Κείμενο – φωτογραφία: Γεώργιος Χουστουλάκης
Στις 6 Φλεβάρη του 1986, πέθανε ένα πατριώτης, μερακλής Μεσαρίτης από τη Φανερωμένη, πριν 30 χρόνια δηλαδή, ο Γιώργης Φιτσοδασκαλακης, γνωστός ως Κατσοχοιρογιώργης.
Στην κηδεία του, έβγαλε λόγο πάτερ Νεκτάριος από τα Καλύβια.
Εκθείασε τις αρετές του, την ανδρεία του στον πόλεμο της Μικράς Ασίας του ’22, και τον ιδιαίτερο χαραχτήρα του.
Στην αρχή της ομιλίας του, ο πατέρας Νεκτάριος Πατεράκης, είπε τότε:
-«Φεύγει σήμερα και ο τελευταίος βρακοφόρος της Μεσαράς»!
Μπορεί να μην ήταν ακριβώς ο τελευταίος, επειδή δεν γνωρίζουμε ακριβώς, ποιος ήταν ο τελευταίος, αλλά σίγουρα όμως από τους τελευταίους είναι κι αυτός!
Σίγουρα σε κάποια χωριά να υπήρχαν κι άλλοι ακόμα που να τιμούσαν την κρητική βράκα.
Όμως ο Κατσοχοιρογιώργης, πήρε αυτόν τον ιδιαίτερα τιμητικό τίτλο, γιατί τιμούσε την κρητική βράκα, τη φορούσε μέχρι την τελευταία του στιγμή, και ουδέποτε έκανε την εμφάνιση του χωρίς αυτήν!
Θα μας πει για την κρητική βράκα του πατέρα της, και για το χαραχτήρα του, η κόρη του Ειρήνη Ρηγάκη:
«6 πήχες είχε ύφασμα είχε απ’ έξω η βράκα του, και άλλες 6 από μέσα!
Όντε θαλα κάτσει, και άρχιζε να τη μαζώνει, έκανε ολόκληρο μαξελάρι!
Του άρεσε πολύ ο στρατιωτικός κλάδος.
Επί Βενιζέλου, πολέμησε κι αυτός στον μικρασιατικό πόλεμο για 12 χρόνια, ως το ’43, μαζί με άλλους Φανερωμιανούς, και ήταν υπεύθυνος στα άλογα.
Το μεγάλο του παράπονο ήταν, που δεν έμαθε γράμματα, γιατί ο στρατός ήθελε να του δώσει μεγάλο βαθμό για τη προσφορά του!
Τον έφθασε όμως μέχρι λοχία!
Είχε μεγάλη πολυμελή οικογένεια με 8 παιδιά. Μάλιστα ο ένας του γιός ο Αντώνης, είχε διαπρέψει για χρόνια στους Μεσαρίτικους αγώνες γιοργαλίδικου αλόγου, και αείχε αποσπάσει αρκετά βραβεία.
Ήταν άνθρωπος της παρέας, του άρεσαν να λέει και να ακούει ιστορίες.
Σαν χαραχτήρας, ήταν πολύ φιλότιμος, καλόκαρδος, μερακλής, εργατικός, καλός οικογενειάρχης, αλλά και πολύ κοινωνικός.
Πήγαινε μετά τη δουλειά στο καφενείο, και κέρναγε όποιον θελα μπει μέσα, ακόμα και ξένον!
Καμιά φορά ρωτάγανε οι ξένοι:
-Μα ποιος είναι εκείνος που με κέρασε;
– Ο Κατσοχοιρογιώργης! Του απαντούσε ο καφετζής.
Ασφαλώς, κι αυτός σαν έμπαινε στο καφενείο, όλοι συνοριζότανε ποιος θα τον κεράσει πρώτος!
Συχνά έλεγε την εξής φράση, δείχνοντας το πορτοφόλι του:
-Επαέ βρίχνεται η αθρωπχιά μου!
Και το εννοούσε αυτό, γιατί το πορτοφόλι του δεν θα τον ντρόπιαζε στη παρέα, πάντα θα τον έβγαζε ασπροπρόσωπο στα δύσκολα!
Ήταν μερακλής, και χόρευε μέχρι και μπορούσε να σέρνει τα πόδια του!
Τη γυναίκα την θεωρούσε υπεράνω!
Μια μέρα στην υπόλοιπη Ελλάδα, είδε κάποιον να είναι καβάλα στο γαιδουράκι, και η γυναίκα του ξωπίσω να ακολουθεί, κρατώντας μάλιστα και ένα δεμάτι ξύλα…
Πάει κοντά του και τον αρχίζει ο Κατσοχοιρογιώργης, έτοιμος να τον πετάξει κάτω, και να βάλει να καβαλικέψει η γυναίκα στο γαϊδουράκι!
Επενέβη όμως η γυναίκα του και του λέει:
-Και τι σε νοιάζει εσένα που καβαλικεύει ο άνδρας μου εμένα, και όχι εγώ?
Μετά κατάλαβε, πως εκεί έχουν άλλες συνήθειες , και έτσι τους άφησε στη τύχη τους και έφυγε!»
Για τον πατέρα της μας μίλησε και η άλλη κόρη του η Ελένη, και μας είπε, γιατί κάθε χρόνο του Αγίου Αντωνίου, ο παπάς του χωριού, κάνει μνεία για τον πατέρα της.
«Την εποχή που ήτανε επαέ οι Γερμανοί, ένας ανώτερος αξιωματούχος, είδε στον ύπνο του, πως ένας καλόγερος, του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στο μάγουλο! Ήταν ένας γέρος κοντός με γενειάδα, και τον εμποδίζει στο έργο του.
Αμέσως εκνευρίστηκε τόσο, που ήθελε να κάψει το χωριό!
Ζήτησε κάποιον να του πει με την περιγραφή, ποιος να ήταν εκείνος ο καλόγερος που τον χαστούκισε!
Τότε κάλεσε ο αξιωματούχος τον πατέρα μου τον Κατσοχοιρογιώργη, που ήταν πρόεδρος του χωριού, και βάσει της περιγραφής του, τον ρώτησε αν μπορεί να καταλάβει ποιος να ήταν εκείνος που τον χαστούκισε!
Ο πατέρας μου κατάλαβε από την περιγραφή, και τον πάει στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, που ήταν τότε στην παλιά της μορφή, δηλαδή ημιυπόγεια.
Μόλις είδε την φιγούρα του Αγίου Αντωνίου, ο ανώτερος αξιωματικός, αμέσως είπε:
-Να! Αυτός με χτύπησε!
Έκτοτε, δεν έκανε καμία κίνηση ο αξιωματικός, για να πλήξει το χωριό.
Από εκείνο το γεγονός, κάθε χρόνο στην γιορτή του Αγίου Αντωνίου, που βγάζει λόγο ο παπάς στην εκκλησία, μιλά για τη χάρη του Αγίου, τα θαύματά του, και αναφέρει και το γεγονός με τον πατέρα μου.
Όμως ο πατέρας μου, διετέλεσε πολλά χρόνια πρόεδρος της Φανερωμένης, ακόμα και τότε που ήταν οι Γερμανοί, και όσα χρόνια ήταν οι Γερμανοί, δεν άνοιξε μύτη στο χωριό!
Ο πατέρας μου μάζευε αυγά, ρακί κρασί, κοτόπουλα και πολλά άλλα, τα έδινε στους Γερμανούς, και έτσι, ούτε για αγγαρείες έπαιρναν από το χωριό μας, αλλά ούτε και πείραζαν κανέναν!»
Ο Κατσοχοιρογιώργης, έζησε τη ζωή του με αίσθηση χιούμορ, αλλά είχε και ένα σκοπό:
Ήθελε το βιβλιάριο υγείας του καθαρό!
Ποτέ δεν πήγε στο γιατρό, και πολλές φορές το απέφευγε, να μην «λερώσει» το βιβλιάριο υγείας του!
Την λανθασμένη βέβαια αυτή νοοτροπία, την είχαν και πολλοί άλλοι κρητικοί τα χρόνια εκείνα!
Θεωρείτο μέγα καύχημα σε έναν άνδρα τότε, να μην έχει επισκεφθεί ποτέ του γιατρό!
Έτσι πολλοί έφευγαν πριν την ώρα τους, επειδή αδιαφορούσαν για την υγεία τους.
Φυσικά προτιμούσε αντί φάρμακα, να χρησιμοποιεί βότανα.
Βέβαια ο Γιώργης Φιτσοδασκαλάκης, ήταν τυχερός που έφυγε στα βαθειά του γεράματα, σε ηλικία 95 ετών από φυσικά αίτια, και μονάχα στις τελευταίες του στιγμές που τον πήγαν στην κλινική, «εγκαινίασε» και το βιβλιάριο υγείας του!
Αυτές οι φιγούρες κρητικών, τέτοιες αγνές ψυχές, είναι που λείπουν σήμερα από τον τόπο μας.
Αυτές τις μέρες που έχουμε τα συναπατήματά του, ευχόμαστε να είναι όσο πιο ελαφρύ γίνεται το χώμα που τον σκεπάζει, και έτσι να τον θυμούνται όλοι, , και μείς που τον γνωρίσαμε λιγότερο, έτσι θα τον φέρνουμε και ‘μείς στην σκέψη μας!