Η μουσική, το θέατρο, ο χορός, τα εκπαιδευτικά εργαστήρια και οι πολιτιστικές δράσεις βρίσκονται στον πυρήνα της διοργάνωσης. Παρ’ όλα αυτά, οι Γιορτές Ρόκκας διατηρούν τον αυθεντικό και «χειροποίητο» χαρακτήρα τους, καθώς στήνονται με την ενεργή συμμετοχή των πολιτιστικών συλλόγων των χωριών Ρόκκας και Κεράς.
Η αρχή έγινε όταν ο Παναγιώτης Σημανδηράκης οραματίστηκε μια συναυλία στον αρχαιολογικό χώρο της Ρόκκας. Αυτό το όραμα έγινε γρήγορα συλλογικό. Οι κάτοικοι των χωριών πίστεψαν, συμμετείχαν, πρότειναν, και μαζί γεννήθηκε μια διοργάνωση που δεν στηρίχτηκε σε μεγάλα budget αλλά στη δύναμη της κοινότητας. Όπως εξηγεί η Μέτη Παναγιωτοπούλου, η οποία βρίσκεται στο τιμόνι της καλλιτεχνικής επιμέλειας τα τελευταία χρόνια, το κοινό όραμα ήταν «να δυναμώσουμε τη φωνή των χωριών, να ξαναδώσουμε ρόλο στους νέους, να δημιουργήσουμε, να συνδεθούμε με την τέχνη».
Όταν το χωριό γίνεται σκηνή
Κεντρικό στοιχείο του φεστιβάλ είναι η δράση «Κερά Μια Σκηνή», ένα θεατρικό project που μετατρέπει ολόκληρο το χωριό σε θεατρική σκηνή. Από αυλές και μπαλκόνια μέχρι σοκάκια και πόρτες, η Κερά «παίζει» θέατρο με τον πιο άμεσο, βιωματικό τρόπο. Οι θεατές δεν κάθονται – περιηγούνται, μπαίνουν σε χώρους, νιώθουν μέρος της αφήγησης.
Η Παναγιωτοπούλου αναφέρει πως αυτό που την εξιτάρει κάθε χρόνο όταν ξεκινά η προετοιμασία της δράσης είναι η διάδραση με τους καλλιτέχνες, οι οργανωτικές συναντήσεις με τους κατοίκους και η ζύμωση με ανθρώπους από τόσο διαφορετικά υπόβαθρα. Φέτος, όπως εξηγεί, η θεματική «Μεταμορφώσεις του Αθέατου» επιλέχθηκε γιατί κάθε χρόνο τα χωριά «αποκαλύπτονται» και φανερώνουν μικρούς θησαυρούς. Αυτοί οι θησαυροί, λέει, δεν είναι άλλοι από τη σύμπλεξη της τέχνης με την παράδοση, τη φύση και την κοινωνία. Σκοπός της φετινής δράσης είναι να φωτιστούν όσα συνήθως μένουν στο σκοτάδι: σκέψεις, φόβοι, επιθυμίες.
Για την ίδια, ο στόχος είναι σαφής: το μικρό χωριό της Κεράς να μετατραπεί σε ένα σημείο πολιτιστικής σύμπραξης, ένα εργαστήρι θεάτρου και συνάντησης. Όπως υπογραμμίζει, βασικές επιδιώξεις είναι να παραμείνει το θέατρο προσβάσιμο σε όλους, να πειραματιστούν με νέες συμμετοχικές φόρμες, να δοθεί βήμα σε νέους καλλιτέχνες και να χτιστεί ένα δίκτυο δημιουργών που συνεχίζουν να συνεργάζονται και μετά το φεστιβάλ. Η Μ. Παναγιωτοπούλου περιγράφει την αίσθηση των ημερών του φεστιβάλ ως βαθιά μεταμορφωτική: η τέχνη και η ζωή μπλέκονται, ανακατεύουν τις προοπτικές, επηρεάζουν το πώς βλέπουμε τον κόσμο και την ίδια μας την έκφραση. Αυτό που χαρακτηρίζει τη διοργάνωση, όπως λέει, είναι το μοίρασμα: του χώρου, της ευθύνης, της προσδοκίας, του φαγητού. Μα πάνω απ’ όλα, του συναισθήματος – κάτι που για την ίδια είναι από τα πιο λυτρωτικά στοιχεία της διοργάνωσης.
Η φύση δεν είναι φόντο – είναι ήρωας – Πολιτισμός που ξυπνά τη μνήμη και την κοινότητα
Σπάνια βλέπεις διοργάνωση που ενσωματώνει τόσο οργανικά το φυσικό τοπίο. Στη Ρόκκα και την Κερά, η φύση και τα μνημεία δεν «στολίζουν» – είναι ενεργά μέρη της εμπειρίας. Από τους νερόμυλους και τα μονοπάτια, μέχρι τις πέτρινες αυλές, όλα συμμετέχουν. Όπως το θέτει η καλλιτεχνική διευθύντρια: «Τα ίδια τα χωριά είναι τα σκηνικά. Κάθε χρόνο μας αποκαλύπτουν κάτι νέο». Και πράγματι, αν περπατήσεις στα σοκάκια κατά τη διάρκεια των δράσεων, έχεις την αίσθηση πως βρίσκεσαι μέσα σε μια ζωντανή ταινία.
Το φεστιβάλ δεν είναι μόνο τέχνη – είναι και αναγέννηση. Από την ανάπλαση της Ρόκκας μέχρι την επιστροφή νέων στα χωριά, οι Γιορτές έδωσαν νέο νόημα στην τοπική ζωή. Πατώντας πάνω στην ιστορία (τη θεά Βριτόμαρτις, την Αντωνούσα Καστανάκη), το φεστιβάλ δημιουργεί νέους συμβολισμούς και δίνει ζωή σε ξεχασμένα τοπία.
Από τις 30 Ιουλίου ως τις 9 Αυγούστου 2025, οι Γιορτές επιστρέφουν με το θέμα «Μεταμορφώσεις του Αθέατου». Με μουσικές, θέατρο, εργαστήρια και παραστατικές δράσεις, καλούν το κοινό να σκεφτεί αυτό που δεν φαίνεται αλλά υπάρχει – όνειρα, σκιές, συναισθήματα, σκέψεις. Κι όλα αυτά, μέσα σε ένα φεστιβάλ που βιώνεται με όλες τις αισθήσεις. Μια από τις πιο σημαντικές πρωτοβουλίες των Γιορτών Ρόκκας είναι η ίδρυση της «Συμφωνικής Ορχήστρας Ρόκκας», με στόχο να καθιερωθεί ως πολιτιστικός θεσμός διεθνούς εμβέλειας. Με τη στήριξη του Παναγιώτη Σημανδηράκη, του Luca Gliozzi και του Κωνσταντίνου Παπαδάκη, η ορχήστρα επιχειρεί να φέρει τη συμφωνική μουσική πιο κοντά στο ευρύ κοινό, προσφέροντας μοναδικές εμπειρίες ακρόασης στη φύση και στην κρητική ενδοχώρα. Συνδυάζοντας τον ήχο με το τοπίο, ενώνει πολιτισμούς, παραδόσεις και αισθήσεις, μακριά από τις μεγάλες σκηνές και τους καθιερωμένους χώρους συναυλιών.
Το αποκορύφωμα, η Συμφωνική Ορχήστρα Ρόκκας
Φέτος, κάτω από την αυγουστιάτικη πανσέληνο, η Συμφωνική Ορχήστρα Ρόκκας θα παρουσιάσει ένα μουσικό πρόγραμμα που ενώνει τις παραδόσεις της Σκανδιναβίας και της Ελλάδας, προβάλλοντας την ιδέα της συνύπαρξης και της ειρήνης. Υπό τη διεύθυνση του Luca Gliozzi, το ρεπερτόριο περιλαμβάνει έργα των Βέρντι, Στενχάμαρ και Ντβόρζακ, ενώ ξεχωριστή στιγμή αποτελεί η ερμηνεία του Κοντσέρτου για Πιάνο αρ. 1 του Μίκη Θεοδωράκη από τον Κωνσταντίνο Παπαδάκη, σε μια υψηλού συμβολισμού αναφορά στο 2025 ως Έτος Μίκη Θεοδωράκη.
Ο μαέστρος Luca Gliozzi, γνωστός για τη συνεργασία του με σημαντικές ορχήστρες της Ευρώπης, μοιράζεται τη συγκίνησή του για τη Συμφωνική Ορχήστρα Ρόκκας και τη μοναδική εμπειρία να διευθύνει σε έναν τόσο μαγικό και αντισυμβατικό τόπο. Όταν έλαβε την πρόσκληση να διευθύνει την ορχήστρα στον ιστορικό λόφο της Ρόκκας, η πρώτη του σκέψη ήταν ένας αυθόρμητος ενθουσιασμός. «Ήταν αμέσως συναρπαστικό. Σκέφτηκα πόσο απίθανο θα ήταν να φέρω τους μουσικούς μου σε ένα τέτοιο μέρος – να ξεφύγουμε από τις συνήθεις αίθουσες συναυλιών και να βρεθούμε σε ένα τοπίο που πάλλεται από ιστορία και ομορφιά. Η Ρόκκα δεν είναι απλώς ένα σκηνικό, είναι μια πρόσκληση να επανεφεύρουμε το πού και πώς μπορεί να συμβεί η μουσική», σημειώνει. Η προοπτική να μοιραστεί αυτή την εμπειρία με καλλιτέχνες που εκτιμά βαθιά, έκανε την απόφαση όχι μόνο εύκολη, αλλά απαραίτητη.
Ο ίδιος αναγνωρίζει πως η Ρόκκα Ορχήστρα αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν πρόκειται για ένα σταθερό σχήμα που λειτουργεί από ρουτίνα, αλλά για μια δυναμική συνάντηση ανθρώπων που επιλέγουν συνειδητά να είναι εκεί. «Αυτό δημιουργεί μια εντελώς διαφορετική ενέργεια – πιο ευέλικτη, πιο συνεργατική και βαθιά προσωπική», τονίζει. Κάθε πρόβα είναι για εκείνον ένα δημιουργικό σταυροδρόμι, μια ανταλλαγή όχι μόνο τεχνικής αρτιότητας αλλά και πολιτισμικών εμπειριών, ερωτήσεων και πάθους. «Είναι βαθιά εμπνευστικό και μου θυμίζει γιατί διάλεξα αυτό το μονοπάτι».
Ο Luca Gliozzi βλέπει τη μουσική όχι μόνο ως τέχνη αλλά και ως πράξη επαφής. Και μέσα από το project της Ρόκκας, αυτή η επαφή αποκτά μια μαγεία που ξεπερνά τη σκηνή.
Πηγή: protothema.gr