- Η χρονιά που άφησε το πιο βαθύ σημάδι στην ψυχή μου.
Λάτρευα τη γυναίκα αυτή, που με έφερε στον κόσμο.
Όπως με λάτρευε κι εκείνη.
Όμως εκείνη τη χρονιά έμελλε να χωρίσουμε.
Έφυγε από καρδιά.
Όταν με ειδοποίησαν, ήμουνα στο καμαρίνι κι ετοιμαζόμουνα να βγω στη σκηνή.
Έπαιζα επιθεώρηση.
Έπρεπε να κάνω τον κόσμο να γελάσει.
Ήπια ένα μπουκάλι ουίσκι κι έβγαλα την παράσταση.
Θα μείνω σ’ ένα σημείο μεταφυσικό, που ακόμα δε μπορώ να εξηγήσω.
Τότε έγραφα τα σενάρια τού ”Έτσι είναι η ζωή”.
Είχα γράψει ένα σενάριο με ήρωα έναν ηθοποιό.
Είχε πάθος με το θέατρο, ήταν ψώνιο ο άνθρωπος και ζούσε με τη μητέρα του, που την υπεραγαπούσε.
Στο τέλος η μητέρα του πέθαινε, ενώ εκείνος βρισκόταν στη σκηνή, και συνέχιζε να παίζει.
Αυτή ήταν η ιστορία.
Την ημέρα που ξεκινήσαμε να γυρίζουμε το επεισόδιο, ένα κομμάτι από το σκηνικό έπεσε και χτύπησε το σκηνογράφο στο κεφάλι.
Ο άνθρωπος
μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, και φυσικά το γύρισμα ματαιώθηκε.
Έβαλα το σενάριο στο συρτάρι.
Σχεδόν το ξέχασα.
Είχα άλλωστε πολλά ακόμα, ήδη γραμμένα.
Κάποια στιγμή όμως ξέμεινα και τότε κανόνισα να το βάλουμε μπροστά.
Ήταν κάποιους μήνες μετά το περιστατικό με τον τραυματισμό του σκηνογράφου.
Την ημέρα που μαζευτήκαμε στο στούντιο για ν’ αρχίσουμε, μας ειδοποιούν ότι κάποιος ταξίαρχος ανέτρεψε το συνταγματάρχη που ως τότε κυβερνούσε.
Μέσα σ’ αυτή την αναστάτωση, τα μαζέψαμε και φύγαμε.
Η ιστορία ξαναμπήκε στο συρτάρι.
Έγραψα κι άλλες.
Πέρασαν μήνες, μέχρι που ξέμεινα πάλι και την ξανάβγαλα.
Όταν αυτή τη φορά τη γύρισα, ύστερα από λίγες μέρες πέθανε η μητέρα μου.
Και έγινε σχεδόν όπως τα περιέγραφε το σενάριο.
Με μένα να είμαι πάνω στη σκηνή.
Υπέφερα αφάνταστα.
Ο πόνος του οριστικού αποχωρισμού ήταν ανυπόφορος.
Ένιωθα ότι δεν ήθελα να ζήσω.
Δεν μπορούσα να το ξεπεράσω.
Ένα βράδυ είδα ένα όνειρο.
Εμένα και τη μητέρα μου ξαπλωμένους σ’ ένα κρεβάτι και δεμένους μεταξύ μας με αλυσίδες.
Την είδα να με κοιτάζει τρυφερά, μ’ ένα πονεμένο χαμόγελο.
Και κάποια στιγμή, έσκυψε και με φίλησε.
Όνειρο ήταν.
Το άφησα να περάσει.
Τρεις μήνες μετά, Απρίλιος ήταν, πήγα στη Θεσσαλονίκη με θίασο.
Με υποδέχτηκε μια πρώτη μου ξαδέλφη που ζούσε εκεί.
Είχε κλάψει για το χαμό της θείας της, την αγαπούσε.
Η ξαδέλφη μου, λοιπόν, μου εκμυστηρεύτηκε ότι
μια φορά την εβδομάδα πήγαινε σε συγκεντρώσεις όπου καλούσαν πνεύματα.
Μου φάνηκε γελοίο, αλλά δεν την πρόσβαλα.
Μου είπε ότι θα καλούσε και τη μητέρα μου.
Δεν έδωσα σημασία.
Δυο μέρες αργότερα, έρχεται και μου λέει ταραγμένη ότι κάλεσε το πνεύμα της μητέρας μου και ότι την άκουσε να λέει πως με τον πόνο μου και τον απέραντο καημό μου την κρατάω εδώ και δεν την αφήνω να ελευθερωθεί.
Είναι σχεδόν δεμένη με αλυσίδες.
Έπαθα το σοκ της ζωής μου.
Δεν είχα πει στην ξαδέρφη μου το όνειρο που είχα δει.
Δεν της είχα πει τίποτα.
Από την άλλη, δεν ξέρω πώς, ένιωσα εκείνη τη στιγμή να κόβεται ο ομφάλιος λώρος.
Άρχισε να γίνεται μέσα μου ένας γλυκός πόνος, μια γλυκιά ανάμνηση.
Την ένιωσα να ησυχάζει, να φεύγει, να πετάει, να ελευθερώνεται.
Και ξέρω πόσο ευτυχισμένη είναι, γιατί μου έχει στείλει ένα κομμάτι από την ψυχή της, μέσα από την αγάπη της κόρης μου.
Γιώργος Κωνσταντίνου
Απόσπασμα από το βιβλίο: SHOWTIME
…………………………………………………………….
Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης
Πηγή: Πρόσωπα