Του Μιχάλη Στρατάκη*
Αν εύκολα ψηλά σηκώνεις τα χέρια, διάβασε το.
Μαύρο κι άραχλο ήτανε το ’45 στις Γκαγκάλες, αλλά και σ’ ολόκληρη την Κρήτη.
Η καταραμένη φτώχεια είχε σιδεροριζώσει στη μπαρουτοκαπνισμένη Μεσσαρά, καθώς βαθειά ήτανε ακόμη στο χώμα τα χνάρια των Γερμανών καταχτητών και ο εμφύλιος είχε ντακάρει να προσθέτει τα δικά του χνάρια, δίπλα σ’ αυτά των ναζί.
Για το σόι του κύρη μου, εκείνη η χρονιά ήτανε σαν το άθροισμα και των εφτά πληγών του Φαραώ, καθώς ο παππούς μου ο Μιχάλης είχε αποθάνει, αφήνοντας πίσω του τη γιαγιά μου Ευγενία μόνη κι έρημη, σαν την καλαμιά στον κάμπο, με εννιά καλαμάκια, τα εννιά κοπέλια της, να την τριγυρίζουν, προσπαθώντας να βυζάξουν από τις καλαμόριζες της τους χυμούς που θα τα κρατούσαν ζωντανά.
Όμως, ίντα χυμούς να δώσει η καλαμομάνα σε εννιά καλάμια; Πράμα.
Μαραζώνανε αγκαλιασμένοι η χήρα μάνα και τα ορφανά κοπέλια της.
Περήφανη και ανυπότακτη η μάνα, δεν καταδέχτηκε να χτυπήσει ξένη πόρτα, μήτε πόρτα συγγενή, ζητώντας βοήθεια.
Έδεσε σφιχτά το μαύρο τσεμπέρι στην κεφαλή της, έκαμε το σταυρό της και κήρυξε τον πόλεμο κατά του άδικου.
Θεός της ήτανε το μέγα Χρέος της απέναντι στα εννιά κοπέλια της, στη μνήμη του κυρού της και στη δική της αξιοπρέπεια.
Την πρώτη του Δεκέμβρη του ’45, τα σερνάμενα ζάλα της τη βγάλανε στο χωριό Πλάτανος, μια δεκαριά χιλιόμετρα μακρυά από τις Γκαγκάλες.
Αποφασισμένη διακονιάρα όχι ελεημοσύνης, μα του δικαιώματος στη ζωή των κοπελιών της, που περνούσε καταμεσίς της στράτας της δικής της ζωής.
Έχω στα χέρια μου ένα κιτρινισμένο χαρτί, που δηγάται τι έκεμε στον Πλάτανο η γιαγιά μου η Ευγενία.
Αντιγράφω:
”Συνεταιρικόν. Εν Πλατάνω Καινουρίου Κρήτης σήμερον την 1ην Δεκεμβρίου 1945 οι υποφαινόμενοι αφ’ ενός ο Μιχαήλ Γ. Φραγκουλάκης έμπορος και αφ’ ετέρου η χήρα Ευγενία Μιχ. Στρατάκη κάτοικος Γκαγκαλών τα οικιακά ασχολουμένη συνομολογήσαμεν και συμβαλλόμεθα προς αλλήλους τα κάτωθι. Ήτοι εγώ ο Μιχαήλ Φραγκουλάκης έχων υπό την πλήρη κυριότητα και κατοχήν μου μία αγελάδα χρώματος κοκκίνου, αναστήματος κανονικού ετών 8 συνεφωνήσαμεν σήμερον μετά της εταίρας μου χήρας Ευγενίας Στρατάκη το γένος Κοσμαδάκη και εβάλαμεν ταύτην συμμισιακήν επί τέσσερα συνεχή έτη από σήμερον όπως πάρω εγώ ο Μιχαήλ Φραγκουλάκης μίαν πρωτομέραν αγελάδα ή πρωτομέρη βόδι καί έπειτα να μοιράσομεν τα ενεπομείναντα εξ ίσου. Ο συνεταιρισμός ημών γίνεται υπό τους εξής όρους…(ακολουθεί η λεπτομερής αναφορά των όρων υπό τους οποίους η αγελάδα θα περιήρχετο στη φροντίδα της γιαγιάς μου, όροι που την καθιστούσαν υπεύθυνη αν η αγελάδα επάθαινε ό,τιδήποτε, ακόμη και αν εκλέβονταν, στη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων)…”
Έτσι, η ηρωίδα μάνα έφυγε από τον Πλάτανο, σέρνοντας μαζί της, εκτός από τα ζάλα της και την αγελάδα, στα μαστάρια της οποίας είχε εναποθέσει την πάσαν ελπίδα της.
Πλέον, στις δυό πετρόχτιστες κάμερες των Γκαγκαλών, συνυπήρχαν, συγκατοικούσαν, συζούσαν και συναγαπιόντουσαν μια μάνα, εννιά κοπέλια και μια αγελάδα, χρώματος κοκκίνου, αναστήματος κανονικού ετών 8.
Η γιαγιά μου η Ευγενία, είχε κερδίσει την πρώτη μάχη στον ανηλεή πόλεμο για τη ζωή.
Έκοψε αυτή τη νίκη σε δώδεκα κομμάτια και τα μοίρασε.
Εννιά στα κοπέλια της, ένα στην περηφάνεια της, ένα στο μνήμα του Κύρη της και ένα στην αγελάδα, χρώματος κοκκίνου, αναστήματος κανονικού ετών 8.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι δημοσιογράφος με καταγωγή από τις Γκαγκάλες του Δήμου Γόρτυνας