Γράφει ο Γιώργος Μυσιρλάκης*
Θύμησες χρόνων απ’ τη γιορτή του Αγίου Μύρωνα που ταξιδεύουν στο παρελθόν ακουμπώντας παράλληλα το σήμερα.
“Ταξίδι” στο διάβα του χρόνου κατά την γιορτή και το πανηγύρι του Αγίου Μύρωνα
Ζούσαμε όλοι για την μεγάλη , την ιστορική κάθε χρόνο ημέρα -αν και ουσιαστικά ήταν διπλή- του Αγίου Μύρωνα εορτή του πολιούχου και προστάτη της ομώνυμης κωμόπολης Η 8η Αυγούστου έμεινε χαραγμένη μέσα μας στο διάβα των χρόνων κι ακόμη και σήμερα την περιμένουμε με λαχτάρα. Οι προετοιμασίες σε κάθε σπίτι επικεντρωνόταν , στα γλυκά , τα φαγητά ,, στην καθαριότητα, την περιποίηση και το ασβέστομα όχι μόνο του σπιτιού μα και της γύρω περιοχής . Οι νοικοκυρές ήθελαν να λάμπουν τα σπίτια μα και τα σοκάκια όχι μόνο για τους οποίους επισκέπτες μα για το ότι ήταν η μεγάλη γιορτή του δικού μας Αγίου.
Οι Αγιομυριανοί σ’ οποίο τόπο και να βρισκόταν εκείνες τις μέρες επέστρεφαν στη γενέτειρα τους για να τιμήσουν τη χάρη του Αγίου και να βρεθούν με τα αγαπημένα τους πρόσωπα : γονεις, αδέλφια , ξαδέλφια και γενικά συγγενείς έπερναν μέρος στο αντάμωμα αυτό κάνοντας τον τόπο να σφίζει από ζωή σιγοτραγουδωντσς τον Σαββόπουλο ” “Να να μας έχει ο Θεός γερού,ς πάντα ν ανταμονομε και να ξεφαντωνουμε…”
Έτσι για δυο ημέρες τα πάντα εστιαζόταν στο κεφαλοχώρι μας και μεις νεαροί, αμούστακοι τότε προσπαθούσαμε να δώσουμε το είναι μας στην Εκκλησία μα συνάμα και στο χωριό για τον ξεχωριστό εορτασμό.
Με σεβασμό και μεγάλη κατάνυξη υποδεχόμαστε τον τότε Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κυρό Ευγένιο-μια μεγάλη μορφή της Ορθοδοξίας- και συνοριζόμαστε ποιος θα του πρωτοφιλούσε το χέρι και θα κρατούσε την άκρη του χιτώνα του- “κούδα” την λέγαμε εμείς τότε- στον πανηγυρικό εσπερινό.
Η ακολουθία μεγαλοπρεπέστατη και μετά ο επιλύχνιος ύμνος ” Φως ιλαρόν” από μια πανδαισία μελωδίας Αρχιεπίσκοπου, ιερέων ,διακόνων και ψαλτών να συναρπάζει τους πάντες και να μην θέλεις να τελειώσει αυτό το υπέροχο τροπάριο ενώ η συνέχεια με το κοντάκιο ” επί του Όρους μετεμορφώθης και ως εχώρουν οι μαθηταί σου την Δόξαν σου Χριστέ ο Θεός εθεάαντο….” και λίγο αργότερα το απολυτίκιο του εορτάζοντα Αγίου Μύρωνα “Προστάτης και πρόμοχος του Σου ποιμνίου Σοφέ…” να τα σιγοψάλομε μετέχοντας και μεις στην ιερή μυσταγωγία.
Και ύστερα η ευλόγηση των άρτων στο προαύλιο της εκκλησίας με το κλασικό “μότο ” πως “ήταν περισσότεροι απ’ κάθε άλλη χρονιά”.
Αφού συμμετείχαμε στο μοίρασμα των άρτων και φορτώναμε και τις τσέπες μας , παίρναμε και το λάδι με το μπαμπάκι απ’ την άσβεστη κανδήλα του τάφου του Αγίου και ένα μικρό κομμάτι βασιλικό απ’ την σεπτή εικόνα κι είμαστε έτοιμοι πλέον να αναχωρησήσομε απ’ την εκκλησία και να βρεθούμε στο πανηγύρι που γινόταν για δυο βράδια .
Και εκεί φεύγοντας απ’ τον Άγιο Μύρωνα απ’ την πάνω πλευρά της εκκλησίας ( τότε δεν υπήρχε ο δρόμος προς το Αγίασμα ) συναντούσαμε τους πλανόδιους μικροπωλητές με τους πάγκους του που είχαν πολλά και ελκυστικά παιχνίδια για τα παιδιά. .Σ αυτούς ξεχώριζε ο κυρ Γιώργος
ο ” Διαλέχτε ” που είχε και τα πιο σύγχρονα για την εποχή παιχνίδια.
Τα χρήματα μας σαφώς περιορισμένα και τρέχαμε στους γονείς μας για ένα ακόμη τάληρο η δεκάρικο ( δραχμές ήταν τότε ) προκειμένου να συμπληρώσουμε το χαρτζιλίκι μας και να αγοράσουμε το φλογοβόλο , το νερομπίστολο ,το σπαθί , τη μπάλα η ότι άλλο μας άρεσε και να το κρατούμε σαν…. λάφυρο στο πανηγύρι του χωριού μας.
Ο κεντρικός δρόμος πλημμυρισμένος από κόσμο που πηγαινοερχόταν κάτω απ’ το φως της φεγγαρόλουστης Αυγουστιάτικης βραδιάς και οι πρώτες κοντυλιές ,χωρίς μεγάφωνα, ηχούσαν απαλά μέσα στη νύχτα ενώ το αγιόκλημα , το γιασεμι , ο βασιλικός και το νυχτολούλούδο σκόρπιζαν τις καλοκαιρινές ευωδιές τους που ούτε η μυρωδιά απ’ τα σουβλάκια μπορούσε να καλύψει.!!
Κάθε καφενείο τότε είχε και το λυράρη του μα και τους δικούς του μεζέδες και μεις να μην ξέρουμε πού να καθήσουμε . Στου Μανταλένιου; του Τζούλη ; στου Στελιανού ; του Λευτέρη του Αλατσά ; στου Αποστολάκη ;στου Γιαννάκη;,στου Λευτέρη του Μαγκούση ;στου Γιαννιδακη ; η του Σήφη;
Μα όπου κι αν καθόμαστε -ανήλικοι τότε -μπύρα και γενικά αλκοόλ δεν μας σέρβιραν – βλέπετε δεν ήταν οι νόμοι αλλά η κοινή λογική που επικρατούσε.
Έτσι απολαμβάναμε τη ζελίτα και την γκαζόζα ,με μεζέ μπύρας και… πετούσαμε στα σύννεφα όλοι μας .
Μάλιστα αρκετοί απ’ την παρέα σηκωνόταν και στο χορό κάτω απ’ τους ήχους της λύρας και των τραγουδιών των αξέχαστων Κώστα Μουντάκη , του Σπύρου Σηφογιωργακη ,του Βασίλη Σκουλά του Γεωργαντού , του Μανώλη Λουμπακη του Γωνιανάκη μα και δεκάδων άλλων καλλιτεχνών της Κρητικής μας παράδοσης που έχουν περάσει απ’ τον φιλόξενο Άγιο Μύρωνα αφήνοντας το δικό τους αποτύπωμα στο πανηγύρι.
Ετσι χορεύοντας πίνοντας – εστω τη ζελίτα – ” γαμπρίζαμε ” καμαρώνοντας τα όμορφα κοριτσόπουλα και κάναμε όνειρα μέχρι την αυγή αφού με την Ανατολή του ηλίου που μας έβρισκε στην πλατεία η καμπάνα της εκκλησίας μας καλούσε για τον όρθο και τη Θεία Λειτουργία .
Εκεί αφήνοντας την μοναδική βραδιά και οι περισσότεροι ντυμένοι πάλι “παπαδάκια” περιμέναμε να πάρουμε μέρος στην περιφορά της εικόνας και των ιερών λειψάνων του Αγίου.
Με το που ολοκληρωνόταν η λιτανεία σπεύδαμε στο Αγίασμα να προσκυνήσουμε και να πάρουμε μαζί μας αφού για να πιούμε έπρεπε να είχαμε νηστέψει
Μετά μια περασά απ’ το σπίτι κι ύστερα βόλτες στο χωριό και μετά νάμαστε πάλι στα καφενεία να μας κερνάνε οι συγγενείς κανένα “υποβρύχιο” καμιά γκαζοζα η κανένα Sprite , που τότε είχε κυκλοφορήσει, να ανταλάσσομαι ευχές για χρόνια πολλά να περιμένουμε να έλθει το βράδυ για τον δεύτερο γύρο του πανηγυριού .
Και αυτός ο β γύρος τα είχε όλα της προηγούμενης εκτός απ’ την αγορά παιχνιδιών μια και το χαρτζιλίκι μας είχε εξανεμιστεί και έμενε μόνο ότι μας χρειαζόταν για το πανηγύρι.
Στιγμές μοναδικές και ξεχωριστές που εν μέρει επαναλαμβάνονται αν και ο χρόνος φθείρει πολλά.
Όχι όμως και τις παραδόσεις και τη συνέχεια της ζωής και της Εκκλησίας αφού μετά τον αοίδιμο Ευγένιο τη σκυτάλη πήρε ο κυρός Τιμόθεος με τη μοναδική πραότητα του και στη συνέχεια ο σεβαστός και αγαπημένος απ’ όλους μας κ. Ειρηναίος και μετά τον αξέχαστο και σεβάσμιο παπά Στυλιανό Ροδαμνάκη – ακούραστο εργάτη το Υψίστου και της ενορίας με σημαντικό έργο -ανέλαβε πρωτοπρεσβύτερος ο χωριανός μας Νικόλαος Κριτσωτάκης που έχει δώσει το είναι του στο χωριό και έχει αναδείξει εκτός των άλλων σε κορυφαίο προσκύνημα τον Άγιο Μύρωνα αναστηλονώντας παράλληλα όλες τις εκκλησίες και τα εξωκλήσια της ενορίας αλλά και πετυχαίνοντας να φέρει πιο κοντά στην Εκκλησία τη νεολαία και όλους τους χωριανούς διαγράφοντας μια λαμπρή πορεία.
Κατά τα άλλα το γλέντι τώρα και δεκαετίες το έχει αναλάβει ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού με απόλυτη επιτυχία αφού καταφέρνει να δένει την εκκλησιαστική παράδοση με την Κρητική και την Αγιομυριανή και μεις γύρω στα 60 πια να πηγαίνουμε να ανάβουμε ένα κερί, να αναπολούμε την εποχή που είμαστε “παπαδάκια”, που πίναμε ζελίτα και τώρα με κρασί να καμαρώνουμε τις χορεύτριες και τους χορευτές και να αναπολούμε τα παλιά . ( κάποιοι βέβαια και μπράβο τους διαπρέπουν ακόμη).
Παλιά μεν όχι όμως ξεχασμένα αφού η παράδοση συνεχίζεται και μας κάνει όλους περήφανους.
Χρόνια πολλά σε όλες και όλους για τη μεγάλη γιορτή του Αγίου Μύρωνα επισκόπου Κρήτης του θαυματουργού και κλείνω με μια μαντινάδα της αξέχαστης μάνας μου :
“Γονατιστός – η σε προσκυνώ
με ευλάβεια μεγάλη
και αξίωσε μου για να πιω
το Αγίασμα σου πάλι”.
* Ο Γιώργος Μυσιρλάκης είναι δημοσιογράφος