Της Ζαμπίας Παπαδάκη
Άδικες μέρες!
Μα ακόμη κι αν πρόωρα εγκαταλείπεις…;
Μόνος να κατεβαίνεις στο μυρισμένο χώμα του χωριού μας, Απρίλη μήνα;
Άδικο πολύ.
Είναι, Στέργιο, χρόνια που ‘χω να μετρήσω τα βήματα στην ανηφόρα του χωριού, από τα Παπαδιανά, την πρώτη μου γειτονιά μέχρι τα έντεκα στο σπίτι της γιαγιάς, της Ζαμπίας, στα Μαστραντωνιανά, δίπλα, στο σπίτι της γιαγιάς, της Φανιάς.
Τα μετρούσα με μιαν ανάσα τα βήματα, τα φύλλα της συκιάς, που αποκρεμιόταν από τη δεξιά κουπαστή της “σκαλωσιάς” που ανέβαινα, σχεδόν τ’ ακουμπούσα, τα φύλλα κι εγώ με μιαν ανάσα σχεδόν.
Ένα βλέμμα μόνο, πάλι στα δεξιά, στο σπιτάκι της Στεργιογιάννενας, κρεμασμένο κι αυτό μου φαινόταν της φύσης δουλειά, ένα με το πέτρωμα γύρω.
Τη θυμάμαι, Στέργιο τη μάνα σου, σκυφτή, μαυροφορεμένη να σκουπίζει το ταρατσάκι, μια σταλιά, έξω από τη μικρή σας στέγη.
Αμίλητη πάντα.
Μα στο αθώο – έστω αθώο – παιδικό βλέμμα μού φαινόταν σαν την καλή μάγισσα.
Κι αν πλησίαζα, όλο και μια καραμέλα , σκεφτόμουν, θα μας έδινε με τη χούφτα πρώτα στην τσέπη της φαρδιάς μαυροποδιάς.
Σαν που ‘ κανε κι η άλλη καλή μάγισσα της κάτω γειτονιάς, το Κοκκαρορηνιω, το θυμάσαι, Στέργιο;
Μα δε σταματούσα, μη δεν πετύχω τον… άθλο μου!
Χρόνια πολλά ν’ ανέβω, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μπορεί τελευταία φορά να ‘τανε κοντά είκοσι χρόνια τώρα, με το Γιώργη μου, πηγαίναμε, στης Φανιάς, της γιαγιάς το σπίτι, κι από κει στου Ματσί και στο Μύλο, στα περιβόλια μας, Σεπτέμβρη, να πάρουμε τα καρύδια.
Σ’ αυτά τα μέρη μεγάλωσες, Στέργιο, ποιος ξέρει πώς τα ‘νιωθες και εσύ, δεν μιλούσαμε πολύ.
Στη μνήμη έχω όμως τη φωνή σου. Δεν ανταλλάσσαμε κουβέντες, έτσι μεγαλώσαμε στο χωριό της ρίζας, κορίτσια με… αιδημοσύνη, ένα καλημέρα καλησπέρα μόνο με τ’ αγόρια που θα τύχαινε (;) να συναντούσαμε στο δρόμο.
Μεγαλώσαμε, πιάσαμε οι άλλοι τα πλάγια, οι γειτονιές μας – ήταν της περιφέρειας, εκεί μετά από την Καμάρα – φθινοπώριασαν, μόνος εσύ ψηλά στο σπιτάκι, στην αετοφωλιά.
Το χωριό , σ’ άλλες γωνιές ανθούσε και λουλούδιζε, στο Μάτι, στου Βοτόμου το σελί, στην “πλατεία”.
Θα ‘χες βέβαια τις παρέες σου, εύκολο να κατεβαίνεις και να απλώνεσαι.
Μια χούφτα το χωριό, γύρω γύρω τα παλιά λιοφυτα με τσι καινούργιες ελιές, ανάμεσα τα σπίτια και τα περβόλια, όσα μείνανε έστω, και φλέβες τα νερά , διάσημα τώρα…
Σήμερα που ‘μαθα το πρόωρο φευγιό σου, 57 ήσουν δεν ήσουν, ένα χρόνο που πάλευες με την αρρώστια, έχω θλίψη και συγκίνηση.
Κι αν δε σου ‘ γραφα τούτο τον χαιρετισμό, θα πλάνταζα.
Θ’ ανηφορίσεις τώρα πιο ψηλά, μέχρι τη Βρυσίδα, εκεί είναι τα σπιτάκια πολλών που μας λείπουν.
Και εκεί πάλι θα σε ορίσουν, αγαπητέ Στέργιο, τα σημάδια του τόπου, άνοιξη που ‘ναι, με τα γιορτινά τους, κατά πως τα νομοθέτησε ο ακριβός ποιητής του όμορφου τόπου μας, ο Λεαντρογιώργης, όταν προσευχόταν:
Νάμουνε βρύση στο Ζαρό, πλατάνι στο Βροντήσι,
και στου Βοτόμου το σελί το Μάη κυπαρίσσι.
Στο καλό Στέργιο…
Και χαιρετίσματα! Με κάποιο τρόπο, ξέρεις εσύ…