«Στην εσχάτην ανάγκην θα αγωνιστώ και θα πεθάνω σαν Έλληνας, αλλά ζωντανόν δεν θα με πιάσουν», Γρηγόρης Αυξεντίου
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου γεννήθηκε στο χωριό Λύση της επαρχίας Αμμοχώστου, που βρίσκεται ανάμεσα στη Λευκωσία και την Αμμόχωστο, στις 22 Φεβρουαρίου του 1928. Από τη φύση του ήταν παράτολμος και ατίθασος, ενώ είχε γαλουχηθεί με εθνικά και θρησκευτικά ιδεώδη.
Ο Γρηγόρης μετά το δημοτικό σχολείο του χωριού του φοίτησε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου και ακολούθως έφυγε για την Ελλάδα με σκοπό να γίνει στρατιωτικός. Για να σπουδάσει, πήρε πρώτα την ελληνική υπηκοότητα και ξεγράφτηκε ουσιαστικά από την τότε αγγλοκρατούμενη Κύπρο. Μπήκε τελικά στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών και παράλληλα μελετούσε φιλολογία σκοπεύοντας να παρακολουθήσει αργότερα τη Φιλοσοφική. Το 1949 απέτυχε στις εξετάσεις της Σχολής Ευελπίδων και γράφτηκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού και έλαβε κατάρτιση ανθυπολοχαγού. Εκεί αφού αποφοίτησε, έκανε τη στρατιωτική του θητεία στον 1° λόχο του 613ου τάγματος πεζικού, στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα και αλλού, απ’ όπου και έστελνε φλογερά πατριωτικά γράμματα στους δικούς του, αναφέροντας ότι εκεί αισθανόταν περήφανος γιατί έκανε το καθήκον του προς την πατρίδα.
Τελείωσε τη θητεία του στις 15/11/1952 και επέστρεψε στην Κύπρο, όπου άρχισε να εργάζεται στα κτήματα του πατέρα του σαν οδηγός, μεταφέροντας εργάτες από τη Λύση στην Αμμόχωστο. Εκείνη την περίοδο αρραβωνιάζεται.
Τον Ιανουάριο του 1955 μυήθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α. (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών, με κύριο στόχο την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα) από τον Ανδρέα Αζίνα και είχε την πρώτη του επαφή με το Γρίβα στις 20/1/1955, που ήταν αρχηγός της Ε.Ο.Κ.Α. και μπήκε στον αγώνα κατά των Άγγλων. Αντί του καθιερωμένου όρκου, ο Γεώργιος Γρίβας Διγενής δέχτηκε τον λόγο της στρατιωτικής τιμής του Αυξεντίου.
Την άνοιξη του ιδίου χρόνου συμμετείχε στις επιθέσεις κατά της Ηλεκτρικής Εταιρείας και του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Λευκωσίας. Πολύ γρήγορα διακρίθηκε για τις ηγετικές του ικανότητες και ο Γρίβας, αναγνωρίζοντας το ήθος και τον πατριωτικό του ζήλο, του δίνει την θέση του υπαρχηγού της Ε.Ο.Κ.Α και του αναθέτει την στρατολόγηση και εκπαίδευση ανδρών στον τομέα της Αμμοχώστου σε συνεργασία με τις οργανωμένες ήδη ομάδες της περιοχής, που δρούσαν στις τάξεις του ΕΜΑΚ (Εθνικό Μέτωπο Απελευθερώσεως Κύπρου), όπου και τον θέτει επικεφαλή. Μέσα στην Οργάνωση πήρε το κωδικό όνομα «Ζήδρος» (το αγωνιστικό του ψευδώνυμο παρέπεμπε στο Ζήδρο, το Δυτικομακεδόνα κλεφταρματολό επί Τουρκοκρατίας.), το οποίο και κράτησε μέχρι τον ηρωικό του θάνατο. Κατά τη διάρκεια της σύντομης αντιστασιακής του δράσης έλαβε και τα ψευδώνυμα «Ρήγας», «Αίαντας», «Άρης», «Μάστρος», «Ανταίος» και «Ζώτος» και έγινε το φόβητρο των Άγγλων και ο θρύλος των συμπατριωτών του.
Ήταν ηγετική φυσιογνωμία και διέθετε οργανωτικές και στρατιωτικές αρετές. Ήταν ο μόνος από τους νεαρούς μαχητές που διέθετε στρατιωτική κατάρτιση, αλλά παράλληλα διακρινόταν για τις πνευματικές του αρετές, την αγάπη και τη στοργή που έδειχνε προς τους συντρόφους του, τους οποίους και στήριζε, ενδυνάμωνε και ενίσχυε με σθένος, αγωνιστικότητα και αυταπάρνηση.
Ο Αυξεντίου ήταν ο πρώτος τομεάρχης της ΕΟΚΑ στην περιοχή Αμμοχώστου και την 1η Απριλίου του 1955, πρώτη μέρα του αγώνα κατά των Άγγλων, επειδή ανακαλύφθηκε το αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε για την επιχείρηση ανατινάξεων στις πετρελαιοαποθήκες της αγγλικής βάσης Δεκέλειας, βγήκε στα βουνά και ηγήθηκε των επιθέσεων εναντίον αγγλικών στόχων στον τομέα του. Από τότε μέχρι το τέλος της ζωής του έζησε στην παρανομία διευθύνοντας ανταρτικές ομάδες.
Δεν άργησε να γίνει ο υπ’ αριθμόν ένα καταζητούμενος από τους Άγγλους, οι οποίοι τον επικήρυξαν αρχικά με 250 λίρες και στην συνέχεια, με το υπέρογκο για την εποχή, ποσό των 5.000 λιρών, επειδή ανατίναξε αγγλικές περιουσίες.
Μετά την επικήρυξη του καταφεύγει στην οροσειρά τού Πενταδάκτυλου, σε μια φυσική στενόχωρη σπηλιά. Εκεί τον βρήκε ο βοσκός από τη Λάπηθο, γέρο Γιώργος Ζοππής και άρχισε να τον τροφοδοτεί, εκμεταλλευόμενος το επάγγελμά του που δικαιολογούσε την καθημερινή παρουσία του στο βουνό. Εκεί ο Αυξεντίου μαθαίνει στους αγωνιστές την χρήση των όπλων, καθώς και τεχνικές ανταρτοπόλεμου.
Η δράση του ήταν πλούσια τόσο στον Πενταδάκτυλο όσο και στο όρος Τρόοδος όπου κατέφυγε αργότερα. Οι μάχες διαδέχονται η μια την άλλη: Αγύρτα, Λάπηθος, Πεδουλάς, Δευτερά.
Πολλά και τα κουφάρια που οι αποικιοκράτες αναγκάστηκαν να μετρήσουν στα Χανδριά, το Μάρτιο του 1956. Εκεί έπεσε ένας από τους καλύτερους πολεμιστές του Αυξεντίου, ο Χρήστος Τσιάρτας. Το Πάσχα του 1956 βρίσκει τον ήρωα ν’ αναρρώνει στο ιστορικό (ιδρύθηκε το 1148) μοναστήρι του Μαχαιρά, μετά από εγχείρηση. Εκεί συνέβη και το πρωτοφανές της εμφάνισής του ενώπιον των διωκτών του, όταν πάνω από 100 Άγγλοι αξιωματικοί και στρατιώτες έζωσαν το μοναστήρι. Μεταμφιεσμένος σε καλόγερο, με γενειάδα και ράσο, ο Γρηγόρης Αυξεντίου παρουσιάστηκε και συστήθηκε στον Άγγλο επικεφαλής αξιωματικό ως ο «πάτερ-Xρύσανθος» και στην συνέχεια τους…κέρασε.
Την 1η Μαρτίου του 1957, οι Άγγλοι ξαναεισβάλλουν στο μοναστήρι του Μαχαιρά. Υποβάλουν σ’ εξαντλητική ανάκριση τον αγωγιάτη της Μονής και τον αναγκάζουν ν’ αποκαλύψει ότι ο Αυξεντίου έχει κατασκευάσει καταφύγιο-κρύπτη ένα χιλιόμετρο πιο κάτω.
Στις 3 Μαρτίου 1957, Άγγλοι στρατιώτες περικύκλωσαν το κρησφύγετό του κοντά στον Μαχαιρά.
Ο Γρηγόρης φώναξε τότε: «Σύντροφοι, ο θεός να με βγάλει ψεύτη, προδοθήκαμε». «Αρχηγέ, μαζί σου και στον θάνατο» ψιθύρισαν όλοι.
Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν την κουβέντα τους και οι στρατιώτες έφθασαν στην είσοδο του κρησφύγετου. Φώναξαν στους άνδρες να παραδοθούν όμως καμία απάντηση.
Η μάχη κράτησε για ώρες. Στην ομάδα του ήταν οι Ανδρέας Στυλιανού, Αυγουστής Ευσταθίου, Αντώνης Παπαδόπουλος και Φειδίας Συμεωνίδης, τους οποίους, όμως, διέταξε να βγουν από το κρησφύγετο και να παραδοθούν για να σωθούν, ενώ αυτός έμεινε και πολέμησε μόνος επί 10 ώρες τους εχθρούς, τραυματισμένος από θραύσμα χειροβομβίδας.
Οι Άγγλοι στρατιώτες, που αντιλήφθηκαν τον σκοπό τους, περιέλουσαν το κρησφύγετο με βενζίνη, το πυρπόλησαν και έκαψαν ζωντανό! Οι εμπρηστικές βόμβες πετρελαίου, των μισελλήνων του Λονδίνου, λαμπαδιάζουν τα πάντα. Έτσι, καιόμενος σαν λαμπάδα, έπεσε ο Γρηγόρης Αυξεντίου, άμορφη μάζα από καμένη σάρκα, πυροβολώντας ως το τέλος, Κυριακή 3 Μαρτίου 1957.
Οι ισχυρές δυνάμεις των Άγγλων υπέστησαν όμως πρωτοφανείς απώλειες (πάνω από 40 οι νεκροί, ακόμα περισσότεροι οι τραυματίες) όπως έγραψαν εφημερίδες της εποχής!
Το καρβουνιασμένο πτώμα του αναγνώρισε πρώτος ο πατέρας του στο στρατιωτικό νοσοκομείο Λευκωσίας.
«Απ’ τις χοντρές ελληνικές κοκκάλες του», όπως είπε, «κι από κείνο το χρυσό κωσταντινάτο που άχνιζε στον κόρφο του».
Βγήκε από το νεκροτομείο χαμογελώντας… Κι όταν ρωτήθηκε από τους οικείους του γιατί γελούσε, κι αν τελικά δεν είναι ο Γρηγόρης, αυτός απάντησε με περηφάνια:
«Ναι, ο Γρηγόρης είναι, αλλά να μην μας δούνε αυτά τα σκυλιά να κλαίμε» και αφού απομακρύνθηκε λίγο, έβαλε τα κλάματα…
Η μάνα του όταν πληροφορήθηκε το μαύρο μαντάτο έσφιξε το μαύρο της τσεμπέρι κάτω απ’ το δυνατό σαγόνι της και είπε ακριβώς τα λόγια που περίμενε ο γιος της:
«Είμαι περήφανη για τον γιο μου. Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου».
Από φόβο λαϊκών εκδηλώσεων οι Άγγλοι έθαψαν το καμένο σώμα του Αυξεντίου στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, στις 4 Μαρτίου 1957, στον χώρο που είναι γνωστός σήμερα ως
«Φυλακισμένα Μνήματα».
Έτσι ο Γρηγόρης Αυξεντίου με τη θυσία του επισφράγισε τον αγώνα του για την ελευθερία της Κύπρου, περνώντας στην αθανασία και στην άφθαρτη μνήμη της ιστορίας επονομαζόμενος επάξια ως «ο αετός του Μαχαιρά» από τον κυπριακό λαό.
Πηγή: national-pride.org