιστό του μαθητή, φίλο, «ταπεινό υπηρέτη» και «τροφό» της «κοινότητος» του Ντιβέγιεβο. Με αυτόν τον γάμο διατηρήθηκαν και αυξήθηκαν οι δεσμοί πού τον ένωναν με τον στάρετς Σεραφείμ και την Κοινότητα του Ντιβέγιεβο. Μετά τον θάνατο του Μοτοβίλωφ η σύζυγος του Ελένη ήλθε και πάλι στο μοναστήρι, όπου είχε περάσει τα παιδικά και τα νεανικά της χρόνια, και έγινε μοναχή. Ήταν η μόνη που παρίστανται κατά την ταφή του Αγίου Σεραφείμ το 1833 κι έζησε μέχρι την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του, το 1903, όπου και παρέδωσε στον Τσάρο Νικόλαο Β’ την επιστολή του αγίου Σεραφείμ που είχε γράψει γι’ αυτόν. Κοιμήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 1910.
Το ιερό λείψανο της οσίας Μάρθας βρίσκεται αδιάφθορο στον ναό της Γεννήσεως της Θεοτόκου στη Μονή Ντιβέγιεβο της Ρωσίας. Το ιερό λείψανό της βρέθηκε στις 14/27 Σεπτεμβρίου 2000, ύψωση του Τιμίου Σταυρού μαζί με τα λείψανα των αγίων Αλεξάνδρας και Έλενας
Απολυτίκιον της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, Ήχος Α’.
Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε μετέστης προς την ζωήν, Μήτηρ υπάρχουσα της ζωής και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη, εκ θανάτου τας ψυχάς ημών.
Απολυτίκιον Οσίας Μάρθας του Ντιβέγιεβο. Ήχος πλ. δ’
Εν σοι Μήτερ ακριβώς διεσώθη το κατ’ εικόνα, λαβούσα γαρ τον Σταυρόν, ηκολούθησας τω Χριστώ, και πράττουσα εδίδασκες υπεροράν μεν σαρκός παρέρχεται γαρ, επιμελείσθαι δε ψυχής, πράγματος αθανάτου, διό και μετά Αγγέλων συναγάλλεται Οσία Μάρθα το πνεύμα σου.
Απολυτίκιον Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ. Ήχος α΄.Της ερήμου πολίτης.
Αρετών συ δοχείον ανεδείχθης, θεόληπτε, και του Παρακλήτου η Χάρις, τη ψυχή σου ενώκησε· απλότητι τρόπων και στοργή, τα πλήθη προσήγες τω Θεώ, και της Χάριτος τους τρόπους, τοις αγνοούσι πάτερ Σεραφείμ διεσάφησας. Δόξα τω σε δοξάσαντι Θεώ, δόξα τω σε χαριτώσαντι, δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν, θείον διδάσκαλον.